Κύμα ανακούφισης φέρνει η απόρριψη του αιτήματος της αμερικανικής κυβέρνησης από το δικαστήριο του Old Bailey, που αρνήθηκε την έκδοση του δημοσιογράφου.
«Κερδίσαμε» φώναξαν αλληλέγγυοι έξω από την αίθουσα. Το απόγευμα συνέρχεται εκ νέου το δικαστήριο, για να αποφασίσει αν θα αφήσει ελεύθερο τον ιδρυτή του WikiLeaks.
Κατά του αιτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών για έκδοση του ιδρυτή του αποκαλυπτικού ιστοτόπου WikiLeaks, τάχθηκε το πρωί η αρμόδια δικαστής του Old Bailey, Βανέσα Μπαρέιτσερ.
Η ίδια έκρινε πως μια αντίθετη απόφαση θα επιβάρυνε την ψυχική υγεία του Τζούλιαν Ασάνζ και εκτίμησε πως ο 49χρονος Αυστραλός θα μπορούσε να αυτοκτονήσει εάν εκδιδόταν και δικαζόταν στις ΗΠΑ.
Εκεί θα αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης ως και 175 ετών, καθώς βαρύνεται με 18 κατηγορίες που περιλαμβάνουν δημοσίευση και παροχή πληροφοριών στους δημοσιογράφους, συνωμοσία και παραβίαση του νόμου για κατασκοπία.
Υποστηρικτές του δημοσιογράφου έξω από το δικαστήριο / Ap photoΗ ομάδα των συνηγόρων του Ασάνζ ανέφερε στα τελικά επιχειρήματα που υπέβαλε γραπτώς στην Μπαρέιτσερ ότι η δίωξη του εντολέα της έχει πολιτικά κίνητρα και κινήθηκε κατά τη διάρκεια μιας μοναδικής περιόδου στην ιστορία των ΗΠΑ, δηλαδή επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα εκτίμησαν ότι τυχόν έκδοσή του στις ΗΠΑ θα αποτελέσει απειλή για το έργο των δημοσιογράφων.
Η δικαστής απέρριψε σχεδόν όλα τα επιχειρήματα των συνηγόρων αλλά ζήτησε την απαλλαγή του λέγοντας το εξής: «Αντιμέτωπος με συνθήκες σχεδόν πλήρους απομόνωσης (…) εκτιμώ ότι οι διαδικασίες δεν θα εμποδίσουν τον Ασάνζ να βρει τρόπο να αυτοκτονήσει».
«Κερδίσαμε»
Η απόφαση φέρνει κύμα ανακούφισης τόσο για τον ίδιο τον δημοσιογράφο όσο και για το κίνημα αλληλεγγύης στο πρόσωπό του.
Η σημερινή ανακοίνωση έγινε δεκτή με μια έκρηξη χαράς από τους περίπου 30 συγκεντρωμένους έξω από το δικαστήριο, οι οποίοι άρχισαν να φωνάζουν και να αγκαλιάζονται. Με σηκωμένη τη γροθιά φώναξαν «Απελευθερώστε τον Τζούλιαν Ασάνζ» και «Κερδίσαμε!».
Το απόγευμα αναμένεται να συνεδριάσει εκ νέου το δικαστήριο για να αποφασίσει αν θα αφήσει ελεύθερο τον ιδρυτή του WikiLeaks. Ωστόσο, οι νομικές περιπέτειες δεν σταματούν εδώ, αφού η αμερικανική κυβέρνηση γνωστοποίησε ότι θα ασκήσει έφεση, όπως άλλωστε αναμενόταν.
«Αυτός είναι ένας αγώνας που επηρεάζει το δικαίωμα κάθε ατόμου να γνωρίζει και να αγωνίζεται συλλογικά» δήλωσε νωρίτερα ο εκπρόσωπος Τύπου του Wikileaks, Κρίστιν Χράφνσον. Ο ίδιος έκανε λόγο για μεγάλης κλίμακας επίθεση ενάντια στην ελευθερίας του λόγου, αναφερόμενος στο γεγονός ότι η ιστορική πλέον υπόθεση αυτή βρίσκεται στα δικαστήρια, και μάλιστα επί μακρόν.
Σημειώνεται ότι η στάση του νεοεκλεγέντα προέδρου των ΗΠΑ απέναντι στον Ασάνζ παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Οι αμερικανικές διώξεις εναντίον του ιδρυτή του WikiLeaks κινήθηκαν υπό την προεδρία Τραμπ. Ο προκάτοχός του Μπαράκ Ομπάμα, αντιπρόεδρος του οποίου ήταν ο Μπάιντεν, είχε αποφύγει να πράξει κάτι τέτοιο. Όμως πριν δέκα χρόνια ο Τζο Μπάιντεν είχε συγκρίνει τον Ασάνζ με «ένα high tech τρομοκράτη».
Tην ελπίδα πως η νέα απόφαση θα σημαίνει το τέλος της οδύσσειας του 49χρονου, που ξεκίνησε το 2010 όταν δημοσίευσε περίπου 250.000 διπλωματικά τηλεγραφήματα και 500.000 απόρρητα έγγραφα για τη δράση του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, εξέφρασε ο Εντουαρντ Σνόουντεν με το παραπάνω μήνυμα στο Twitter.
Ο πληροφοριοδότης δημοσίου συμφέροντος και πρώην συνεργάτης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA) έχει δικαιωθεί από το ομοσπονδιακό εφετείο των ΗΠΑ, που έκρινε παράνομη τη μαζική ηλεκτρονική παρακολούθηση εκατομμυρίων Αμερικανών, ωστόσο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για κατασκοπία στην πατρίδα του.