Του Κώστα Καναβούρη
Να περιμένεις στη στάση. Να κυλάει ο χρόνος, να κυλάει η ζωή, κι εσύ να περιμένεις στη στάση.
Και το καθολικό «εμείς» να διαλύεται, άλλοτε μέσα στον χλευασμό του...
αυθέντη (πρέπει, σου λένε, να μετράς τους ομοίους σου για να δεις, αν χωράς ανάμεσά τους) κι άλλοτε μέσα στην απειλή του ισχυρού: θα φας πρόστιμο, αν δεν μετρήσεις σωστά.
Εσύ φταις για την πανδημία του ιού. Θα πληρώσεις με τη ζωή σου: θα εξοριστείς από τους άλλους. Θα χάσεις τη δουλειά σου. Θα χάσεις το μέλλον σου και το μέλλον των παιδιών σου. Και ο διπλανός θα γίνει εχθρός. Οι παραβάτες τιμωρούνται.
Η ζωή σου σταματάει εδώ, γιατί η χώρα πρέπει να σωθεί. Κι εσύ δεν είσαι απαραίτητος. Απαραίτητος είναι, ας πούμε, ο υπουργός, που, κατά το πλήθος της αισχρότητας (προσωπικής και ταξικής), σε λέει απόβρασμα, όταν δεν έχεις να πληρώσεις εισιτήριο. Αυτός και οι όμοιοί του που σου κλέβουν το εισιτήριο της ζωής και ξέρουν να σε στέλνουν στον αγύριστο με το ποτάμι της οδύνης σου.
Κι όμως, αργότερα θα πάμε στις δουλειές μας. Γιατί πρέπει να πάμε στις δουλειές μας. Όσοι έχουν. Όπως τις έχουν. Για όσο τις έχουν. Δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει να πάμε στις δουλειές μας, γιατί πρέπει να ζήσουμε. Δηλαδή, πρέπει να υπάρξουμε μέσα σ’ έναν κολασμένο παράδεισο. Εναγώνιο, περίβλεπτο και σκοτεινό. Πρέπει να ζήσουμε εδώ και τώρα στον μόνο παράδεισο που διαθέτουμε. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλί του λεωφορείου, κατεβαίνοντας στα έγκατα της μηχανής ενός πλοίου, σε «στρόφαλους στροφάλων» που φέγγουν τα ποιήματα, ή επιπλέοντας μανιασμένα στην οθόνη ενός κομπιούτερ (καλά το λέω;), πρέπει να ζήσουμε μαλώνοντας με τον διπλανό μας, κουνώντας το κεφάλι με συγκατάνευση (όχι συγκατάβαση), σε μια άγνωστη ηλικιωμένη κυρία της γραμμής Πατήσια - Τιτανικός, κάνοντας σαχλαμάρες με την ύπαρξη μέσα στο μυαλό μας... Γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Κι αργότερα, αχ, αργότερα, το κουρασμένο κορμί δίπλα σου που δεν θέλεις να το διώξεις, γιατί είσαι εσύ, που δεν μπορείς να φύγεις. Κι ας φέγγουν μέσα στο σκοτάδι οι μεταφυσικές παντόφλες του άλλου. Που κοιμάται και ονειρεύεται τους δικούς σου εφιάλτες όπως κι εσύ τους δικούς του. Όχι, δεν θα φύγεις. Έχεις ήδη φύγει, αλλά είσαι εδώ.
Σ’ αυτό το «εδώ» κανένας δεν μπαίνει, παρά μονάχα εκείνοι που ξέρουν την σύσταση και τη σύσπαση του εδάφους. Μιλώ για το χώμα που συσπάται σαν λυγμός, μιλώ για το χώμα της κόλασης απ’ όπου φυτρώνει ο παράδεισος. Όταν επιστρέφεις. Στην πατρίδα σου. Στην ανεπίδοτη -πια- πατρίδα σου, που όμως δεν έχεις άλλη. Επικίνδυνη ζωή να επιστρέφεις από τη μια πραγματικότητα στην άλλη. Όμως, τρίτη ζωή δεν υπάρχει. Ούτε δεύτερη. Κι εσύ το ξέρεις: σχεδόν ούτε πρώτη ζωή δεν υπάρχει, αν δεν νιώσεις τον απλό της χτύπο. Μια φορά. Ποτέ άλλοτε. Αρκεί μια φορά.
Είναι αυτός ο ελαφρύς πόνος, που για πρώτη φορά τινάζει την επιγονατίδα, καθώς ανεβαίνεις στο σκαλί του λεωφορείου. Είναι το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου από το παρελθόν, που σε χτυπάει στον ώμο κι ύστερα τρέχουν τα ασθενοφόρα για να προλάβουν τις τελευταίες εκπτώσεις παρόντος... και παρόντος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις πάντοτε τα ασθενοφόρα αργούν, κι εσύ κείτεσαι ανήμπορος στο έδαφος της πραγματικότητας. Εδώ και τώρα.
Αυτή την πραγματικότητα που μετριέται με τη βρύση, που στάζει μέσα στο ήσυχο σκοτάδι απομνημονευμένων ερώτων, και μέσα στην απειλή μιας νύχτας κουφής που προορίζεται να ξημερώσει, αλλ’ όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε μονάχα αυτοί που τη ζούνε στο μέγα βάθος της μπορούν να την εννοήσουν. Δηλαδή να την απελευθερώσουν: στον διπλανό τους. Στον εαυτό τους. Στον διπλανό τους εαυτό. Στο αφ’ εαυτού σύμπαν δηλαδή, που όλους μας χωράει κι απ’ όπου κανείς δεν γίνεται να φύγει, επειδή οι πάντες είναι απαραίτητοι. Καθολικά απαραίτητοι. Επειδή, με άλλα λόγια, η συνείδηση ύπαρξης τού ενός είναι συνείδηση ύπαρξης τού παντός και το αντίθετο, όπως δίδαξε ο παππούς Ηράκλειτος. Δεν είναι εύκολο, γιατί όλο αυτό είναι μια σκληρή διαπάλη. Αισθητική, ηθική και λογική. Θέλω να πω, πως στην πολιτική της διάσταση είναι μια ταξική διαπάλη, «Ίμερος και κλινοπάλη» που θα έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης.
Εκεί όπου χρειάζεται να εκλέξεις και να εκλεγείς μέσα στο καθ’ όλου των άλλων. Μέσα στο καθ’ όλου του ίδιου σου του εαυτού δηλαδή. Σ’ αυτή την πραγματικότητα που κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει και να συμπεράνει, αν δεν σκοντάψει στον Άλλον. Πηγαίνοντας για δουλειά. Πηγαίνοντας για σκοτάδι. Πηγαίνοντας για σώμα. Πηγαίνοντας για χρόνο (και φόνο του χρόνου). Ή φεύγοντας, αλλά πάντα με το εισιτήριο πληρωμένο. Και το εξιτήριο.
ΠΗΓΗ: avgi.gr