Νίκος Παπαδογιάννης
O Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι σήμερα ο σημαντικότερος Έλληνας, αυτός με το μεγαλύτερο γκελ στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Tην αίσθησή μου την είχα καταθέσει από την πρώτη στιγμή. Η επανεκκίνηση του ΝΒΑ είχε εξαρχής πολλαπλή στόχευση, άσχετα αν το κυρίαρχο στοίχημα ήταν να γεμίσει ο τρύπιος κουμπαράς.
Επειδή το ΝΒΑ είναι αυτό που είναι και επειδή η Αμερική του 2020 βράζει σαν ξέχειλο καζάνι και επειδή βρισκόμαστε σε τροχιά εκλογών, η πορτοκαλί μπάλα άρχισε να μπηστάει για να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Και για να ρίξει τον Τραμπ, όσο τρόμο και αν προκαλούν τα 60 εκατομμύρια των πιστών του. Αυτός ο βήχας είναι χειρότερος από του Covid-19 και πρέπει να κοπεί.
Η αμερικανική κοινωνία χειμάζεται σε όλα τα επίπεδα και οι λίγοι που έχουν ισχυρή φωνή, οφείλουν να την χρησιμοποιούν ως καμπανάκι συναγερμού: οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι αθλητές.
Όπως πολύ καλά γνωρίζετε όσοι διαβάζετε συστηματικά (ή και ευκαιριακά) αυτή τη στήλη, πιστεύω ακράδαντα στον κοινωνικό ρόλο του αθλητισμού, χωρίς αστερίσκους και παρενθέσεις.
Ακόμα και όταν ο αθλητής βγάζει από το στόμα του τέρατα και δράκους, όπως οι Τσιάρτες, η συμμετοχή του στον δημόσιο διάλογο είναι ωφέλιμη.
Κατά τη δική μου τουλάχιστον γνώμη, το μέγα λάθος είναι η αδιαφορία. Η «απολιτίκ» στάση.
Αυτή είναι που κοιμίζει τους πολίτες και εξουδετερώνει το ενεργό κύτταρο μιας κοινωνίας. Η «δεν βαριέσαι» νοοτροπία, το δόγμα «όλοι είναι ίδιοι», η περιχαράκωση στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού και του μυαλού.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έχει δύναμη όσο ελάχιστοι άνθρωποι στον πλανήτη. Και δεν είναι απαραίτητα αυτό που ονομάζεται «soft power».
Στο πρόσωπό του καθρεφτίζονται όλα τα στοιχεία που βασανίζουν τον πλανήτη, ενώ το βιογραφικό του απεικονίζει το λεγόμενο «American dream», με αξάν ευρωπαϊκή αλλά και αφρικανική.
Είναι, εν τέλει, οικουμενικό σύμβολο. Υπήρξε πάμπτωχος, παράτυπος μετανάστης, ξεριζωμένος, ένα φάντασμα της κοινωνίας όπως και ολόκληρη η οικογένειά του.
Με τον ιδρώτα του προσώπου του και με ελάχιστη βοήθεια από την χώρα όπου γαλουχήθηκε, έφτασε να κατακτήσει τον κόσμο, χωρίς κανένας να του χαρίσει τίποτε.
Είναι μαύρος, είναι και σήμερα εμιγκρές αλλά με χαρτιά, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα αστυνομικής βίας από τον ρατσιστή αστυνομικό, που θα δει μόνο έναν «σκυλάραπα» να οδηγεί πανάκριβο αυτοκίνητο.
Ναι, ξέρω. Οι πάντες αναγνωρίζουν τον Γιάννη. Τον Θανάση, όμως; Τον Κώστα; Τον Άλεξ; Τον Φράνσις; Τη Βέρα; Τη Μαράια; Αύριο, τον Λίαμ Τσαρλς;
Τον Στέρλινγκ Μπράουν; Τον Ουές Μάθιους; Τον Ντι Τζέι Ουίλσον;
Είναι αμέτρητοι οι Αφροαμερικανοί παίκτες του ΝΒΑ και του NFL που μπλέχτηκαν άθελά τους στην απόχη. Στον επόμενο τόνο, μπορεί να μπλεχτεί και Αφροέλληνας.
Ο Γιάννης είναι παιδί χαμηλών τόνων, λιγομίλητο και διστακτικό. Γενικά, αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις μεγαλοστομίες.
Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσει την πυρηνική ισχύ της προσωπικότητάς του και να αποφασίσει να την αξιοποιήσει.
Το κίνημα Black Lives Matter του πρόσφερε την αφορμή που χρειαζόταν: μία επανάσταση δίχως «κομματικό» πρόσημο, αποστασιοποιημένη από την προεκλογική διαμάχη, με παναμερικανική και τελικά παγκόσμια αποδοχή.
Ο Γιάννης γνωρίζει, ότι σε αυτόν τον αγώνα δεν υπάρχουν αντίδικοι. Η σύσσωμη συστράτευση των συναδέλφων του τον βοήθησε να βγει από το καβούκι του και να εκτοξευτεί από τα μετόπισθεν κατ’ ευθείαν στα χαρακώματα.
Ο οικογενειακός του περίγυρος ασφαλώς τον ενθάρρυνε σε αυτές τις πρωτοβουλίες, με μπροστάρη τον εξωστρεφή και ασυμβίβαστο Θανάση.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Γιάννης μεταμορφώθηκε από στρατιωτάκι σε στρατηγό. Φόρεσε, δηλαδή, το γαλόνι που του αναλογεί.
Δεν είναι ένας αθλητής σαν όλους τους άλλους, αλλά ο MVP. Ο πολυτιμότερος όλων. Ο νέος αρχηγός του ΝΒΑ. Τι σόι αρχηγός θα ήταν, εάν απλώς ακολουθούσε το ρεύμα;
Εφ' όσον επέλεγε να παραμείνει στις σκιές, θα έδινε το χειρότερο δυνατό παράδειγμα. Το χρώμα του δέρματός του χάνεται, μέσα στις σκιές.
Εκεί προσπαθούν να κρύψουν τους μαύρους οι φορείς της «λευκής υπεροχής» και ο στρατηλάτης του σκότους, που λυμαίνεται εδώ και 4 χρόνια τη χώρα και την οικουμένη.
Το έγκλημα του Ντόναλντ Τραμπ δεν κρύβεται στις λεπτομέρειες της καθημερινής πολιτικής του, αλλά σε όσα με τη στάση του νομιμοποίησε.
Στον ρατσισμό των δρόμων. Στην ασυδοσία των αστυνομικών. Στο ξέπλυμα της ακροδεξιάς. Στην κατάλυση του ηθικού κώδικα. Στην παντοδυναμία των όπλων. Στην πατριδοκαπηλεία και στη θρησκοληψία.
Στην αποκτήνωση και αποχαύνωση της κοινωνίας.
Όταν ο ένοικος του Λευκού Οίκου συσσωρεύει και ενθαρρύνει όλες τις παραπάνω στρεβλώσεις, οι αγράμματοι οπλαρχηγοί του Τέξας και οι νοσταλγοί του δουλεμπορίου στο Τενεσί θα πάρουν τον νόμο στα χέρια τους, όπως οι ίδιοι τον αντιλαμβάνονται.
Τη λυπητερή θα πληρώσουν, φυσικά, οι αδύναμοι και οι περιθωριακοί. Φτάσαμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα και η Αμερική μοιάζει να επιστρέφει στη δεκαετία του ’60, με την ανοχή της κεντρικής εξουσίας.
Ο Τραμπ θέλει να ξαναπάρει τα σκήπτρα και δεν έχει πια άλλους συμμάχους, παρά μόνο όσους βάζουν αστερόεσσες στο άβαταρ και σφαίρες στα οπλοπολυβόλα.
Όταν αυτοί συμβαίνει, να είναι και ένστολοι, η ατμόσφαιρα γίνεται εμφυλιοπολεμική και η ανάγκη για εξέγερση επιτακτική. Ποιος θα τη σαλπίσει αυτή την εξέγερση, αν όχι εκείνοι που έχουν βήμα και πρόσβαση στον λαουτζίκο;
Ο ΛεΜπρόν, ο Κάρι, ο Γιάννης και οι άλλοι σταρ του ΝΒΑ θα μπορούσαν κάλλιστα, ή μάλλον κάκιστα, να αράξουν στις πολυθρονάρες τους και να ζουν τη χαρισάμενη ζωή, δίχως να βγάζουν μιλιά για όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο και αξίζουν συγχαρητήρια. Η ιστορία με την Κίνα απέδειξε, ότι και η δική τους τόλμη έχει σύνορα, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση, για κάποιο άλλο σημείωμα.
