2 Δεκ 2010

Άρθρο του αν.υπ.Εθνικής Άμυνας και βουλευτή Κορινθίας Πάνου Μπεγλίτη

Μπροστά στην κρίση....


Η κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου την επομένη των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009, ήταν βαθιά, πολύμορφη και   πολυδιάστατη.
Ήταν μια κρίση – λερναία ύδρα. Προσπαθώντας να λύσεις ένα πρόβλημα αναφυόταν ένα μεγαλύτερο.
Οι σημαντικότεροι δείκτες της....


ελληνικής οικονομίας βρέθηκαν στο ναδίρ.

Το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μειωνόταν (στο -2%). Το δημοσιονομικό έλλειμμα που υπολογιζόταν στο 6% του ΑΕΠ προεκλογικά, εκτινάχθηκε μετεκλογικά, στο 12,9% (για να καταλήξει τελικά στο 15,5% του ΑΕΠ το 2009, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία). Το δημόσιο χρέος από το 99,2% του ΑΕΠ το 2008 βρέθηκε στο 115% του ΑΕΠ ένα χρόνο αργότερα. Τέλος, και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναρριχήθηκε πάνω από το 11% του ΑΕΠ.
Η δραματική αυτή εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της χώρας μας, συνδυασμένη με την αναξιοπιστία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, και κυρίως αυτήν της προηγούμενης κυβέρνησης, πυροδότησαν μια εφιαλτική αντίδραση από την πλευρά των διεθνών οίκων αξιολόγησης, των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης και των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών.
Μέσα σε λίγους μήνες τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων άρχισαν μια ξέφρενη ανοδική κούρσα.
Η Ελλάδα εκ των πραγμάτων, όντας αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές, αναγκάστηκε να καταφύγει στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ, που οι Βρυξέλλες με ιδιαίτερη καθυστέρηση και εσωτερικές τριβές, δημιούργησαν.
Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης, ο οποίος προσέφυγε και στην αρωγή του ΔΝΤ, προσφέρθηκε να συνδράμει την ελληνική οικονομία με την προϋπόθεση της ανάληψης συγκεκριμένων δράσεων – δεσμεύσεων για τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2010 ήταν η χρονιά εκκίνησης των ρυθμίσεων που απέβλεπαν στην τιθάσευση των ελλειμμάτων, στη δημοσιονομική εξυγίανση, στην αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα.
Γενικότερα, οι πολιτικές που τέθηκαν σε εφαρμογή το τρέχον έτος, σε μεγάλο βαθμό, προωθούν ένα πνεύμα ορθολογικής διαχείρισης της δημόσιας οικονομικής δραστηριότητας. Την αναδιάταξη των εθνικών προτεραιοτήτων, στη λογική μιας γενικότερης αναδιοργάνωσης του δημόσιου τομέα, όπως και στην αντιστροφή της τάσης διόγκωσης των ελλειμμάτων.
Η διττή αυτή διαδικασία, της ανατροπής και της ανοικοδόμησης, αν και απόλυτα απαραίτητη, εντούτοις δεν αποτελεί παρά μια πλευρά της στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης. Τη σταθεροποίηση.
Τι γίνεται όμως με την άλλη πλευρά; Την αναπτυξιακή;

Το εθνικό αίτημα της ανάπτυξης…

Το ζήτημα αυτό, της αναπτυξιακής προοπτικής, αν και αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ολοκλήρωση μιας στρατηγικής εξόδου από την κρίση, δεν μπορεί να ξεκινήσει αυτόματα. Για να αποδειχθεί αποδοτική η αναπτυξιακή πολιτική, θα πρέπει να δρομολογηθεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως, μεταξύ των άλλων, είναι η επίτευξη σταθεροποιητικών τάσεων των μακροοικονομικών δεικτών, η ανασύνταξη των εθνικών δυνάμεων, η εκπόνηση βραχυπρόθεσμου – μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού, ο προσδιορισμός των απαιτούμενων  μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, οι εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας, κ.ά.
Απαιτείται δηλαδή κάποιος χρόνος σοβαρής προετοιμασίας, πριν την αναπτυξιακή αντεπίθεση. Για αυτό σήμερα, που οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει, η κυβέρνηση ρίχνει στη «μάχη της ανάπτυξης» τα νέα της «όπλα». 
Ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας  σήμερα, είναι η έλλειψη ρευστότητας. Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν, αφού οι χρηματοδοτικές στρόφιγγες στήριξης των δραστηριοτήτων τους, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι κλειστές. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ICAP, κρίση και έλλειψη ρευστότητας έχουν αυξήσει κατά 44% τις πτωχεύσεις και τις καθυστερήσεις πληρωμών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.
Συνεπώς, το συγκεκριμένο πρόβλημα καθίσταται ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Μέχρι σήμερα το θέμα της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων διευθετείτο από τις δράσεις του ΤΕΜΠΜΕ (Ταμείο Εγγυοδοσίας για τις Μικρές και τις Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις), που έδινε τις απαραίτητες εγγυήσεις, προκειμένου οι τράπεζες να παράσχουν δάνεια στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Στην περίοδο της κρίσης όμως που διανύουμε, η παρέμβαση του ΤΕΜΠΜΕ εμφανίζεται ως φθίνουσα και, υπό αυτήν την έννοια, ανεπαρκής. Αυτό καταδεικνύεται και από ορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία μέχρι τον περασμένο Αύγουστο μόλις 46 επιχειρήσεις έλαβαν δάνεια ύψους 1,4 εκατ. € περίπου για την κάλυψη φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων τους ενώ, από την άλλη πλευρά, 147 ήταν οι επιχειρήσεις που σύναψαν δάνεια 10,4 εκατ. € για την κάλυψη δαπανών αγοράς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Ας σημειωθεί ότι την ίδια τη στιγμή, ο προϋπολογισμός του ΤΕΜΠΜΕ για τα δύο αυτά προγράμματα, ξεπερνούσε τα 2 δις €.
Αντιμέτωπες με την ασφυκτική έλλειψη κεφαλαίων και τη διογκούμενη ανασφάλεια, οι τράπεζες πλέον εφαρμόζουν αυστηρά αξιολογικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να αποκλείεται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων από τη διαδικασία των δανειοδοτήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική κατάσταση έχει εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο, αφού το κλίμα ανασφάλειας που εξακολουθεί να ταλανίζει το χρηματοπιστωτικό τομέα, οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας.
Η κρίση λοιπόν έδειξε πως σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, απαιτείται μια άλλη προσέγγιση ως προς τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Χρειάζεται το νέο «ΤΕΜΠΜΕ – καταλύτης».
Αυτόν το νέο ρόλο φιλοδοξεί να διαδραματίσει το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ).
Πράγματι, η δημιουργία του ΕΤΕΑΝ αποσκοπεί στην εμβάθυνση, στην επέκταση και στην ανάπτυξη των δράσεων του ΤΕΜΠΜΕ.
Το ΕΤΕΑΝ αποσκοπεί να αποτελέσει ένα στρατηγικό εργαλείο ανάπτυξης.
Ουσιαστικά το συγκεκριμένο αναπτυξιακό ταμείο έρχεται να καλύψει τρία θεμελιώδη πεδία:
(α) Της χρηματοπιστωτικής ρευστότητας: Καταρχήν επιδιώκει να λειτουργήσει ως δεξαμενή ροής κεφαλαίων προς τις επιχειρήσεις δρώντας συμπληρωματικά προς το υφιστάμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα και προσφέροντας μια σειρά έξυπνων και κατάλληλων προϊόντων προσαρμοσμένων στις ανάγκες της ελληνικής αγοράς.  Υπολογίζεται ότι η αξιοποίηση ενός δις €, μπορεί, μέσω της μόχλευσης ανακυκλωμένων δανείων, εγγυήσεων, αντεγγυήσεων, συνεπενδύσεων και συμμετοχών, να ενεργοποιήσει 2,5 δις € κατά την επόμενη διετία, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες σε 25.000 επιχειρήσεις. Κατά την επόμενη πενταετία προβλέπεται ότι θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν 6 δις € από δημόσιους πόρους. Η αύξηση της ρευστότητας και η ευχερέστερη πρόσβαση σε διάφορες μορφές χρηματοδότησης θα συντελέσει στη μείωση του κόστους δανειοδότησης και, υπό αυτήν την έννοια, στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας, στη μείωση των τιμών, αλλά και στην ενεργοποίηση του πεδίου της «ζήτησης» και της «προσφοράς», προς όφελος της απασχόλησης. 
(β) Του αναπτυξιακού φορέα: Παράλληλα, το ΕΤΕΑΝ φιλοδοξεί να καταστεί φυτώριο ανάδειξης ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Η προοπτική υλοποίησης αυτού του στόχου δεν αποτελεί κάποιο επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αλλά μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική. Το ΕΤΕΑΝ δεν αποβλέπει στην επιδότηση φθηνού επιτοκίου, ούτε όμως στη χρηματοδότηση κάποιων οικονομικών δράσεων με γενικά και αόριστα κριτήρια, δημιουργώντας γενιές «εταιρειών – φαντασμάτων» ή επιχειρήσεων χωρίς μέλλον. Η χρηματοδοτική πολιτική του ΕΤΕΑΝ είναι απόλυτα και εποικοδομητικά στοχευμένη. Θα δώσει έμφαση στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και δη των νέων επιχειρηματιών, θα προάγει τις καινοτόμες επιχειρήσεις, θα αναζωογονήσει την εξωστρεφή δραστηριότητα, θα στηρίξει τη συνεργασία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, θα στηρίξει τις «πράσινες» επενδύσεις όπως είναι αυτές που προωθούν την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτήρια, την προστασία του περιβάλλοντος, την αστική ανάπτυξη, την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων.         
    (γ) Του επιτελικού οργάνου: Τέλος, το ΕΤΕΑΝ σχεδιάζεται με σκοπό να αποτελέσει επιτελικό μέσο ανάπτυξης, συγκεντρώνοντας τα διάφορα ταμεία χρηματοδότησης της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό εκτός από το ΤΕΜΠΜΕ, στο ΕΤΕΑΝ πρόκειται να ενταχθούν:
- το «Ταμείο Επιχειρηματικότητας» [460 εκατ. € από το ΕΣΠΑ],
- το «Ταμείο Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων [200 εκατ. € από το ΕΣΠΑ],
- το «Ταμείο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας» [130 εκατ. € από το ΕΣΠΑ],
- το «Ταμείο Αλιείας» (35 εκατ. € από το ΕΣΠΑ/ Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας].
Παράλληλα, στο νέο ταμείο αναμένεται να ενταχθούν και όλοι οι νέοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί που πρόκειται να δημιουργηθούν, όπως είναι το «Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας». Να σημειωθεί τέλος, ότι το ΕΤΕΑΝ θα ενισχυθεί στο μέλλον και με τους εναπομείναντες πόρους των προγραμμάτων JEREMIE και JESSICA.

