Κώστας Καναβούρης
Πρόσφυγες δεν είναι μόνο όσοι έρχονται διωγμένοι από τον τόπο τους.
Πρόσφυγες είναι κι οι διωγμένοι από τη ζωή τους. Από το κορμί τους. Από το παρελθόν κι από το μέλλον τους. Και βλέπουν απέξω...
τα φωτισμένα παράθυρα μιας εξουσίας που γλεντάει και πίνει εις υγείαν των αγριοτήτων της. Γι’ αυτούς τους μυριάδες ανθρώπους το σήμερα της Πρωτοχρονιάς είναι μια μέρα που δεν ήρθε. Το σήμερα είναι μια μέρα, που περιπλανιέται παραζαλισμένη ανάμεσα στο χθες και το αύριο. Το πιο πιθανό: μοιάζει, ότι δεν πρόκειται να έρθει ποτέ και ότι θα περάσουμε κατευθείαν από το χθες στο αύριο. Έτσι. Με τα καμένα δέντρα και τα καμένα παιδιά μιας μέρας αποδιωγμένης από το σήμερα.Μετανάστες από το χθες στο αύριο. Διωγμένοι για πάντα από το σήμερα των σπιτιών, από τη σημερινή λαλιά. Αποσβολωμένοι από τη φρυκτωρία μιας γης, που κανένα καράβι δεν το οδήγησε σε κάποιο λιμάνι, παρά μονάχα στον χέρσο θάνατο. Διωγμένοι σ’ ένα αύριο όπου η γη καπνίζει λες και το σήμερα δεν υπήρξε ποτέ! Αλήθεια είναι. Το σήμερα δεν υπήρξε ποτέ. Το «εδώ» δεν υπήρξε ποτέ. Αυτός ο τόπος έφυγε και έγινε ο ου τόπος. Ένας εφιάλτης της ουτοπίας. Και έγινε Ούτις ο καθένας απ’ αυτούς, ένας Οδυσσέας λυμφατικός και παρίας.
Τυφλή μέρα. Δεν υπάρχει πουθενά. Σε κανέναν χάρτη. Σε κανένα κτηματολόγιο του χρόνου. Χαμένο σήμερα. Δεν υπάρχει. Δεν θα υπάρξει ποτέ. Για όλους τους εξόριστους. Αλλά αυτό δεν είναι κοινοκτημοσύνη. Είναι απλώς η κοινότητα της ακτημοσύνης των ακτημόνων. Ο χρόνος παραμένει κτήμα των ολίγων. Ο απάτητος χρόνος για τους πολλούς. Εκείνους που συνωστίζονται μπροστά στις πύλες διανομής του καιρού, που δεν θα γίνει ποτέ χρόνος. Και οι μέρες θα παρακρατούνται ως κεφαλικός φόρος ενός φριχτά δανεισμένου καιρού. Μια διάπλατα κλειστή πραγματικότητα. Όλα τα επιδέχεται αυτή η πραγματικότητα της άγριας υπαρξιακής ματαιότητας, αφού το σήμερα δεν υπάρχει. Κάηκε χθες.
Σ’ αυτό το χθες που κρατάει χρόνια και χρόνια, σαν αιώνες, κάηκε το σήμερα. Με χιλιάδες εστίες φωτιάς που άναψαν ταυτόχρονα μέσα στα χρόνια. Χιλιάδες εστίες - χρόνια, μέσα σε σκοτεινά γραφεία, σε σκοτεινές ψυχές, με χείλη ακονισμένα σαν ξυράφι, με ψηφοδέλτια ακόμα πιο ακονισμένα, εναντίον των αδύναμων. Χιλιάδες εστίες πυρκαγιάς μέσα σε προθάλαμους πολιτικής επαιτείας, χιλιάδες ταυτόχρονες πυρκαγιές που κατέκαψαν αυτό το σήμερα που δεν υπάρχει. Αυτή τη μέρα που δεν ήρθε ποτέ γιατί κάηκε από χιλιάδες εμπρηστικές υπογραφές, από χιλιάδες εμπρηστικούς αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών και τραπεζικών νόμων.
Γιατί το σήμερα, αυτή η μέρα που δεν ήρθε ποτέ, είναι μια μέρα κλεμμένη. Μια τεράστια περιουσία που κάποιοι την άρπαξαν. Είναι η περιουσία από τα κέρδη ζωής χιλιάδων ημερών. Το κλεμμένο κέρδος από χιλιάδες χρόνια βιωμένου χρόνου χιλιάδων ανθρώπων μέσα σε μια μέρα. Αδιανέμητου χρόνου. Γιατί, πριν προλάβει να διανεμηθεί, τον άρπαξαν. Και η μέρα η σημερινή δεν ήρθε ποτέ.
Αυτή η μέρα που είναι χιλιάδες μέρες. Πακτωλός «χρήματος ανθρώπων» που μετατράπηκε σε χρυσίον χαλασμένων ψυχών. Ψυχών που κρώζουν και ήδη εμπορεύονται τις επόμενες κλεμμένες στιγμές, τις εκατομμύρια κλεμμένες στιγμές μιας ζωής που θα σωριάζεται αθορύβως μέσα στους αφανείς θανάτους της καθ’ όλου εξουσίας. Εκεί «κάτω από τον τάπητα των πολυκατοικιών» όπου κρύβονται οι αισχροί φόβοι της μέρας που δεν ήρθε ποτέ, αλλά που ο τάπητας των πολυκατοικιών της είναι φτιαγμένος από ύλη δάσους αληθινού.
Αυτή η ύλη κάποτε θα αναφλεγεί. Γιατί αυτή είναι η φυσική ανανέωση του καιρού, που καίγεται ανανεώνοντας τον χρόνο. Η απόλυτη Τράπεζα της κοινοκτημοσύνης. Αλλιώς δεν γίνεται. Κι άσε να λένε τα θηρία της χρυσοβόρου θρηνωδίας, που λέγεται καθεστώς. Εκεί, στο καθεστώς, δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί ζωή. Εκεί έχει ανακαλυφθεί μονάχα θάνατος. Μέρες που δεν θα έρθουνε ποτέ.
Ώστε μέρες πολλές εύχομαι. Γιατί, όπως λέει ο μεγάλος Χικμέτ, «τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα».