Η πολλαπλή πίεση προς τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και η ύφεση που διαρκώς βαθαίνει, προκαλούν αγωνία, σύγχυση, εντάσεις.
Η ελληνική κοινωνία, είναι πασίδηλο, περνά μεταιχμιακή φάση, με πολλή οδύνη για πολλούς, και άγνωστη κατάληξη για όλους. Είναι επίσης πασίδηλο ότι...
σε αυτό το μεταίχμιο διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται, είτε για να επιπλεύσουν είτε για να αποκτήσουν καλύτερες θέσεις στο νέο τοπίο που θα προκύψει, θέσεις νομής ισχύος και πλούτου.
Το φανερό διακύβευμα, σε πρώτη ανάγνωση, είναι υλικό: ποιοι θα ξεπέσουν οικονομικά - κοινωνικά, ποιοι θα διατηρήσουν το status τους, ποιοι θα ενισχυθούν. Στον πυρήνα του ανταγωνισμού, διαρκώς σιγοκαίνε φωτιές: η πάλη για ηγεμονία, αφενός· και μια αυξανόμενη ροπή προς διχασμό του κοινωνικού σώματος, αφετέρου, μια άτυπη σχάση, πολυμετωπική και πολυσθενής.
Το Μνημόνιο ήταν η αφορμή, ο πυροκροτητής. Από καιρό, από χρόνια, από τα χρόνια ήδη του «εκσυγχρονισμού», τέλη του 20ού, αρχές του 21ου αι., διαφαίνονταν οι πρώτες ραγισματιές στο ελλαδικό κοινωνικό σώμα.
Ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός σαν αίτημα πολύ σύντομα φάνηκε, ότι δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι καθολικός: δεν μπορούσε να αφορά όλο το κοινωνικό σώμα, ούτε καν το κήρυττε με ιδιαίτερη ζέση.
Η πρώτη ραγισματιά συνέβη με το στρίμωγμα του επενδυτή λαού στο κάγκελο του Χρηματιστηρίου – αλλά την είδαν πολύ λίγοι, διότι το Zeitgeist επέβαλε λατρεία των αγορών, λατρεία της κερδοσκοπίας και της σπατάλης, θαυμασμό της μίζας.
Η ιστορική του φιλοδοξία εξαντλήθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη – καταφεύγοντας σε μαγειρέματα του χρέους και των δημοσιονομικών στοιχείων από την Goldman Sachs, φευ!
Οταν δε το κράτος, ρυμουλκούμενο από προσωπικές φιλοδοξίες και διαπλεκόμενα συμφέροντα, ανέλαβε και τη διοργάνωση των πολυδάπανων Ολυμπιακών, εξατμίστηκε κάθε ίχνος της προωθητικής ικμάδας του εκσυγχρονισμού: εφεξής, το κράτος τροφοδοτούσε αμήχανο μια τελετή υπεραναπλήρωσης.
Η μέθη του συλλογικού φαντασιακού, κατά το αλησμόνητο καλοκαίρι 2004, έφερε τον ύπνο και την αδράνεια, έδειξε μεγεθυσμένες τις αδυναμίες και τα κενά. Aλλά η αδράνεια, η ευθυνοφοβία, η αναβλητικότητα, οι υπεκφυγές ξεχείλιζαν. Σχεδόν τρομακτικά. Τρία καλοκαίρια αργότερα, όταν οι πυρκαγιές κατέκαιγαν ανθρώπους και βεβαιότητες, εξεπέμφθη το πρώτο SOS: το πλοίο έπλεε ακυβέρνητο, διασπασμένο, χωρίς φρόνημα. Ο Δεκέμβρης ’08 επιβεβαίωσε και βάθυνε το ρήγμα. Τρομακτικά. Και πάλι η αδράνεια ενίκησε· οι υπεκφυγές επικράτησαν, κι ήταν τόσο ισχυρή η εθελοτυφλία, ώστε ακόμη κι όταν ενέσκηψε η κρίση, οι διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της εθνικής οικονομίας και των καταθέσεων υπερίσχυσαν της ανησυχίας, απέτρεψαν τη λήψη μέτρων...
Η κρίση διέλυσε τη φενάκη του ενός και ομοούσιου λαού των μη προνομιούχων, της δεκαετίας ’80, διέλυσε τις μονολιθικές βεβαιότητες με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, το ’90, διέλυσε τον ατομικιστικό και καταναλωτικό παραδαρμό του 2000.
Τη στιγμή της κρίσης, ο λαός αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ενιαίος και ομοούσιος, ότι υπάρχουν ισχυροί και ασθενείς, σύννομοι και άνομοι, ορθόφρονες και λαϊκιστές, ηθικοί και νόμιμοι, συντεχνίες και κλειστά σινάφια, κοπρίτες και υπεράριθμοι.
Οταν δεν το αντιλαμβάνεται, του το υπενθυμίζουν, του το διατυμπανίζουν, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο. Το νιώθει στο πετσί του, στην υλική του ταπείνωση, στην απομείωση της προσδοκίας, στον φόβο που τρώει τα σωθικά τα αμέριμνα, τα αδρανή.
Οι λαοί είναι πολλοί... Και νιώθουν ένοχοι όλοι. Δυσφορούν. Οργίζονται, μετακυλίουν την οργή, αλληλοϋποβλέπονται. Βαθιά μέσα τους, τα κέρματα λαού νιώθουν να φουσκώνει η ήττα αλλά και η επίνοια: για να μην αφανιστούν πρέπει να κινηθούν, να παλέψουν, να σκεφτούν τους εαυτούς τους εξαρχής, ριζοτομικά, να δράσουν.
Δεν είναι εύκολο: στο πεδίο ανταγωνίζονται πολλές ομάδες, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές είναι γυμνές: χωρίς ένυλο οπλισμό, αλλά κυρίως χωρίς ιδέες, χωρίς συνείδηση χώρου και εαυτού, χωρίς ηγέτες. Αυτές οι ομάδες, ασθενείς οι περισσότερες, συχνότατα έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά δεν το ξέρουν ή αδυνατούν να συναντηθούν. Αν μείνουν διάσπαρτες, θα ηττηθούν.
Αυτή την αδυναμία τους γνωρίζουν άλλες ομάδες ολιγάριθμες, οι οποίες κατέχουν υπέρτερα μέσα, και επιπλέον δρουν πιο συντονισμένα έναντι του κερματισμένου πλήθους, του «εχθρού λαού» που τείνει προς την οχλοκρατία. Εξ ου και η αναμέτρηση έχει μεταφερθεί, υπόγεια αλλά σταθερά, στο πεδίο της ψυχολογίας, των εντυπώσεων, της ηγεμονίας επί του φαντασιακού.
Η κυριάρχηση του ενός ή του άλλου πιθανότατα δεν θα προκύψει από μια τυπική σύγκρουση, αλλά στο πεδίο της πειθούς και της χειραγώγησης, με την επιβολή ενός επικρατούντος ρευστού δόγματος τάξεως και την εσωτερίκευση του φόβου.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr