Ο θρυλικός «Παπανικολής» του Ιατρίδη δεν ήταν άλλο ένα υποβρύχιο του Β’ Παγκοσμίου που επιχειρούσε στις αιματοβαμμένες θάλασσες σε σχηματισμό.Ήταν ένας μοναχικός λύκος, ένας αδέσποτος σκοπευτής της..
Αδριατικής, που έσπερνε πανικό και όλεθρο στις ιταλικές νηοπομπές και τα σούρτα φέρτα του Άξονα. Σωστότερα, ήταν ένα φάντασμα που πλανιόταν πάνω από τους Ιταλούς, την ίδια ώρα που αποδείκνυε περίτρανα τη ναυτοσύνη του ελληνικού έθνους και τη μαχητικότητα του πνεύματός του. Θρύλοι πια της Μεσογείου, τόσο το σκάφος όσο και ο κυβερνήτης του, Ιατρίδης και «Παπανικολής» απέδειξαν εμπράκτως ότι οι Έλληνες μπορούσαν να αποκρούσουν τους παντοδύναμους Ιταλούς, τροφοδοτώντας με δύναμη και ελπίδα το αμυνόμενο γένος.Αγωνιστής φοβερός και άνθρωπος ατρόμητος, ο Ιατρίδης ανέλαβε τα ηνία του μυθικού πια υποβρυχίου στις 10 Φεβρουαρίου 1939, όταν προβιβάστηκε σε πλωτάρχη και ήταν έτοιμος να γράψει μια από τις χρυσές σελίδες της εποποιίας του 1940.
Ο κυβερνήτης του «Υ/Β Παπανικολής» θα είχε σύντομα στις πλάτες του την εντονότερη και μεθοδικότερη ναυτική δράση στον αγώνα κατά του Άξονα. Ως το πρώτο υποβρύχιο που απέπλευσε την 28η Οκτωβρίου 1940, στις 16:00 το απογευματάκι, έγραψε τις πρώτες επιτυχίες στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο και έδωσε τα πρώτα πλατιά χαμόγελα στον ανήσυχο λαό.
Ο ιταλικός στόλος δεν φάνταζε αήττητος και η κυριαρχία του μπορούσε κάλλιστα να αμφισβητηθεί από τις ελληνικές δυνάμεις και είχαμε πια τον Ιατρίδη να το αποδεικνύει αυτό βυθίζοντας ό,τι βρισκόταν στο διάβα του, εκεί στις κύριες γραμμές του ιταλικού ανεφοδιασμού στην Αδριατική.
Ο μεγάλος αυτός άντρας του Πολεμικού μας Ναυτικού άνοιξε την πόρτα της Ιστορίας όταν του τη χτύπησε η ανάγκη και προέταξε το συμφέρον της πατρίδας δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε για τη γαλανόλευκη σημαία. Τα πλήγματά του στον ιταλικό στόλο, πέρα από την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική τους σημασία, ενείχαν μεγάλο συμβολικό ρόλο για την πολεμική προσπάθεια του έθνους, που νίκησε τελικά τους Ιταλούς σε πείσμα των προγνωστικών.
Ποιος να ξεχάσει εκείνα τα Χριστούγεννα του 1940 όταν επιτέθηκε μόνος σε μεγάλη ιταλική νηοπομπή στην Αδριατική και βύθισε στα Στενά του Οτράντο δύο οπλιταγωγά που μετέφεραν πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας για να ενισχυθούν οι ιταλικές δυνάμεις που πολεμούσαν στα βουνά; Πώς να μην προβιβαστεί άμεσα σε αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και να μην του απονεμηθεί το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας;
Ο Ιατρίδης εκτέλεσε πλήθος πολεμικών περιπολιών και αποστολών και βύθισε εμπορικά και πολεμικά, αν και αυτό που βύθισε εντέλει ήταν το ίδιο το ιταλικό ηθικό. Ακούραστος και θεριό ανήμερο, μετατράπηκε σε πρωταγωνιστή του αγώνα της θάλασσας και χάρισε ένδοξες στιγμές τόσο στον ελληνικό λαό, τη στιγμή που τις χρειαζόταν περισσότερο, όσο και στις κατοπινές γενιές…
Πρώτα χρόνια
Ο Μίλτων (Μιλτιάδης) Ιατρίδης γεννιέται το 1906 στο Σοφικό Κορινθίας. Ο πατέρας του, Πυργιώτης στην καταγωγή, ήταν επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης. Ο μικρός Μιλτιάδης ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του το 1921 και μπήκε αμέσως στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Από κει αποφοίτησε στις 26 Ιανουαρίου 1926 ως σημαιοφόρος, όταν και θα ξεκινούσε η μακρά εμπλοκή του με τα υποβρύχια.
Γιατί στα υποβρύχια υπηρετούσε ο Ιατρίδης για τα επόμενα 13 χρόνια, μέχρι και τις 10 Φεβρουαρίου 1939 δηλαδή, όταν προβιβάστηκε στον βαθμό του πλωτάρχη και ανέλαβε κυβερνήτης του «Υ/Β Παπανικολής» («Υ-2»). Η μοιραία συνάντηση είχε γίνει και το σκηνικό είχε στηθεί για μια από τις πλέον ιδιαίτερες και μοναχικές πορείες προς τη δόξα των αθανάτων…
Ο Ιατρίδης και ο «Παπανικολής» του
Η σύνθεση του μικρού ελληνικού στόλου το 1940, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πανίσχυρο και τεχνολογικά εξελιγμένο ιταλικό Πολεμικό Ναυτικό, περιλάμβανε στις τάξεις της και έξι υποβρύχια γαλλικής κατασκευής, τέσσερα μεγαλύτερα ηλικίας 13 ετών («Πρωτεύς», «Γλαύκος», «Τρίτων» και «Νηρεύς») και δύο μικρότερα 14 ετών («Κατσώνης» και «Παπανικολής»).
Όσο για τον στόλο μας που πήρε μέρος στην αποσόβηση της εθνικής απειλής εκείνον τον μοιραίο Οκτώβρη του 1940, αριθμούσε 6.500 άντρες και περί τα 34 μάχιμα πλοία. Ο «Παπανικολής» ήταν παλιός ακόμα και για τα πρότυπα της εποχής. Είχε παραγγελθεί στα γαλλικά ναυπηγεία της Νάντης το 1925 και αποπερατώθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1927, πλάι στο αδελφάκι του «Κατσώνης».
Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο υποβρύχιο στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, σε μια σεμνή τελετή στη γαλλική Τουλώνη, και μαζί με τον «Κατσώνη» ο «Παπανικολής» αποτέλεσε τον πρώτο υποβρύχιο στολίσκο της Ελλάδας. Οι κωδικοί τους ήταν «Υ-2» για τον «Παπανικολή» και «Υ-1» για τον «Κατσώνη».
Μέχρι τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο, ο «Παπανικολής» είχε πια παλιώσει και παρουσίαζε επιπλέον και πάμπολλα μηχανικά προβλήματα. Ό,τι του έλειπε όμως σε τεχνολογία και μηχανικό σφρίγος, το αναπλήρωναν και με το παραπάνω ο κυβερνήτης και οι 30 άντρες του πληρώματός του, έμπειροι όλοι στον υποβρυχιακό πόλεμο και ναυτικοί με τα όλα τους. Η αντρειοσύνη και η καπατσοσύνη των αντρών του θα αντιστάθμιζαν όλες τις λειτουργικές και κατασκευαστικές αναποδιές και θα έγραφαν ένα μεγάλο κεφάλαιο στις μάχες του νερού. Το υποβρύχιο απέπλευσε από τη Βάση Υποβρυχίων την 28η Οκτωβρίου 1940, στις 4:00 μ.μ., βάζοντας πλώρη για την Ιστορία.
