8 Σεπ 2020

Το «παζάρι» Μέρκελ - Ερντογάν και η συνεκμετάλλευση


Της Μαρίνας Αλεξανδρή

H δημόσια ρητορική της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά δεν συνάδει ούτε με τις πραγματικές της προθέσεις, ούτε με την θέση..


που έχει ήδη πάρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις, εν εξελίξει, παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. 
Κι αυτή η θέση είναι ένα καθαρό «ναι» σε διάλογο με την Τουρκία υπό δύο μόνον προϋποθέσεις: Την απόσυρση του Oruc Reis από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, και πολύ περισσότερο από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, και την τήρηση μορατόριουμ ενός μήνα στο Αιγαίο πριν οι δύο πλευρές καθίσουν στο τραπέζι των συζητήσεων.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή η θέση δεν περνάει εύκολα στο εθνικοπατριωτικό ακροατήριο της ΝΔ. Και προς χάριν αυτού του ακροατηρίου οι κρίσιμες εξελίξεις στο εθνικό μέτωπο καλύπτονται από την σύγχυση και την διγλωσσία – είτε πρόκειται για τις διακηρύξεις Βορίδη ότι το Οruc Reis πλέει απλώς σε… διεθνή ύδατα την ώρα που η Αθήνα ζητά (θεωρητικά τουλάχιστον) διεθνή καταδίκη και κυρώσεις κατά της Τουρκίας, είτε πρόκειται για τις διαρροές των επικών σχεδίων Χρυσοχοΐδη για το «απόρθητο» του Έβρου την ώρα που γίνονται «τεχνικές συνομιλίες» Ελλάδας και Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιθυμεί και επιδιώκει πάσει δυνάμει τον διάλογο με τον Ταγίπ Ερντογάν, αφενός διότι έχει αναλάβει προσωπικές δεσμεύσεις έναντι του διεθνούς παράγοντα (Βερολίνου και Ουάσιγκτον) για προσέγγιση με την Τουρκία και αφετέρου διότι, κατόπιν της παραλυτικής αδράνειας ενός χρόνου στην εξωτερική πολιτική, αυτή δείχνει πλέον να είναι και η μόνη δίοδος απεμπλοκής στο επικίνδυνο ναρκοπέδιο της ανατολικής Μεσογείου. Για να συμβεί αυτό όμως, το «κλειδί» βρίσκεται πια αποκλειστικά στην διαμεσολάβηση Μέρκελ και στο εάν, με ποιους όρους, και πόσο σύντομα μπορεί αυτή να τελεσφορήσει.

Σύμφωνα με πληροφορίες από ευρωπαϊκές πηγές, το πρώτο θολό σημείο σ’ αυτή την διαμεσολάβηση είναι η ατζέντα των ενδεχόμενων συνομιλιών Ελλάδας - Τουρκίας. Το αφήγημα της κυβέρνησης στο εσωτερικό ακροατήριο λέει πως η Αθήνα θέτει ως προϋπόθεση μια κλειστή ατζέντα διαλόγου που θα αφορά την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ και, κατ΄επέκταση, τα δικαιώματα αλιείας. 
Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι η θέση αυτή τίθεται κατηγορηματικά και αμετάκλητα στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο. Όπως δεν είναι καθόλου βέβαιο και το ότι η Άνγκελα Μέρκελ έχει σταματήσει να πιέζει για διευρυμένη ατζέντα συνομιλιών όπως ζητά ο Ερντογάν.
Το δεύτερο θολό σημείο είναι η έννοια και η διάρκεια του «μορατόριουμ» πριν από τον διάλογο. Η Αθήνα φέρεται να ζητά ένα μήνα πλήρους νηνεμίας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, Βερολίνο και ΝΑΤΟ όμως, κατά τις ίδιες πηγές, πιέζουν για ταχύτερο χρονοδιάγραμμα και θεωρούν ότι δεκαπέντε μέρες παύσης των ερευνητικών, και λοιπών επιχειρησιακών δραστηριοτήτων, είναι αρκετές.

Το τρίτο, και ίσως κυριότερο, γκρίζο στοιχείο του «παζαριού» είναι τα ανταλλάγματα που θα προσφερθούν στον Ταγίπ Ερντογάν για να συναινέσει σε, κάποιας μορφής μορατόριουμ, και να δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου. Εδώ, ίσως είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των όσων διακυβεύονται το δημοσίευμα του Bloomberg που αναφέρεται στην διαμεσολάβηση Μέρκελ και στις προτάσεις που μπορούν να γίνουν. Μια από αυτές τις προτάσεις – «προτεινόμενες λύσεις» όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά -, θα μπορούσε να είναι κατά το διεθνές πρακτορείο η συμμετοχή της Τουρκίας στο Συμβούλιο για το Φυσικό Αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο, από το οποίο είναι αποκλεισμένη, λόγω της διαφωνίας της με την Κύπρο. «Προτείνεται», αναφέρει το Bloomberg, «η διαμεσολάβηση της Καγκελαρίου, προκειμένου αφενός να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους της (για την συγκεκριμένη λύση) με το επιχείρημα ότι η πρόσβαση στο φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί την καλύτερη εναλλακτική για ενεργειακή ανεξαρτησία από τη Ρωσία και αφετέρου να πείσει την Τουρκία και την Κύπρο ότι η Ευρώπη είναι η πιο λογική αγορά για το φυσικό αέριο ενώ η πιο σύντομη διαδρομή περνάει μέσα και από τις δύο χώρες».

Πρόκειται προφανώς, όπως σημειώνουν διπλωματικοί κύκλοι, για μια πρόταση που, ανεξαρτήτως ατζέντας διαλόγου, ανοίγει ντε φάκτο στο τραπέζι θέμα συνεκμετάλλευσης. Και, επίσης, φέρνει σε πρώτο πλάνο την θέση όχι μόνον της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας έναντι της Κύπρου.