18 Μαρ 2021

Εμείς, οι εορτασμοί, οι ήρωες, το τσαντάκι της Αρεόπολης και ο.. Ματρόζος! Της Τζένης Σουκαρά


 Να μου το θυμηθείς, πως αυτός ο εορτασμός για την συμπλήρωση των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση δεν θα μας βγει σε καλό! Είπα να μην το πω. Είπα να κρατηθώ να μην χαλάσω την  εορταστική  ατμόσφαιρα. Δεν μίλησα όταν ανακοινώθηκε η Γιάννα, διότι δεν είχα και τίποτα μαζί της για να λέμε και την..

αλήθεια. 

Μια γκλαμουράτη Ολυμπιάδα έκανε, ένιωσα υπερήφανη για ένα 10ημερο και κατόπιν η ζωή με οδήγησε να καθαρίζω σκάλες. Άτιμη ζωή που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους ρίχνεις στα τάρταρα! Έφταιξε η Γιάννα; Σε παρακαλώ! Δεν ήμασταν ορφανοί! Είχαμε πρωθυπουργούς, είχαμε υπουργούς! 

Αλλά για να λέω την αλήθεια, μόλις έκανε ο Κυριάκος την Γιάννα πρόεδρο της επιτροπής, σκέφτηκα, πως  το μεθύσι μας με το αθάνατο κρασί του ΄21 δεν θα μας βγει σε καλό!

Εν πάση περιπτώσει δεν μίλησα! Δεν μίλησα, ούτε όταν όλο αυτό το διάστημα όλοι υποδύονται τους ραγιάδες και όχι τους ατρόμητους Έλληνες. Τους ήρωες! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία του απολογισμού των εορτασμών. Και αν θες, είναι δική μας υπόθεση!

 Ώσπου μπήκε στο δρόμο μου το τσαντάκι φουστανέλα και το καταπληκτικό σεγκούνι της Αρεόπολης. Το τσαντάκι φουστανέλα, να θυμίσω, πως  έρχεται σε μια εποχή που ο λαός είναι καραντινιασμένος, κακοντυμένος, με μια φόρμα κοιμάται ξυπνά και πάει τον σκύλο βόλτα, έγκλειστος και σε παραλήρημα επετειακό.

Το αθάνατο 21 το είδα μέχρι και σε κάλτσες παιδικές. 

Τα μουστάκια μπαίνουν δυναμικά στη ζωή μας. Στην αρχή πίστευα, πως αυτό έγινε χάρη στον  Κωσταντή από τις Άγριες Μέλισσες αλλά όχι, είναι Πελοποννησιακό, είναι άγριο και δασύ. Είναι Κολοκοτρωναίϊκο!

Της μόδας λοιπόν όλοι οι αυτοδιοικητικοί μυστακοφόροι! Έχουν μπόνους από τη Γιάννα στην επετηρίδα . 

Το έθνος, θυμάται τον Κολοκοτρώνη και δακρύζει, μιλά για τον Καραϊσκάκη και τον πιάνουν αναφιλητά, καλούν το πνεύμα του Ανδρούτσου και νοσταλγούν το μουστάκι του Πανούτσου Νοταρά. Ο Πλαπούτας φοριέται και σε t shirt! Υπάρχει μια ευαισθησία γενικώς. 

Δεν σου συζητώ για τις γυναίκες...Εμπνέονται από την Γιάννα κι έχουν  αναστενάξει τα πατρόν με τα σχέδια των φουστανιών της Μαντούς Μαυρογένους. Αυτό το σεγκούνι της Αρεόπολης έκαψε καρδιές.

Μιλάς για το 1821 και εντυπωσιάζεις κάτω από τα πορτραίτα που έφτιαξε ο Περιφερειάρχης στο κτίριο της Εθνάρχου Μακαρίου. 

Θα μου πεις, τι εορταστικό έχει το πορτραίτο και κυρίως τι απήχηση μπορεί να έχουν αυτά τα πορτραίτα στο φρόνημα της κοινωνίας, αφού δεν τα βλέπει κανείς; 

Θα σου απαντήσω, πως έχει απήχηση στο φρόνιμα του Περιφερειάρχου, έχει απήχηση στον πρόεδρο του Περιφερειακού συμβουλίου που βλέπει το Νικηταρά και ταυτίζεται, ακόμα και στην πρόεδρο της επιτροπής για το 2021 την κ. Καλογεροπούλου, που μετά την παραίτηση της κ.Σπυριδάκου (που ως άλλη Μανιάτισσα δεν άφησε να καταπατηθεί  σπιθαμή από τον κατακτητή) αισθάνεται ως Μπουμπουλίνα, όπως είπε απέναντι στο έργο και το χρέος που της ανετέθη.

