Αν ο πρόεδρος μιας εταιρίας ανακοινώσει πως αυτή οδεύει προς πτώχευση, τότε, ακόμη και αν αυτό δεν ισχύει, κανείς δε θα θέλει ούτε να κρατήσει τις επιταγές της ούτε και να της δανείσει χρήματα, να δεχτεί νέες επιταγές ή να κάνει οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία μαζί της...
Με τον ίδιο τρόπο, αν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μιας χώρας διαμηνύσει προς πάσα κατεύθυνση το ενδεχόμενο πτώχευσης της, είναι λογικό να προκαλεί μαζικές πωλήσεις των 'επιταγών' της, δηλαδή των ομολόγων, των μετοχών και των όποιων άλλων περιουσιακών της στοιχείων και να αποτρέψει τους πάντες, απ' το να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία μαζί της. Αυτό ακριβώς συνέβη με την Ελλάδα και άπαξ και τέθηκε υπό αμφισβήτηση, όλοι προτίμησαν να ξεπουλήσουν τις 'επιταγές' της και να αποφύγουν να δεχτούν νέες.
Στα τέλη του 2009 η Ελλάδα, πράγματι, αντιμετώπιζε πολύ υψηλό χρέος και, όπως έδειξαν τα αναθεωρημένα στοιχεία, υπερδιπλάσιο έλλειμμα απ' αυτό που παραδεχόταν επίσημα. Υψηλά χρέη και ελλείμματα, όμως, δεν ήταν κάτι το καινούργιο γι' αυτήν. Σε κάθε έτος, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά, το χρέος της ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ, ενώ ελλείμματα μεγαλύτερα του 10% είχε αντιμετωπίσει πολλές φορές με επιτυχία στο παρελθόν. Ακόμη όμως και αν το πραγματικό ύψος του ελλείμματος εξέπληξε και πανικόβαλε τον κ. Παπανδρέου, δε μπορεί συνέβη το ίδιο με τα υπόλοιπα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου, ήταν αυτός που είχε επισημάνει τα περισσότερα απ' αυτά προεκλογικά, υποσχόμενος να τα διορθώσει.
Ακριβώς, εξαιτίας αυτής της διαρθρωτικής παθογένειας της ελληνικής οικονομίας η κυβέρνηση Παπανδρέου έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτική, ώστε να διαφυλάξει την καλή χρηματοοικονομική και χρηματοπιστωτική της εικόνα στο εξωτερικό. Στα τέλη Οκτωβρίου του 2009 η Ελλάδα δανειζόταν σε δεκαετή ορίζοντα με επιτόκια κάτω από το 4,5%, χαμηλότερα απ' ότι το 95% των κρατών του κόσμου. Απολάμβανε βαθμολογία κατηγορίας Α απ' τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, μία από τις καλύτερες διεθνώς και τη δεύτερη καλύτερη για την ίδια από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το χρηματιστήριο της κατέγραφε τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο στον κόσμο και οι τιμές των CDS της ήταν απ' τις χαμηλότερες διεθνώς. Ο τραπεζικός της κλάδος προσέλκυε κεφάλαια και ο κλάδος οικοδομής βίωνε μία ελεγχόμενη ύφεση έχοντας αποφύγει την καταστροφική πτώση που βίωνε η Ιρλανδία και η Ισπανία.
Ο πανικός Παπανδρέου και το μήνυμα που επικοινώνησε για τη χώρα στο εξωτερικό, λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστής, μεγεθυντής και επιταχυντής των μεγάλων διαρθρωτικών και χρόνιων προβλημάτων της οδηγώντας, τελικά, εκτός αγορών με εκπληκτική ταχύτητα. Έξι μήνες από την ανάληψη της εξουσίας απ' τον ίδιο, η Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί σε ένα επίπεδο απ' την κατηγορία "σκουπίδια", το χρηματιστήριο της είχε συντριβεί μπαίνοντας στο δρόμο για το μεγαλύτερο κραχ χρηματιστηριακής αγοράς από το 1929, τα επιτόκια της και τα ασφάλιστρα των ομολόγων της είχαν εκτοξευτεί στα ύψη, οι τράπεζες της είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με μία πρωτοφανή απόσυρση καταθέσεων και με οξεία υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους αξιολόγησης και τελικά ο αποκλεισμός της ίδιας της χώρας απ' τις αγορές, έκανε υποχρεωτική είτε την αναδιάρθρωση του χρέους της, είτε το αίτημά της για δάνεια στήριξης.