Κατά τη γνώμη μου, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι σήμερα ο σημαντικότερος Έλληνας, αυτός με το μεγαλύτερο γκελ στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Η απήχησή του είναι πιο ισχνή εντός των συνόρων της δικής του πατρίδας, αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, παρά με τον ίδιο.
Ο μέσος Έλληνας δεν αντέχει να βλέπει δίπλα του success stories τέτοιου βεληνεκούς, ιδίως αν αφορούν κάποιον που δεν του πολυμοιάζει.
Λατρεύουμε τον Ντόντσιτς, που είναι και ξανθούλης, αλλά ο Γιάννης μας μυρίζει. Ερωτευόμαστε τον Τζόκοβιτς, αλλά στραβοκοιτάζουμε τον Τσιτσιπά.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο αξίζει μία καλύτερη χώρα από την Ελλάδα του 2020 και από την Αμερική του Τραμπ.
Θα χρειαστεί να αγωνιστεί πολύ, για να τη δημιουργήσει. Έχει ακόμη πολλούς καθρέφτες, για να υψώσει μπροστά στα πρόσωπα όσων ακολουθούν κάθε βήμα του, για να καταγγείλουν το παραμικρό ολίσθημα.
Προς το παρόν, είμαστε εμείς αυτοί που όλο γλιστράμε, στην προσπάθειά μας να τον κάνουμε ίδιο με τα μούτρα μας. Όχι εκείνος.
Ο τυπολάτρης θα επισημάνει όχι η χθεσινή «επανάσταση» στο Ορλάντο δεν προήλθε από τον Γιάννη, αλλά συνολικά από τους Μπακς.
Νομίζω, ότι αυτή η ανάγνωση είναι εκτός πραγματικότητας, αφού το αποδυτήριο του ΝΒΑ είναι το βασίλειο των παικτών και η ιεραρχία σαφής.
Δεν θα γινόταν το παραμικρό, εάν διαφωνούσε ο Γιάννης. Οι ιδιοκτήτες των Μπακς έμαθαν το μαντάτο τελευταίοι, οι προπονητές προτελευταίοι. Η πρώτη και ισχυρότερη ψήφος ανήκε στο αστέρι της ομάδας.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, που μας αρέσει φυσικά, ο Γιάννης είναι σήμερα μεγαλύτερο μέγεθος από τους Μπακς, μεγαλύτερο από την πόλη του Μιλγουόκι, μεγαλύτερο από το ΝΒΑ, μεγαλύτερο ίσως από την Ελλάδα ολόκληρη.
Και το κατέκτησε αυτό, με τη δουλειά, με το ταλέντο και με το ήθος του. Όταν ξεκίνησε, δεν είχε τίποτε. Ούτε καν διαβατήριο.
Το κλισέ «μας κάνει εθνικά υπερήφανους» είναι στην περίπτωσή του ακριβές και αξίζει να αναπαράγεται. Γι’ αυτό και επιλέγω να στολίσω αυτό το κείμενο με φωτογραφία των Αντετοκούνμπο ντυμένων στα μπλε της Εθνικής Ελλάδας.
Η σπίθα που άναψαν οι Μπακς έγινε μεμιάς πυρκαγιά, που αγκάλιασε τα υπόλοιπα επαγγελματικά σπορ και καψάλισε ολόκληρη την Αμερική.
Το αγκάλιασαν ακόμα και οι παραλήδες ιδιοκτήτες των ομάδων. Αφορά και τους ίδιους. Αφορά και το κοινό τους.
Θα είναι νομίζω λάθος, να προχωρήσουν οι παίκτες σε απεργία διαρκείας.
Η «φούσκα» του ΝΒΑ είναι η ιδανική πλατφόρμα για διαρκή εκστρατεία ενημέρωσης και εγρήγορσης, οπότε τα φώτα πρέπει να μείνουν αναμμένα.
Όσο υπάρχει κόσμος στις επάλξεις, ο άνεμος θα εξακολουθήσει να φυσάει προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Wildcat strike», ονόμασαν στην Αμερική το χθεσινό μποϊκοτάζ: «απεργία της αγριόγατας», μία αυθόρμητη αποχή που δεν είχε την πρότερη έγκριση κάποιου συνδικάτου.
Η αγριόγατα υπενθύμισε, ότι έχει κοφτερά νύχια και δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με άνοστα μεζεδάκια.
Πηγή: gazzetta.gr