Τρομάζω με τους εορτασμούς ...Φοβάμαι ακόμα και τη νέα Μπουμπουλίνα αλλά και το πορτραίτο που εμπνέει τον Π. Νίκα. 

Φοβάμαι, επίσης, αυτούς που θα παραστήσουν τον Κανάρη, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Τους σύγχρονους Μιαούληδες φοβάμαι. Όλοι προτείνουν. Δήμαρχοι, σύλλογοι, φορείς, καλλιτέχνες... Τέτοια πολιτιστική άνοιξη ποτέ δεν συνάντησε η Ελλάδα. Τέτοια διαθεσιμότητα!

Και μετά ήλθαν τα εξώφυλλα και οι αναπαραστάσεις. Και η Γιάννα μεμιάς μου φάνηκε η πιο αυθεντική. 

Και είναι μόνο η αρχή. Τώρα κάνουμε ζέσταμα στον Καλαματιανό, πατριώτη μου έγκλειστε. 

Διότι έγκλειστοι θα είμαστε την ημέρα της παρελάσεως, να παρακολουθούμε τους υψηλούς προσκεκλημένους. 

Ελεύθεροι πολιορκημένοι θα απαγγέλουμε με νόημα Ματρόζο φρεσκάροντας την μνήμη μας για τα κατορθώματα αλλά και τα ελαττώματα της φυλής μας:


"Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,

μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,

σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,

περνούσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαύρα γηρατειά.

Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος

ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.


Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,

ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,

εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα

καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.

Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,

μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.


Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸ δαυλὸ τῆς ἱστορίας μόνοι,

χωρὶς γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μία λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ,

μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι ἀτίμητο γαλόνι,

ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπί.

Κι οἱ στολοκάφτες τῶν Σπετσῶν, τ᾿ ἀτρόμητα λιοντάρια,

μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια.


Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲ λέει κανένα,

μὰ καπετάνους σὰν ἰδεῖ μὲς στὰ βασιλικά,

ἐκείνους πού ῾χε ναῦτες του μὲ μάτια βουρκωμένα

στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά,

καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου, μοῦ ῾λεγε ἐκεῖ στὴν ἄμμο

πόσα καράβια ἐκάψανε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.


«Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,

στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,

«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,

μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.

Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,

πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα...


Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,

πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,

κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα

ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς

νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι

σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».


Πέντε ἕξι ἡμέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι

κι ἀκουμπιστὸς περίλυπος ἐπάνω στὸ ραβδί,

ὡς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφθασε, ἐγύριζε στὴν πλώρη

τὸ λατρευτό του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ δεῖ.

Καὶ σκύβοντας τὰ κύματα δακρύβρεχτος ἐρῶτα,

πῶς φεύγει τώρ᾿ ἀπ᾿ τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα.


«Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο

στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς

ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω

ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».

«Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,

νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».


Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι

καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ

καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει

μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:

«Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,

οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»


Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,

στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ

καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του

καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.

Κάτι ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη,

κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρο μαζὶ καὶ παραμύθι.


Τὸν κοίταξε τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια,

Ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὺς κρυμμένους στὴ φωλιά,

στὸν καπετάνο ἐφάνηκαν μὲ τὴν φωτιὰ τὴν ἴδια,

ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παλιά.

Κι ἕνας τὸν ἄλλο κοίταζε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,

ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.


«Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,

«γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».

«Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,

«τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».

Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,

τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.


«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,

ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,

«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου

ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.

Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;

Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»


Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια

ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.

Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια...

Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ...

Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα

κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα...


Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα

σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα

μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια

κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους... ἐπάνω στὸ μπουρλότο,

ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,

σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.


Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά... κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος

μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,

γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι

θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες... δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,

σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη

καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.


Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,

ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα

ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,

μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.

Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»

Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».


Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...

κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο

τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,

«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις

ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,

καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».


«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει

καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.

Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια

στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,

δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,

ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.-