Χάνοντας την ευκαιρία να κάνει μία πραγματική νέα αρχή, ο κ. Παπανδρέου επέλεξε το δεύτερο συμφωνώντας σε ένα εξαιρετικά σκληρό Μνημόνιο που συνόδευσε τις δανειακές συμβάσεις με τα κράτη της ΕΕ και την Τρόικα. Το Μνημόνιο αυτό μετατράπηκε σε λάβα, που άρχισε να καίει ό,τι είχε απομείνει όρθιο από την έκρηξη του ηφαιστείου που είχε προηγηθεί.
Το επιχείρημα, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, ότι σε αυτό συμπεριλαμβάνονταν μέτρα που η Ελλάδα έπρεπε να έχει λάβει με δική της πρωτοβουλία χρόνια πριν, δεν άλλαξε την πραγματικότητα, ότι, συνολικά, προέβλεπε την πιο βίαιη προσαρμογή που κλήθηκε να κάνει χώρα στη μοντέρνα οικονομική ιστορία και μάλιστα χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της που υπήρχε ως υποχρεωτική επιλογή σε άλλες περιπτώσεις.
Αν και η αποτυχία του Μνημονίου ήταν προδιαγεγραμμένη από την ώρα που αυτό καταρτίστηκε έτσι ώστε περισσότερο να τιμωρεί παρά να βοηθά την Ελλάδα, μέσα στους πρώτους μήνες από την προσπάθεια εφαρμογής του επιβεβαιώθηκε στην πράξη ότι ήταν αδύνατο να πετύχει. Αξίζει να θυμηθούμε, μεταξύ άλλων, ότι τα διμερή μεσοπρόθεσμα δάνεια από τις χώρες της ΕΕ είχαν αρχικά κυμαινόμενο επιτόκιο που ξεπερνούσε το 4,50% , όταν η Γερμανία δανειζόταν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα με λιγότερο από 1,5%.
Σε μελέτες διεθνών τραπεζών τις οποίες επικαλέστηκα σε πληθώρα ελληνικών ΜΜΕ το καλοκαίρι του 2010 ετίθετο το εξής απλό ερώτημα: πώς είναι δυνατό να ζητηθεί από μία αδύναμη οικονομικά και σε ύφεση χώρα (Ελλάδα) να πετύχει τη σύγκλιση της οικονομίας της με άλλες πολύ πιο δυνατές και σε ανάπτυξη (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Ολλανδία κλπ), όταν καλείται να πληρώσει σε αυτές επιτόκια διπλάσια από εκείνα που οι ίδιες καταβάλλουν για να της δανείσουν;
Με αυτόν τον τρόπο, τελικά, μεταφερόταν πλούτος, υπό τη μορφή τόκων από την αδύναμη και με ανάγκη στήριξης χώρα στους εταίρους της, τις οικονομικά ισχυρότερες και υποτίθεται σε ρόλο υποστηρικτή της χώρες. Μόνο η Γερμανία κέρδισε σε τόκους από την Ελλάδα μέχρι τα τέλη του 2011, 380 εκ. ευρώ. Όπως ήταν αναμενόμενο αντί για σύγκληση των οικονομιών υπήρξε περαιτέρω απόκλιση.
Η διαπίστωση, ότι η Ελλάδα κατέρρεε πριν η ΕΕ να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης, έκανε τη Γερμανία να προχωρήσει στη μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων ζητώντας ως αντάλλαγμα την υπογραφή του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ ο στενός κύκλος της κυβέρνησης Παπανδρέου συνεργάστηκαν για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα μπορούσε στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να εξασφαλίσει 50 δις ευρώ πουλώντας κρατική περιουσία. Παρέβλεψαν, όμως, το αυτονόητο, πως όσο πάνω απ' τη χώρα υπήρχε το σύννεφο της ενδεχόμενης πτώχευσης και εξόδου της απ' το ευρώ, κανείς δε θα ήθελε να αγοράσει ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ούτε καν στις πολύ χαμηλές τιμές της δεδομένης στιγμής, αφού θα μπορούσε να περιμένει και να τα αποκτήσει πολύ φθηνότερα και πιθανώς σε δραχμές αργότερα.
Δε χρειαζόταν να έχει κανείς τις νομικές γνώσεις του κ. Βενιζέλου, που μάταια προσπάθησε να εξηγήσει στους δανειστές, ότι η νομική ποιότητα πολλών ελληνικών περιουσιακών στοιχείων αποτελούσε από μόνη της ένα λόγο για την πιθανόη αποτυχία του Μεσοπρόθεσμου και ότι εκτός και αν σκόπευαν να πιέσουν την Ελλάδα να ξεπουληθεί στην ιταλική ή την ιαπωνική Μαφία θα ήταν αδύνατο να βρουν άμεσα ενδιαφερόμενους για πολλά απ' αυτά. Αρκούσε η γνώση των βασικών κανόνων του χρηματοοικονομικού κόσμου για να γίνει κατανοητό, πως όταν κάποιος, που έχει διατυμπανίσει σε όλους πως πτωχεύει, πουλά την περιουσία του δεν έχει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης και έτσι οι όποιοι ενδιαφερόμενοι να την αγοράσουν προτίθενται να το κάνουν μόνο για ένα κομμάτι ψωμί και όχι βέβαια στις τιμές που αυτός ελπίζει.
Πέρα από αυτό, όμως, ο κ, Παπανδρέου εξασφάλισε με νόμο, ότι αν και εφόσον υπήρχαν έσοδα απ' την πώληση ελληνικής περιουσίας αυτά δε θα κατευθύνονταν σε μέτρα ανάπτυξης ή προστασίας των πιο αδύναμων κοινωνικά στρωμάτων αλλά θα χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή του χρέους στους δανειστές.
Μετά την αποτυχία και του Μεσοπρόθεσμου, ακολούθησε, μοιραία, το σχέδιο για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους κατά 21%, με τη λογική (;) πως αν αντί για χρέος της τάξης του 160 – 200% του ΑΕΠ η Ελλάδα αντιμετώπιζε ένα μειωμένο χρέος στο 140-160% θα μπορούσε να αποφύγει την οριστική πτώχευση. Ο κ. Παπανδρέου συμφώνησε και σε αυτήν την πρόταση της ΕΕ αποδεχόμενος, μάλιστα, το αγγλικό Δίκαιο, χωρίς να ενημερώσει τη Βουλή σχετικά και χρειάστηκε και πάλι η συνειδητοποίηση απ' την ΕΕ πως η αναδιάρθρωση θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη προκειμένου να ακυρωθεί το PSI και να εγκριθεί το PSI+, το οποίο, όμως, ερχόταν πια πολύ αργά για να μπορέσει να σώσει τη χώρα ενώ συνοδευόταν με ένα δεύτερο ακόμη πιο σκληρό απ' το πρώτο Μνημόνιο.
Μερικούς μήνες και δύο εκλογικές αναμετρήσεις αργότερα, η νέα κυβέρνηση συνεργασίας προσπαθεί να πείσει, πως είναι έτοιμη να προχωρήσει κάνοντας αυτά τα οποία αναλυτές, οικονομολόγοι και ειδικοί απ' όλον τον κόσμο, ακόμη και μέσα από την ΕΕ, τη Γερμανία και το ΔΝΤ, υποστηρίζουν πως πρέπει να αποφύγει, δηλαδή να πάρει περισσότερο απ' το φάρμακο της στείρας λιτότητας.
