ΣΥΡΙΖΑ: Πρόγραμμα Μένουμε Όρθιοι 2
Αντώνης Νταβανέλος
Η ιδέα, ότι η προστασία των εργαζομένων και των κατακτήσεών τους ταυτίζεται με την προστασία των επιχειρήσεων και των ευκαιριών τους για κερδοφορία, παρουσιάστηκε στην Ελλάδα με ολοκληρωμένη μορφή για πρώτη φορά από ένα...
αυτοπροσδιοριζόμενο ως «εργατικό κόμμα», στην περίοδο του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισμού του ΠΑΣΟΚ, στην περίοδο του «εκσυγχρονισμού» του Κ. Σημίτη και του Χρ. Πρωτόπαπα.
Ο Κ. Σημίτης, παρουσιάζοντας τότε τις θέσεις του για την «απασχολησιμότητα» (μπροστά στους εμβρόντητους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ στο κατάμεστο «Κάραβελ») γκρέμιζε όλες τις παραδόσεις του εργατικού μιλιταντισμού της Μεταπολίτευσης και δήλωνε, ότι καθήκον της «σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας» θα είναι, πλέον, η διασφάλιση της δυνατότητας των εργατών να βρίσκουν «απασχόληση», ενώ κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διευκολύνονται συστηματικά, ώστε να συνεχίζουν να παρέχουν στην αδρανή μάζα των εργατών το «αγαθό» της απασχόλησης. Σε αυτή τη βάση ο Κ. Σημίτης διαπίστωνε την αναγκαιότητα για γενναίο «άνοιγμα» του κόμματός του προς τη «μεσαία τάξη», ιδιαίτερα προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και προς τους «εθνικούς πρωταθλητές» του μεγάλου, αλλά «ελληνικού» (λέμε τώρα) κεφαλαίου.
Ο Χρ. Πρωτόπαπας (που ήδη είχε μετακομίσει από την ΓΣΕΕ στο υπουργείο Εργασίας) ανέλαβε να συγκεκριμενοποιήσει αυτήν τη στρατηγική, με τις πολιτικές της «ευασφάλειας» (ευελιξία και ασφάλεια) και τις «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» που, για πρώτη φορά, μετέφεραν δημόσιους πόρους στην άμεση επιχορήγηση των επιχειρήσεων με στόχο, τάχα, τη μείωση της ανεργίας. Ο Πρωτόπαπας, άλλωστε, πρωτοδιατύπωσε τη φράση «επιδοτούμε την εργασία και όχι την ανεργία» που σήμερα ο Τσίπρας επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, θεωρώντας ότι ανακάλυψε μια εύστοχη κριτική στον Κυρ. Μητσοτάκη.
Όμως οι ξεσκολισμένοι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του ’90, όπως οι «εκσυγχρονιστές» Κ. Σημίτης και Χρ. Πρωτόπαπας, θα έμοιαζαν άγριοι αριστεριστές μπροστά σε αυτά που εξήγγειλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι 2». Πρόκειται για ένα «πακέτο» ύψους 13,5 δισ. ευρώ, που μέσω «στοχευμένων δράσεων» θα διανεμηθεί στις επιχειρήσεις, με στόχο να περιοριστούν οι συνέπειες της πανδημίας και της διεθνούς ύφεσης, ένα πακέτο που στους εργαζόμενους υπόσχεται κυρίως «ωφελήματα», που θα επιφέρει «η σωτηρία των επιχειρήσεων»!
Το σκέλος του προγράμματος που αφορά, τάχα, άμεσα τους εργαζόμενους, περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες επιχορήγησης των… επιχειρήσεων: επιχορήγηση 100% του μισθολογικού κι ασφαλιστικού «κόστους» (σε επιχειρήσεις που τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας λόγω κορονοϊού), επιχορήγηση 100% του ασφαλιστικού «κόστους» και 40% του μισθολογικού (σε όσες επανεκκινούν αλλά με εκτιμώμενα πλήγματα στον τζίρο) και επιχορήγηση με 40% του ασφαλιστικού «κόστους» (σε όσες επανεκκινούν σε τομείς που δεν προβλέπονται σημαντικά προβλήματα ή ακόμα και σε αυτές όπου αυξήθηκε η κερδοφορία). Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή τη γενναιόδωρη ενίσχυση ο Τσίπρας και η Αχτσιόγλου ζητούν από τους καπιταλιστές, να διατηρήσουν για μια περίοδο σταθερό τον αριθμό των θέσεων εργασίας. Κάνουν ότι δεν γνωρίζουν, ότι οι εργοδότες στην Ελλάδα (με ευθύνη και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) έχουν γίνει πρωταθλητές στην παραποίηση και στην απόκρυψη στοιχείων κι έτσι η όποια δέσμευσή τους δεν έχει την παραμικρή αξία.
