21 Ιουν 2021

ΕΛΣΤΑΤ: Ανησυχητικά μηνύματα από τον εισαγόμενο πληθωρισμό


Θάνος Παναγόπουλος

Η καταγραφή θετικού προσήμου για πρώτη φορά τον Μάιο μετά από 14 μήνες αρνητικού ή έστω, σε δυο περιπτώσεις, μηδενικού ετήσιου πληθωρισμού (και τούτο παρότι ο ευθέως συγκρίσιμος με τα επίπεδα της Ευρωζώνης εναρμονισμένος τιμάριθμος εξακολουθούσε να παρουσιάζει τον...

Μάιο υποχώρηση κατά 1,2% σε ετήσια βάση) ανακοινώθηκε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., τις ίδιες ημέρες που έγινε και επισήμως γνωστή η αναζωπύρωση τον αμέσως προηγούμενο μήνα του εισαγόμενου πληθωρισμού.

Πρόκειται για την «κακή» εκδοχή εισαγόμενου πληθωρισμού και ειδικότερα για εκείνον που παρατηρείται στην αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και όχι για μια «καλή» εκδοχή, που τυχόν θα σχετιζόταν με την αύξηση της ζήτησης των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων από το εξωτερικό. Υπάγεται δηλαδή περισσότερο στον λεγόμενο «πληθωρισμό κόστους» παρά στον «πληθωρισμό ζήτησης».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τον Απρίλιο κατεγράφη σημαντική αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών σε ετήσια βάση έναντι του αντίστοιχου μήνα του περασμένου έτους, και μάλιστα μεγαλύτερη της αντίστοιχης μείωσης πέρυσι σε σχέση με το 2019. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών στη Βιομηχανία παρουσίασε τον Απρίλιο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη Απριλίου 2020, αύξηση 28,2% έναντι μείωσης 22,1% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών του έτους 2020 με το 2019.

Ταυτόχρονα, ο Γενικός Δείκτης σε σύγκριση με τον δείκτη Μαρτίου 2021 παρουσίασε αύξηση 1,7% έναντι μείωσης 1,2% που σημειώθηκε πέρυσι, ενώ ο μέσος Γενικός Δείκτης του δωδεκαμήνου Μαΐου 2020 - Απριλίου 2021, σε σύγκριση με τον περσινό μέσο Γενικό Δείκτη, παρουσίασε μείωση 4,0% έναντι μείωσης 1,6% κατά την αντίστοιχη σύγκριση των προηγούμενων δωδεκάμηνων.

Η αύξηση τον κατά 28,2%, σε σύγκριση με τον δείκτη του Απριλίου 2020, οφείλεται πρωτίστως στην αύξηση του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών από Χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 49,7% και δευτερευόντως στην αύξηση του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών από Χώρες Ευρωζώνης κατά 2,6%. Η δε μηνιαία αύξηση κατά 1,7%, σε σύγκριση δηλαδή με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαρτίου 2021, οφείλεται στην αύξηση του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών από Χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 2,5% και από Χώρες Ευρωζώνης κατά 0,2%.

Οι λόγοι για τους οποίους αναζωπυρώνεται ο εισαγόμενος πληθωρισμός είναι περισσότεροι του ενός. Ένας εξ αυτών είναι η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου. Τις τελευταίες ημέρες η τιμή του αμερικανικού αργού υπερέβη πρώτη φορά μετά από 2,5 χρόνια (και πιο συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του 2018) το όριο των 70 δολαρίων το βαρέλι με το brent να εκτινάσσεται στα 73 δολάρια ανά βαρέλι.

Ένας άλλος λόγος είναι η ανάκαμψη των οικονομιών, μετά την ύφεση που έφερε η πανδημία στην παγκόσμια οικονομία

Οι παρενέργειες είναι αρκετές. Αφενός περιορίζονται τα περιθώρια κερδοφορίας των επιχειρήσεων, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την οικονομία γενικότερα. Από τα φορολογικά έσοδα μέχρι την ανταγωνιστικότητα. Αφετέρου τα νοικοκυριά αναγκάζονται ξανά να δαπανούν ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για καύσιμα, σε μια περίοδο μάλιστα που ήδη έχουν δεχτεί πλήγμα λόγω της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή της.

Στις επιπτώσεις περιλαμβάνονται οι αυξήσεις στην ενέργεια και ειδικά στα υγρά καύσιμα, που έρχονται να προστεθούν στις ανατιμήσεις και άλλων πρώτων υλών που επιβαρύνουν και τον πρωτογενή τομέα (λιπάσματα) και τον δευτερογενή (όπως είναι λ.χ. το ακριβότερο σιδηρομετάλλευμα και ο χαλκό), αλλά και τον τριτογενή τομέα μέσω της αύξησης του κόστους μεταφοράς προϊόντων κυρίως διά θαλάσσης, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο ανατιμήσεων.

Σημειωτέον δε, ότι διεθνώς οι οικονομικοί αναλυτές υπενθυμίζουν, πως η τελευταία φορά που υπήρξε τόσο συνδυασμένη αύξηση σε ευρύ φάσμα τιμών πρώτων υλών ήταν μετά την ανάκαμψη της οικονομίας που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009.  Όλα αυτά βέβαια πλήττουν έντονα τους καταναλωτές, ιδιαίτερα σε χώρες που βασίζονται σε μεγάλες εισαγωγές προϊόντων, και κυρίως καυσίμων, για να καλυφθούν οι ανάγκες.

Στο μεταξύ οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εξετάζουν όλες αυτές τις εξελίξεις, προκειμένου να διαπιστώσουν, εάν και κατά πόσον οι αυξήσεις στο πετρέλαιο και την ενέργεια είναι συγκυριακές ή εάν αυτές δημιουργούν αναγκαίες συνθήκες για μια πιο σφιχτή (και πάντως στην κατεύθυνση της αντιπληθωριστικής) νομισματική πολιτική.  Ήδη η Fed έχει δώσει σήμα, ότι μπορεί να εξετάσει πιο αυστηρή νομισματική πολιτική.

Μοναδικό παρήγορο στοιχείο αποτελεί η εκτίμηση της ΕΚΤ, ότι το τρίμηνο euribor θα εξακολουθήσει να κινείται σε αρνητικά επίπεδα έως το 2023, αν και δεν είναι το ίδιο καθησυχαστική η εκτίμησή της, ότι η μέση απόδοση των ομολόγων της Ευρωζώνης θα αυξηθεί φέτος από το 0,2% στο 0,5% το 2022 και στο 0,7% το 2023.

Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας πρόβλεψης θα αποτελέσει εξέλιξη επιβαρυντική για το κόστος δανεισμού της χώρας μας, σε μια περίοδο που καλείται, να καλύψει τις δύο βαθμίδες πιστοληπτικής ικανότητας που τη χωρίζουν από την επιλεξιμότητα των ομολόγων της σε επενδυτική βαθμίδα, δυσχεραίνοντας έτσι τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.