26 Οκτ 2010

Οι ταινίες που αγάπησα:"Η γλυκιά ζωή"



Η µεγαλειώδης, χορταστική και ανυπέρβλητη µαγεία του Φεντερίκο Φελίνι (1920-1993). Ενα λαµπρό, ποικιλόµορφο, λαχταριστό, οργιαστικό πλήθος από αρσενικούς και θηλυκούς κλόουν µε κοστούµια, γραβάτες και πανάκριβες τουαλέτες να καθοδεύουν παρασύροντας τα πάντα προς την παρακµή και το τέλος του αστικού δυτικού πολιτισµού. Μια προφητεία....
του 1960 που επαληθεύεται στις αρχές του 20ού αιώνα!

Ο ντοτόρε του Cinema Ιtaliana µόλις σαράντα. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (1924-1996), που κάθε θηλυκό µόλις τον έβλεπε έτρεχαν τα σάλια του, µόλις τριάντα έξι. Η κοµψή και µοιραία γαλλίδα Ανούκ Ειµέ µόλις είκοσι οκτώ. Και η Μiss Sweden Ανίτα Εκµπεργκ µόλις είκοσι εννέα. Τότε, πιτσιρίκια, µπαίναµε, τη βλέπαµε να λικνίζει την κορµάρα της µέσα στα νερά ενός αρχαίου ρωµαϊκού µνηµείου, τρελαινόµασταν, φεύγαµε και όταν στο σπίτι επιστρέφαµε, κατευθείαν στο κρεβάτι µας και ξέρετε τι κάναµε. Την επόµενη µέρα φτου από την αρχή. Ετσι ανακαλύψαµε τη Γυναίκα. Ετσι ανακαλύψαµε τον κινηµατογράφο. Ετσι ανακαλύψαµε τον µάγο.

Μεταξύ 1959 και 1960 όλα αλλάζουν στην Ευρώπη. Οι Γάλλοι µε τον Ζαν Λικ Γκοντάρ και τον Φρανσουά Τριφό. Οι Ιταλοί µε τον Φελίνι, τον Αντονιόνι και τον Βισκόντι (ο Παζολίνι λίγο πιο πέρα, αιρετικός). Εκεί ακριβώς την ίδια χρονιά, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (1912-2007) σκηνοθετεί το αριστούργηµά του «L’ Αvventura» (Η περιπέτεια) και καθαρίζει µ’ αυτό που λέµε σύγχρονο αστικό ερωτικό δράµα. Οτιδήποτε έγινε µετά, αναφορικά µε την αµφιθυµία, την αµφισηµία, την ταραχή και το πηγαινέλα που επικρατεί στις προσωπικές σχέσεις της εποχής µας, είναι τοποθετηµένο εκεί. Τα είπε όλα µονοκοπανιά. Η επιτοµή του Μodern Cinema. Ο Φελίνι και το «La dolce vita» ο αντίθετος πόλος Αντονιόνι και «Περιπέτειας». Ο Φελίνι µε το πλήθος. Ο Αντονιόνι µε δύο τρία πρόσωπα. Ο Φελίνι µε ολόκληρη τη Ρώµη. Ο Αντονιόνι µ’ ένα δωµάτιο, ένα σαλόνι και µερικά εξωτερικά. Ο Φελίνι µε τον θόρυβο. Ο Αντονιόνι µε τη σιωπή. Ο Φελίνι µε το χάος. Ο Αντονιόνι µε τη γεωµετρία.

Εξωτερικά, εκ διαµέτρου αντίθετοι, Στην πραγµατικότητα ο ένας συµπλήρωνε τον άλλο.

Και οι δύο µαζί, προάγγελοι της Western Decadence!

Ο Φελίνι λοιπόν, αφού προηγουµένως πήρε από το χέρι τον µνηµειώδη Ιταλικό Νεορεαλισµό και τον πήγε προς την Ποίηση και τον Ροµαντισµό, αποφασίζει ύστερα από µία εξαιρετική, πρώτη δεκαετία, να κάνει µια τοµή που άλλαξε για πάντα την αισθητική και τη µατιά του. Απόδειξη; Η (σχεδόν) νυχτόβια περιπλάνησή του στη Via Veneto της Ρώµης µε φλώρους, πουτάνες πολυτελείας (θηλυκές και αρσενικές), µαικήνες, χαβαλέδες, γλάστρες, αεριτζήδες, σαλονάτους νταβατζήδες και κοσµικούς δηµοσιογράφους. Μια περιπλάνηση που µοιάζει µε ατελείωτο τράβελινγκ, επικών διαστάσεων, τριών ωρών. Προσέξτε τη διαδροµή µε κεντρικό ήρωα έναν γοητευτικό δηµοσιογράφο µε το όνοµα Μαρτσέλο Ρουµπίνι (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι). Κάτι µεταξύ ζεν πρεµιέρ του σινεµά, επαγγελµατία εραστή και κολαούζου της Ηigh Society.

Που από τη µια παρατηρεί και ενίοτε σχολιάζει επικριτικά. Και από την άλλη και όποτε χρειαστεί συµµετέχει σε όλο αυτό το πολυτελές τουρλουµπούκι της γλυκιάς ζωής.

Πρώτα στο αυτοκίνητό του παρέα µε το κορίτσι του. Μα φυσικά amore mio. Μόνο εσύ. Υστερα να περιφέρεται, σαν ντεκόρ, σε ένα θηριώδες, εξωτερικό, κινηµατογραφικό σκηνικό, δείγµα σύγχρονου ρωµαϊκού χάρτινου µεγαλείου. Μετά να τρέχει κάθιδρος να συναντήσει και να γράψει στη φυλλάδα του για την έλευση µιας διάσηµης star (Ανίτα Εκµπεργκ) που καταφτάνει µετά του αµερικανού και αλκοολικού συγγραφέα συζύγου της, προκειµένου να πρωταγωνιστήσει σε µια αµερικανοϊταλική συµπαραγωγή της Cineccita. Κρίσιµο αυτό. Γιατί η έκρηξη και άνθιση του Ιταλικού Σινεµά εξασφαλίστηκε µε αµερικανικές χρηµατοδοτήσεις και µε πλήθος αµερικανών ηθοποιών και µάλιστα πρωτοκλασάτων σε πολλές παραγωγές της Τσινεσιτά. Αµέσως µετά να χάνεται µαζί της στα σκοτεινά σοκάκια της Ρώµης. Υστερα να πέφτει πάνω της για να κατακτήσει όλα αυτά που ποθούν πάνω της όλα τα αρσενικά. Υστερα από σπόντα φιλοξενούµενος σε µια θηριώδη βίλα κάποιου ζάµπλουτου τύπου όπου αφού προηγηθούν όλα αυτά που κατεβάζει η φαντασία σας, αλλά χωρίς ίχνος πορνογραφικής χυδαιότητας, να καταλήγει σε µια παραλία που έχει ξεβράσει, σαν σήµα κατατεθέν αυτής της οργιαστικής παρακµής, ένα τέρας από τη θάλασσα. Και στο φινάλε, εκεί καθώς όλη αυτή η µεγαλοαστική κουστωδία επιστρέφει να κοιµηθεί, έξι εφτά το πρωί, ένα µικρό κορίτσι από µακριά κάτι να λέει στον Μαρτσέλο αλλά εκείνος αν και θέλει, µα θέλει πολύ, δεν µπορεί να ακούσει από τον θόρυβο που κάνουν τα κύµατα όταν σκάνε στην παραλία. Το τέλος κάθε ίχνους αθωότητας, δηµιουργίας, πνοής και προκοπής. Ενα τόσο µεγαλοπρεπές και µαγικό «τετέλεσται» που όµοιό του δεν ξανάγινε ποτέ στην ιστορία του σινεµά!

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ on-line,ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