Έχοντας στο τιμόνι της έναν Πρωθυπουργό της "δεξιάς", ο οποίος ήταν εξ αρχής εναντίον του Μνημονίου, με πρώτο συγκυβερνήτη της τον σοσιαλιστή πρώην υπουργό Οικονομικών, που έχει αναγνωρίσει ότι η πολιτική υπερβολικής λιτότητας σκοτώνει και με δεύτερο συγκυβερνήτη της τον αριστερό πρόεδρο ενός κόμματος, του οποίου η βασική θέση από την ίδρυση του ήταν η "απαγκίστρωση απ' το Μνημόνιο με παραμονή στο ευρώ", η νέα κυβέρνηση συνεργασίας που αναδείχτηκε απ' τις πρόσφατες εκλογές με το σύνθημα της αναδιαπραγμάτευσης του "αποτυχημένου" Μνημονίου, είναι τελικά αυτή θα κληθεί να το εφαρμόσει.
Κάτι τέτοιο στην πράξη θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ακόμη και αν η πολυπόθητη επιμήκυνση των στόχων εξασφαλιστεί, κάτι που τα κόμματα που απαρτίζουν την κυβέρνηση έχουν αφήσει να εννοηθεί ως δεδομένο, αυτό θα συνεπάγεται τη λήψη νέων μέτρων ύψους 3 δις ευρώ το έτος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Σε μία χώρα που καταγράφει αρκετά παγκόσμια αρνητικά οικονομικά ρεκόρ και όπου, μεταξύ άλλων, η ανεργία είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο και αυξάνεται, οι μισθοί καταγράφουν τη μεγαλύτερη μείωση σε απόλυτες τιμές και ως ποσοστό διεθνώς, οι συντάξεις το ίδιο, η αύξηση της έμμεσης φορολογίας είναι η μεγαλύτερη διεθνώς κλπ, η υλοποίηση αυτών των μέτρων είναι αμφίβολο αν μπορεί να γίνει και σχεδόν βέβαιο ότι θα παρατείνει την ύφεση.
Επιπλέον, εφόσον η επιμήκυνση ξεκινά απ' την παραδοχή ότι δε θα εξοικονομηθούν 12 δις σε δύο αλλά σε τέσσερα χρόνια αυτό ανοίγει μία τρύπα στον οικονομικό προϋπολογισμό η οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τα δάνεια. Κάτι τέτοιο είναι πιθανό να μπορέσει να γίνει για το 2012 από ένα τμήμα των χρημάτων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά στη συνέχεια το πιθανότερο είναι, πως η Ελλάδα θα χρειαστεί και νέο πακέτο στήριξης.
Με βάση τη συμφωνία για το δεύτερο πακέτο διάσωσης, προκειμένου το ελληνικό χρέος να συνεχίσει να κρίνεται ως βιώσιμο και έτσι η δανειοδότηση της Ελλάδας να μη διαταραχθεί, η χώρα θα πρέπει να περάσει σε ανάπτυξη της τάξης του 2,6% του ΑΕΠ από το 2014 και μετά και να παραμείνει σε αναπτυξιακή τροχιά μέχρι και το 2020. Καθώς αυτό φαίνεται δύσκολο να συμβεί, η τρύπα μπορεί να ξεπεράσει τα 15 δις ευρώ, τα οποία θα πρέπει να καλυφθούν με νέα δάνεια και να συνοδευτούν από νέους όρους.
Με βάση το δεύτερο Μνημόνιο η Ελλάδα θα επέστρεφε στην αγορά κεφαλαίων μεταξύ του 2021 και του 2028. Οι εξελίξεις από την υπογραφή του μέχρι σήμερα δείχνουν, πως η επιστροφή της γίνεται όλο και πιθανότερη προς το τέλος και όχι την αρχή της επόμενης δεκαετίας. Αυτό συνεπάγεται την αποδοχή μίας εικοσαετίας εποπτείας και δημοσιονομικής πειθαρχίας και πολλά χρόνια λιτότητας. Ο ελληνικός λαός δεν έχει προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, αλλά αφέθηκε να πιστεύει, ότι μία πολύ γενναία αναδιαπραγμάτευση είναι προ των πυλών, η οποία θα ακολουθούσε μετά τη νίκη στις εκλογές των κομμάτων που τάσσονταν υπέρ της και εναντίον της καταγγελίας του Μνημονίου.