Το δεύτερο σκέλος του προγράμματος αφορά άμεσα στην ενίσχυση των επιχειρήσεων, ευθέως και χωρίς προσχήματα. Αφορά μια «μη επιστρεπτέα ενίσχυση» (2.000 ευρώ ανά εργαζόμενο που απασχολεί), αφορά πολλά φορολογικά μέτρα (μειώσεις ΦΠΑ, μειώσεις προκαταβολών κ.ο.κ.) και μια «γενναία» δημόσια εγγύηση του δανεισμού των επιχειρήσεων, δηλαδή ένα σύνολο μέτρων όπου διατίθεται το μεγαλύτερο μέρος του πακέτου Μένουμε Όρθιοι 2. Στα μέτρα αυτά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία των δημόσιων εγγυήσεων για το δανεισμό των επιχειρήσεων: Εδώ και καιρό το εταιρικό χρέος έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Είναι γνωστό, ότι μια σειρά από «μεγάλες» επιχειρήσεις παραμένουν εν δράσει, κυρίως για να μπορούν να καταβροχθίζουν τα μεγάλα δάνεια που αποσπούν, με χαριστικούς και ιδιαίτερα επισφαλείς όρους. Η μεγάλη αύξηση των εγγυήσεων του δημοσίου, που υποσχέθηκαν οι Τσίπρας-Παππάς, ουσιαστικά προαναγγέλει ένα καινούργιο «γύρο» πλιάτσικου, όπου δημόσιοι πόροι θα περάσουν ως αγύριστα στην περιουσία μεγαλομετόχων Α.Ε.
Η ιδέα ότι αυτή η γενναιοδωρία προς τις επιχειρήσεις θα λειτουργήσει ως αντίδοτο στην αύξηση της ανεργίας είναι τουλάχιστον αφελής. Οι μεγάλες εταιρίες, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των δυναμικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δεν καθορίζουν το επίπεδο απασχόλησης και επενδύσεων με κεντρικό κριτήριο τη ρευστότητα, αλλά με τα κριτήρια της προοπτικής για κερδοφορία και της ανθεκτικότητας στον ανταγωνισμό. Όσες επιχειρήσεις σκοπεύουν να κλείσουν μέσα στην κρίση, δεν πρόκειται να αλλάξουν την άποψή τους, αν βρουν εύκολο και εγγυημένο δανεισμό. Αντίθετα, πρώτα θα δανειστούν και μετά θα κλείσουν, γράφοντας στο χιόνι τα χρέη και τα δανεικά. Η Αριστερά, που θέλει να συγκρουστεί με τη ζοφερή προοπτική των κλεισιμάτων και της αύξησης της ανεργίας, οφείλει να μιλήσει τελείως άλλη γλώσσα: η απαγόρευση των απολύσεων, ο έλεγχος του συσσωρευμένου πλούτου, η απαίτηση για δρακόντεια τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, η επίταξη των επιχειρήσεων που κλείνουν και το πέρασμά τους σε εργατικό έλεγχο κ.ο.κ. είναι κάποια από τα μέτρα που περιγράφουν την αριστερή απάντηση.
Όμως πέρα από την τάχα αφέλεια, ορισμένες από τις «νέες ιδέες» του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι και πιο άμεσα επικίνδυνες: η μείωση του ασφαλιστικού «κόστους» κατά το 100% ή κατά το 40% είναι βήματα, από τα οποία η επιστροφή μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη. Και επειδή ακόμα και οι όροι έχουν τη σημασία τους, κάποιος πρέπει να πει στην κ. Αχτσιόγλου, ότι οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές είναι υποχρέωση των επιχειρήσεων και όχι προαιρετικό ή διαπραγματεύσιμο «κόστος».
Στην παρουσία του προγράμματος στο Ζάππειο, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κατηγόρησε τον Κυρ. Μητσοτάκη ως ανίκανο να ακολουθήσει «τα βήματα των Μέρκελ-Μακρόν στην Ευρώπη». Πράγματι, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδεολογικό ορίζοντα: αυτό των Μέρκελ-Μακρόν.
Ισχυριστήκαμε, ότι το πρόγραμμα αυτό είναι στα δεξιά της σοσιαλδημοκρατίας. Την ώρα που ο Τσίπρας πήγαινε στο Ζάππειο, για να εξαγγείλει τη διανομή 13,5 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία ανακοίνωναν τις αποφάσεις τους για αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού…
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στην κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ένα βασικό στόχο: το «άνοιγμα» προς τη μεσαία τάξη και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ελπίζοντας να βρεθούν εκεί τα εκλογικά στηρίγματα, για να απαντηθεί η απειλή ενός εκλογικού αιφνιδιασμού από τον Μητσοτάκη.
Όμως αυτή είναι μια «συνταγή» για εκλογική και κυρίως για ευρύτερα πολιτική ήττα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά