Καθώς τελειώνει ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, ο δισυπόστατος, με το ένα χέρι στον κόρφο του καλοκαιριού και το άλλο στα γένια του χειμώνα, περνούν και φεύγουν οι μνήμες των σχολείων.
Ο μήνας ο δίφορος, ο απροσάρμοστος, ο απείθαρχος, που ξεκίνησε να μαθαίνει γράμματα, χωρίς να έχει ξεπλυθεί απ’ την καλοκαιρινή αρμύρα.
Ο Σεπτέμβρης που έχει τα σκέλη ανοιχτά, με το ένα πόδι στη θάλασσα και το άλλο σε ξύλινο θρανίο.Στο τέλος του καταλαβαίνουν τα πρωτάκια, πως σχολείο δεν είναι μόνο η αγορά της κασετίνας, με τις πολύχρωμες μπογιές και τις μαλακές γόμες. Είναι άχαρο ξύπνημα, ώρες καθήλωσης στο άβολο θρανίο και πολλά χασμουρητά.
Ειδικά φέτος, είναι πάνινη ανάσα και απουσία χαμόγελου, με τα χείλη σβησμένα και τα ρουθούνια ταπωμένα πίσω από μάσκες.
Η αίθουσα μυρίζει αντισηπτικό και χλωρίνη. Τα παιδιά, ευτυχώς, δεν ξέρουν ακόμη, πως αυτή είναι η ανυπόφορη μυρωδιά των χειρουργείων.
Το προαύλιο μυρίζει αποστάσεις, υποδείξεις και αναίρεση της παιδικότητας.
Το σχολείο βρωμάει απειλή εισαγγελικών παρεμβάσεων και τραγέλαφο.
Αυτοί που δεν έκαναν πράξη την αυτεπάγγελτη δικαιωματική παρέμβαση σε βιασμούς, ξεπουλήματα, άγρια καταστολή, απειλούν τώρα, με αυτόφωρο, τα πιτσιρίκια καταληψίες.
Απ’ το λοιμό του σήμερα, στο λιμό του χτες.
Μια ιστορία ακόμη πριν εκπνεύσει ο χάρτινος Σεπτέμβρης.
Το 1943, χρονιά της θανατηφόρας πείνας, αντί για το άγευστο νερόπλυμα, που το έλεγαν σούπα, μοιράστηκε, μια μέρα στο συσσίτιο, ένα σκούρο πηχτό σιρόπι.
Τα παιδιά ξετρελάθηκαν με τη γλύκα.
Βουτούσαν τα δάχτυλά τους κι έγλειφαν αχόρταγα. Κι έτσι όπως τα παιδιά δε σκαμπάζουν εύκολα από φόβο και θάνατο, πασάλειψαν το χερούλι στην πόρτα της αίθουσας, να κολλήσουν τα χέρια της δασκάλας, να δουν την όψη της και να γελάσουν, τα πεινασμένα σκανταλιάρικα.
Μπήκε, περπατώντας αβέβαια καθώς είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Και πριν προλάβει να κλείσει ξανά την πόρτα και να πει, «καλημέρα, παιδιά, ησυχία», τα μάτια της έγιναν δυο πλημμύρες. Έγλειψε τα δάχτυλα που κολλούσαν και μέσα στην αναπάντεχη αφωνία των παιδιών, έπεσε στα γόνατα και, κλαίγοντας, έγλειψε το πασαλειμμένο με την πηχτή γλύκα χερούλι.
“Μη σπαταλάτε τη σοκολάτα, παιδιά. Είναι αμαρτία. Σας τη μοιράσαμε όλη”.
Τη μνήμη την κουβάλησε ως τις μέρες μας, η Λότη Πέτροβιτς.
Κι έτσι που φέτος, εκτός απ’ το λοιμό καραδοκεί και ο λιμός, ήρθε στο νου η ιστορία της δασκάλας, μαζί με το παρήγορο σύνθημα ενός φίλου.
“Εδώ δε φοβηθήκαμε τον έρωτα, θα φοβηθούμε την πείνα;”
(Φωτογραφία του σπουδαίου Κώστα Μπαλάφα)
Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου – f/b