Αυτό που φαίνεται πιο κοντά στην αλήθεια, όμως, είναι, πως είτε η χώρα "απαγκιστρωθεί" απ' το Μνημόνιο είτε επιχειρήσει να το εφαρμόσει, μία εικοσαετία ταλαιπωρίας θα είναι, σχεδόν, αναπόφευκτη. Για παράδειγμα, από το Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα ο αριθμός των ανέργων έχει αυξηθεί, περίπου, κατά 600 χιλιάδες. Στα τελευταία τριάντα χρόνια ο μέγιστος αριθμός θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκε κατ' έτος ανήλθε στις 60 χιλιάδες και αυτό όταν οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από τις τρέχουσες. Ακόμη λοιπόν και αν ξεκινούσε από αύριο μία εντυπωσιακή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ο αριθμός των ανέργων δε θα έφτανε στα επίπεδα προ Μνημονίου νωρίτερα από το 2022. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι η ύφεση δεν έχει σταματήσει, ότι περίπου 1000 άνθρωποι την ημέρα εξακολουθούν να χάνουν τη δουλειά τους και ότι η όποια ανάπτυξη επιτευχθεί δύσκολα θα φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, η επιστροφή στα επίπεδα ανεργίας των αρχών του 2010 μπορεί να έρθει αρκετά αργότερα απ' το 2022.
Τον Απρίλιο του 2010 είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο “Μπορεί η κρίση να οδηγήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης” η λογική του οποίου ήταν, πως η Γερμανία θα χρησιμοποιούσε την κρίση, για να επιδιώξει μία δημοσιονομική και πολιτική ένωση στην οποία θα είχε ηγετικό ρόλο και πως τα κράτη που δε θα ήθελαν να παραχωρήσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα δε θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σ' αυτήν.
Η Ελλάδα έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης παραχώρησε κυριαρχικά της δικαιώματα στη Γερμανία και αν θέλει να συνεχίσει να χρηματοδοτείται απ' αυτήν, θα πρέπει να αποδεχτεί πως αυτό θα μετατραπεί σε μόνιμη κατάσταση. Ήδη, τόσο η Ιρλανδία όσο και η Πορτογαλία βαδίζουν στα χνάρια της Ελλάδας ενώ όλα τα κράτη της ΕΕ έχουν συμφωνήσει σε κανόνες δημοσιονομικής ενοποίησης.
Με την Ισπανία και την Κύπρο να συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα των κρατών της ευρωζώνης που χρειάστηκαν διάσωση και με την Ιταλία να ακολουθεί, η Γερμανία θα εντείνει τις πιέσεις της για μεγαλύτερη και ταχύτερη δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση και για να μοιραστεί την "πιστωτική της κάρτα" θα απαιτεί να ελέγχει πως ξοδεύονται τα χρήματα.
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, πως το εγχείρημα για τη δημιουργία των ΗΠΕ θα πετύχει. Το μόνο σίγουρο είναι, πως η Γερμανία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πραγματικό δίλημμα των εκλογών, λοιπόν, δεν ήταν αναδιαπραγμάτευση ή καταγγελία του Μνημονίου αλλά απόφαση για προσπάθεια συμμετοχής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή όχι.
Στις επόμενες εβδομάδες, ημέρες, επομένως που θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, είναι καλό η νέα ελληνική κυβέρνηση να γνωρίζει τί διαπραγματεύεται όντως.
Και αν επιλέξει την ευρωπαϊκή προοπτική, θα είναι πιο επιτακτικό από ποτέ, να κάνει τα πάντα, για να επιστρέψει στην Αθήνα με ένα ουσιαστικά τροποποιημένο Μνημόνιο όσο σκληρά και αν χρειαστεί να διαπραγματευτεί. Γιατί αν αρκεστεί στην επιμήκυνση και σε μερικά αναπτυξιακά "μπολιάσματα" τότε πολύ γρήγορα θα βρεθεί τόσο η ίδια όσο και η χώρα μπροστά σε νέα αδιέξοδα.
Πάνος Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Διευθυντής GSTA Ltd, WTAEC Ltd
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ισοτιμία
ΠΗΓΗ: tvxs.gr