Κατέ Καζάντη
Η υπόθεση με το πτυχίο (Ελβετική Σχολή Κυλινδρόμυλων) του Κωνσταντίνου Λούλη, το οποίο, κατά δήλωση του ιδίου, δεν αναγνωρίστηκε από το ΔΙΚΑΤΣΑ, επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση περί της χρησιμότητας της “αριστείας”, έτσι όπως...
τούτη ορίζεται από το αστικό κράτος και την ασυνεπή και μοναχά κατά περίπτωση χρήση της από την (αστική) τάξη που την προωθεί.
Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το νομοσχέδιο για την Παιδεία, που συζητήθηκε χτες στη Βουλή, μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, για όσους, στο όνομα του λαού, μηρυκάζουν διαρκώς και κατά τα συμφέροντά τους το ομηρικόν «αιέν αριστεύειν. “Άριστοι”, λοιπόν, στη δεξιά αντίληψη είναι οι προσοντούχοι: οι κάτοχοι των περγαμηνών από συγκεκριμένα σχολεία, εκεί όπου διατρίβει ο «καλός κόσμος», σε αντιδιαστολή με τον “απλό”. “Άριστοι” είναι όλοι εκείνοι που έσονται πρώτοι, ασχέτως αν ουδέποτε υπήρξαν όχι μοναχά έσχατοι, αλλ’ ούτε καν δεύτεροι. “Άριστοι” είναι, εν τέλει, ο εσμός εκείνων που ανταποκρίνονται και υπακούν, στα κριτήρια που θέτει η κυρίαρχη τάξη ώστε να αναπαράγει την κυριαρχία της.
Η κουλτούρα των αρίστων είναι μια κουλτούρα βαθιά περιφρονητική: περιφρονούνται εκείνοι που γεννήθηκαν στα χαμηλά, σε λάθος χώρα, σε λάθος φυλή, σε λάθος οικογένεια. Και εξυμνούνται εκείνοι που κατά το δόγμα της «θεοδικίας των προνομίων», κληρονόμησαν και νέμονται, με την ευλογία του θεού – μοίρας, τα “αγαθά” του κεφαλαίου, ώστε να εξαγοράζουν, ή και να μην εξαγοράζουν, νόμιμους τίτλους σπουδών αλλά και πολιτιστικό κεφάλαιο τέτοιο, που τους επιτρέπει να κινούνται σε κύκλους ακαδημαϊκούς κι ας μην ανήκουν σ΄ αυτούς.
Κι αν οι παραπλανημένοι μικροαστοί σπεύδουν να ακολουθήσουν, χρυσοπληρώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία των σχολαρχών, για να εισχωρήσουν, με το βιογραφικό τους, στα ψηλά πατώματα της εξουσίας, η ίδια η ζωή τους διαψεύδει. Εκείνοι ακριβώς που ομνύουν στην αξιοκρατία των αρίστων, την ποδοπατούν στην πρώτη ευκαιρία.
Κι εδώ, δικαίως. Διότι, εννοείται, στην άσκηση της πολιτικής λίγη, ή και καμία, σημασία έχουν τα “βαριά” βιογραφικά. Εκείνο που πρωτίστως αφορά είναι το πρόσημο: αν δουλεύεις για το λαό, εξ ονόματός του, ή για τις ελίτ. Αν πιστεύεις στον αυταρχισμό, να κυβερνούν δια της ανάθεσης οι άριστοι των “τυπικών προσόντων”, στους οποίους ο μεροκαματιάρης οφείλει να υπακούει, ή αν θεωρείς πως εξίσου καλά, ή και καλύτερα, μπορεί να διοικήσει κυβερνώντας κι ο εργάτης κι ο αγρότης.
Ο κ. Κ. Λούλης, όπως και ο διοικητής της ΕΥΠ, Π. Κοντολέων και ο υφ. Εθνικής Άμυνας Α. Στεφανής ή ο παραιτηθείς Α. Διαματάρης, δεν θα ήταν ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, αν είχαν αδιαμφισβήτητους τίτλους σπουδών. Την ίδια πολιτική θα ακολουθούσαν: εκείνην που περιφρονεί βαθύτατα, ότι για χιλιάδες σπουδαστών του εξωτερικού είναι αυτονόητο, την αναγνώριση δηλαδή του τίτλου των σπουδών τους. “Δεν γνωρίζω αν είναι ή δεν είναι σύννομη. Ότι έχω σπουδάσει, αυτό το κατέθεσα. Δεν μου χρησίμευσε η αναγνώριση στην Ελλάδα, διότι δεν ήθελα να διοριστώ”, είπε την αλήθεια του ο Γενικός Γραμματέας Τουρισμού, μια αλήθεια που τρομάζει: οι απευθείας εκπρόσωποι της αστικής τάξης αδιαφορούν για εκείνα που νοιάζεται ο κοσμάκης, αφού η ιστορία τους ανήκει. Θα κυβερνούν από κούνιας, επί τη βάσει κληρονομικού δικαίου, έχουν δεν έχουν νόμιμους τίτλους, αλλά θα επισείουν τη μάχαιρα της αριστείας, κάθε φορά που ο άνευ τίτλων χειρώνακτας απειλεί τους θώκους τους.
Το νομοσχέδιο για την Παιδεία αυτού του είδους την αριστεία ενισχύει: της ταξικής μεροληψίας που φτιάχνει σχολεία για πληβείους, κάνοντας τα χατίρια των σχολαρχών, θωπεύει τους υπερσυντηρητικούς με τη “διαγωγή κοσμία” και αγνοεί επιδεικτικά τον “ψυκτικό από το Περιστέρι”, συνθλίβοντας τα ΕΠΑΛ.
Αλλά «η ιστορία είναι ένα νεκροταφείο αριστοκρατιών», έλεγε ο, διόλου μα διόλου μαρξιστής, Βιλφρέντο Παρέτο.
Τοποθετούμενη διαρκώς και μαχητικά απέναντι στις θεωρίες για τους υποτιθέμενους άριστους – άξιους και την περιφρονητική προς το λαό κουλτούρα που διαχέουν στην κοινωνία, να οικοδομήσει έναν πολιτικό πολιτισμό που θα ξεσκεπάζει την απάτη στην ολότητά της και θα τους ξεμπροστιάζει, είναι το έργο, το οποίο οφείλει να επιτελέσει η Αριστερά.
Πηγή: artinews.gr