Σύνοψη

Η σημερινή κρίση επιβάλλει μια συνολική αναδιοργάνωση των οικονομικών δομών και δράσεων. Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι οι σχεδιαζόμενες δομικές αναδιατάξεις δεν προκύπτουν απλώς ως «συνταγές» του Μνημονίου που θα πρέπει, απλώς να εφαρμοστούν απαρέγκλιτα, αλλά ότι οι αλλαγές αυτές προέρχονται και, κυρίως, επιβάλλονται από τον αναμορφωμένο και πολλαπλά απαιτητικό διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, και για να αξιοποιηθούν οι εθνικές δυνατότητες και οι κοινωνικές ικανότητες, θα πρέπει να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν νέα αναπτυξιακά «όπλα» και σύγχρονοι μηχανισμοί που, όχι απλώς θα μας βγάλουν από την υφιστάμενη κρίση αλλά, επιπλέον, θα συντελέσουν στην επιτάχυνση της επανένταξης της χώρας μας στις δομές του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, και μάλιστα σε μια θέση ανάλογη των δυνάμεων μας και της ιστορίας μας.
Σε αυτήν τη γενικότερη εθνική στρατηγική ανασύνταξης και ανάπτυξης εντάσσεται και η δημιουργία του ΕΤΕΑΝ.
Το ΕΤΕΑΝ προβάλλει ως φορέας μιας νέας χρηματοπιστωτικής και επιχειρηματικής κουλτούρας.
Είναι φανερό, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται καινοτόμες, ευέλικτες και κυρίως, δυναμικές πηγές χρηματοδότησης. Παράλληλα όμως, απαιτείται και μια σύγχρονη επιχειρηματική αντίληψη η οποία θα λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις και απαιτήσεις. Υπό αυτό το πλαίσιο, η επιχειρηματική δράση και ανάπτυξη θα πρέπει να συνδεθεί με τις επενδύσεις στην τεχνολογική καινοτομία, στην ανθρώπινη γνώση αλλά και στην εξωστρεφή δραστηριότητα.
Όπως μας έχουν δείξει κάποια οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα, με προεξέχον το σκανδιναβικό, η ανταγωνιστικότητα σήμερα μπορεί να κατακτηθεί μέσω της ανάδειξης μιας καινοτόμου οικονομίας. Μια τέτοια προοπτική ωστόσο, προϋποθέτει την εκπόνηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού, την κινητοποίηση των κοινωνικών εταίρων και των οικονομικών υποκειμένων, τη συνεχή αναβάθμιση της γνώσης, τη διαρκή ροή πληροφόρησης, την ορθολογική διαχείριση, λειτουργία και (τη «χειρουργική») παρέμβαση του κρατικού τομέα κ.ά.
Το ΕΤΕΑΝ, κατά συνέπεια, εμφανίζεται ως ένας αναπτυξιακός καταλύτης. Το στρατηγείο που εν μέσω της κρίσης επιδιώκει να οργανώσει ένα εποικοδομητικό επίπεδο σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, των πολιτικών επιλογών και των οικονομικών δυνατοτήτων με στόχο όχι μόνο την έξοδο από την κρίση αλλά μιας διαφορετικής, αναπτυξιακής προοπτικής για τη χώρα.
Ο σχεδιασμός του είναι καινοτόμος. Οι φιλοδοξίες του πρωτοπόρες.
Η δράση του, αναμένεται να αναζωογονήσει την ελληνική οικονομία.
Η επιτυχία του όμως θα εξαρτηθεί από την κινητικότητα, τη συμπεριφορά και, κυρίως, τη νοοτροπία όλων μας.