Κατά τον πόλεμο του 1940, το υποβρύχιο πραγματοποίησε τέσσερις πολεμικές αποστολές έχοντας ως ορμητήριο τον όρμο Σελόντα, που θα μετέτρεπε σε θανάσιμο λημέρι ο Ιατρίδης. Στο μικρό ελληνικό φιόρδ κρυβόταν το ενδοξότερο ελληνικό υποβρύχιο του Β’ Παγκοσμίου που είχε το όνομα του ψαριανού πυρπολητή του 1821, εκτελώντας περιπολίες στο Αιγαίο και την Αδριατική.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ιατρίδη θα έρθει στη δεύτερη περιπολία του στην Αδριατική. Είμαστε στις 22 Δεκεμβρίου 1940 όταν ο θαρραλέος θαλασσόλυκος επιτηρεί τις ιταλοκρατούμενες αλβανικές ακτές και συλλαμβάνει ιταλικό ιστιοφόρο. Πάνω στο πλοίο θα ξετρυπώσει απόρρητα έγγραφα του ιταλικού Ναυτικού που φανέρωναν ότι στο λιμάνι του Αυλώνα στην Αλβανία (τον βασικό σταθμό ανεφοδιασμού των ιταλικών δυνάμεων που επιχειρούσαν στο μέτωπο) θα κατέφτανε εντός ολίγων ημερών μεγάλη εχθρική νηοπομπή.
Ο Ιατρίδης στήνει καρτέρι θανάτου γύρω από το λιμάνι και περιμένει υπομονετικά τα ιταλικά πολεμικά που θα ανεφοδίαζαν τον στρατό. Δύο μέρες μετά, στις 24 Δεκεμβρίου, η νηοπομπή εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ήταν η στιγμή που περίμενε το ελληνικό πλήρωμα.
Ο «Παπανικολής» εκτόξευσε δύο τορπίλες και βύθισε το μεταγωγικό πλοίο «Φιρέντσε» στα Στενά του Οτράντο. Μετά βάζει στο στόχαστρο το οπλιταγωγό «Αντουανέτα», το οποίο στέλνει επίσης στον βυθό. Τα πολεμικά που συνόδευαν τα δύο σκάφη τον παίρνουν στο κατόπι, καταδιώκοντάς τον ανηλεώς. Μέσα στον πανικό, ο Ιατρίδης κατάφερε να καταστρέψει 25.000 τόνους όπλων και πολεμοφοδίων, που θα ενίσχυαν τις ιταλικές δυνάμεις στο μέτωπο!
Η επιτυχία του υποβρυχίου ήταν μια εξαιρετικά στρατηγική νίκη για τους Έλληνες, αν και για τους ναύτες θα σήμαινε μουγκά Χριστούγεννα! Όπως είπαμε, οι Ιταλοί πήραν στο κυνήγι τον «Παπανικολή» και εκτόξευσαν δεκάδες βόμβες θέλοντας να τον βυθίσουν. Συγκεκριμένα, έριξαν 85 βόμβες βυθού, αν και αστόχησαν σε όλες.
Ήταν όμως 24 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων του 1940, και οι άντρες του Ιατρίδη έπρεπε να κάνουν απόλυτη ησυχία. Έτσι πέρασαν την παραμονή και την ημέρα των Χριστουγέννων, σιωπηλοί στον βυθό της θάλασσας και κυνηγημένοι από το ιταλικό Ναυτικό. Ένας από τους ναύτες του Ιατρίδη, ο Νικόλαος Τασιάκος, διηγήθηκε αργότερα ότι ανήμερα των Χριστουγέννων οι άντρες έγνεφαν τα «χρόνια πολλά» μιας και κανείς δεν έπρεπε να βγάλει μιλιά. Το υποβρύχιο παρέμενε στον βυθό των κροατικών ακτών και η οικονομία στο οξυγόνο ήταν επιβεβλημένη. Ήταν τα «σιωπηλά Χριστούγεννα» του «Παπανικολή»...
Για το σπουδαίο κατόρθωμά του, ο κυβερνήτης Ιατρίδης προβιβάστηκε άμεσα σε αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και του απονεμήθηκε το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας στις 30 Δεκεμβρίου 1940. Όταν επέστρεψαν με το πλήρωμά του στη βάση, έγινε κακός χαμός! Μέλος του πληρώματος του τρομερού αυτού υποβρυχίου το διηγήθηκε κάπως έτσι: «Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του Ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη στους ώμους και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος!».
Στην τρίτη περιπολία του, τα μεσάνυχτα της 29ης Ιανουαρίου 1941, εντόπισε ένα φορτηγό πλοίο πλέοντας στην επιφάνεια της θάλασσας. Το βύθισε με μια τορπίλη, καταδιώχθηκε από τρία αντιτορπιλικά και διέφυγε για άλλη μια φορά. Ο Ιατρίδης εκτέλεσε πολλές ακόμη πολεμικές περιπολίες και αντιμετώπισε όπως ήταν φυσικό πλήθος κινδύνων.
Μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας μας, δεν κατέθεσε φυσικά τα όπλα, αλλά κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τη μάχη στις διαταγές της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ιατρίδης αντικαταστάθηκε από τον υποπλοίαρχο Ρουσσέν στα ηνία του «Παπανικολή» κατά τη δεύτερη αυτή φάση του πολέμου και το υποβρύχιο έμελλε να ζήσει νέες δόξες και με τον νέο κυβερνήτη του.
Ο «Παπανικολής» θα πραγματοποιήσει στη Μέση Ανατολή δέκα ακόμη πολεμικές περιπολίες. Μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα και παροπλίστηκε το 1945. Ο ιστορικός πυργίσκος του εκτέθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και τοποθετήθηκε μετά έξω από το Ναυτικό Μουσείο στον Πειραιά.
Ο Ιατρίδης ερχόταν κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Κατοχής στον όρμο Σελόντα για να παραλάβει σαμποτέρ και κατασκόπους των Συμμάχων, τους οποίους μετέφερε στην Κρήτη και τη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τις δολιοφθορές τους στον εχθρό. Επίσης, στα τέλη Δεκεμβρίου του 1941, στάλθηκε στην Αγγλία ως κυβερνήτης για να παραλάβει το αντιτορπιλικό «Μιαούλης»…
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ο θρύλος των θαλασσών και εφιάλτης των Ιταλών τοποθετήθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και αργότερα σε άλλες στεριανές υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού. Ο ίδιος πρωτοστάτησε και επίβλεψε τις επισκευές του ιταλικού καταδρομικού «Ευγένιος της Σαβοΐας» το 1950-1951, το οποίο παραδόθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των πολεμικών αποζημιώσεων για τον τορπιλισμό της «Έλλης» και μετονομάστηκε τελικά σε «Έλλη». Η νέα «Έλλη» ύψωσε τη γαλανόλευκη τον Ιούνιο του 1951 και έγινε η έδρα του αρχηγού στόλου (παροπλίστηκε το 1965).
Ο Ιατρίδης διετέλεσε διοικητής Αρχιπελάγους (1944-1945), διοικητής Στολίσκου Βορείου Αιγαίου (1947) και διοικητής της Ναυτικής Ακαδημίας (1948). Αποστρατεύτηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1952 ως πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού. Στην προσωπική του ζωή, ήταν παντρεμένος με τη Λέλα Ιατρίδη και είχε μια κόρη, την οποία ονόμασε χαρακτηριστικά Αδριατική, από τη θάλασσα δηλαδή που τόσο είχε τρομοκρατήσει ο πλωτάρχης μπαμπάς!
Η μοίρα έμελλε ωστόσο να δείξει το σκληρό της πρόσωπο στον πλοίαρχο, ο οποίος σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας στις 18 Φεβρουαρίου 1960, όντας μόλις 54 ετών. Ο άνθρωπος που έγραψε μια από τις πιο ηρωικές σελίδες στην ιστορία του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου του 1940 δεν ήταν πια στη ζωή, ο άθλος του έμελλε όμως να μακροημερεύσει.
Η πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε πλατεία του Πύργου Ηλείας, όπου υπάρχει και η προτομή του. Ανδριάντας του στήθηκε και στη γενέτειρά του, το Σοφικό Κορινθίας, στο προαύλιο του Ναού της Αγίας Τριάδος, αλλά και στο Κατάκολο Ηλείας και την Κόρινθο…