9 Σεπ 2011
ΕΛΒΕΤΙΑ - Ζug: O παράδεισος των φορολογικών παραδείσων!
Της Κορίνας Σαμάρκου
Χτισμένο ανάμεσα στις όχθες μιας ειδυλλιακής λίμνης και στους πρόποδες ενός χιονισμένου βουνού, το Τσουγκ (Zug) φαίνεται εκ πρώτης όψεως μία ακόμα γραφική, αλλά και κάπως πληκτική... ελβετική κωμόπολη.
Παρατηρώντας προσεκτικά, διαπιστώνει κανείς, ότι κάτι παράξενο συμβαίνει σ’ αυτή την πόλη. Το Τσουγκ έχει 26.000 κατοίκους αλλά 30.000 επιχειρήσεις! Και μάλιστα προσελκύει 800 νέες εταιρείες κάθε χρόνο.
Παρά το μικρό της πληθυσμό, η πόλη έχει μια αντιπροσωπεία, που πουλά τα πιο ακριβά μοντέλα της Ferrari και της Maserati. Οι περισσότεροι πελάτες κάνουν ειδικές παραγγελίες, για ένα χρώμα εκτός καταλόγου ή ένα δερμάτινο σαλόνι με τα αρχικά τους.
Ένας στους δέκα μόνιμους κατοίκους του Τσουγκ είναι εκατομμυριούχος.
Αυτή η πόλη χαρακτηρίζεται συχνά από τον διεθνή οικονομικό Τύπο ως «ο παράδεισος των φορολογικών παραδείσων». Θεωρείται ένα «νησί» μέσα στην ίδια την Ελβετία, αφού στο καντόνι του οποίου είναι πρωτεύουσα, επικρατεί φορολογικό καθεστώς ευνοϊκότερο από το μέσο όρο της χώρας.
Για τους Αμερικανούς πολιτικούς, το Τσουγκ συμβολίζει, όσα έφεραν τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη αντιμέτωπη με τη δημοσιονομική κρίση και στα πρόθυρα μίας νέας ύφεσης.
Κάπου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, βρίσκεται κρυμμένο ένα πιθάρι χρυσού που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, έλεγε σε πρόσφατο αφιέρωμά της η δημοφιλής τηλεοπτική εκπομπή του CBS, 60 minutes. «Αυτός ο χρυσός είναι στην πραγματικότητα 60 δισ. δολάρια που παράγονται κάθε χρόνο. Κι ενώ κάποιος θα πίστευε ότι ανήκουν στις ΗΠΑ, αντίθετα παραμένουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε μια μικρή πόλη που λέγεται Τσουγκ, στην Ελβετία».
Το ευνοϊκό καθεστώς που εφαρμόζουν για επιχειρήσεις και μεγαλοεισοδηματίες οι φορολογικοί παράδεισοι του πλανήτη, αποτελεί κόκκινο πανί για τις κυβερνήσεις της Δύσης, που βλέπουν τα δημόσια οικονομικά τους στο κόκκινο και την κρίση χρέους να τις απειλεί.
Στο Τσουγκ οι εταιρείες φορολογούνται με μέσο συντελεστή μόλις 15,4%, έναντι του αμερικανικού 35%. Ο υψηλότερος συντελεστής για τα προσωπικά εισοδήματα διαμορφώνεται στο 22,9%. Σημειωτέον ότι: η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε, πέρυσι, να φορολογεί τους πλουσιότερους κατοίκους της με 50%.
Από αυτή τη μικρή πόλη, ο μυστικοπαθής κολοσσός των εμπορευμάτων Glencore αγοράζει και πουλά το 3% του πετρελαίου που διακινείται παγκοσμίως. Αυτός ο φορολογικός παράδεισος είχε δελεάσει τον ιδρυτή της εταιρείας, τον βελγικής καταγωγής trader εμπορευμάτων Μαρκ Ριτς, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που θεωρείται «πατέρας» της spot αγοράς αργού πετρελαίου. Μετά το 1983, όταν ο Ριτς καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και για μια σειρά από ύποπτες συναλλαγές στο πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να μπει στη λίστα με τους 10 πιο καταζητούμενους του FBI, το Τσουγκ του πρόσφερε ένα ασφαλές όσο και πολυτελές κρησφύγετο.
Στην ίδια πόλη, εδρεύει μία ακόμα σημαντική δύναμη του πετρελαϊκού κλάδου, η Transocean. Αν και στα γραφεία της απασχολούνται μόλις 12 άτομα, προφανώς αρμόδια να χειρίζονται τα φορολογικά ζητήματα της εταιρείας, η Transocean κατάφερε να μειώσει το φορολογικό της συντελεστή από το 35% που ήταν στις ΗΠΑ, στο 16%.
Η περίπτωση της Transocean δεν είναι μοναδική.
Πολλές από τις εταιρείες που εδρεύουν στο Τσουγκ δεν έχουν εκεί τίποτε περισσότερο από μία ταχυδρομική θυρίδα. Που όμως αρκεί, για να γλιτώσουν αρκετά εκατομμύρια δολάρια σε φόρους. Ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα που απολαμβάνουν το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς του Τσουγκ συγκαταλέγονται οι Xstrata, Thomson Reuters, Siemens, Mars, Burger King Holdings και Adidas
Η επιτυχία του Τσουγκ έχει και παρενέργειες.
Πολλοί από τους κατοίκους της πόλης διαπίστωσαν με τα χρόνια, ότι το κόστος ζωής έγινε απαγορευτικά υψηλό για όσους δεν είναι εκατομμυριούχοι. Καθώς οι τιμές των ακινήτων είναι απλησίαστες, αρκετοί αναγκάζονται να εγκατασταθούν σε γειτονικές περιοχές και να ταξιδεύουν καθημερινά έως τα πολυτελή γραφεία κάποιας από τις πολλές πολυεθνικές της πόλης.
Όπως δήλωσε πρόσφατα στη Wall Street Journal κάτοικος του Τσουγκ, η πόλη μάλλον είναι αφιλόξενη για όσους δεν βγάζουν τουλάχιστον μισό εκατομμύριο ελβετικά φράγκα (περίπου 420.000 ευρώ) το χρόνο.
ΙΣΟΤΙΜΙΑ
ΠΗΓΗ: radar-gr