Κατά τον Χρήστο Σταϊκούρα, η φετινή ύφεση θα ήταν αρχικά 4,7%. Μετά, περί τα μέσα Μαίου, ανέβηκε στο «5% με 8%». Σήμερα, και με την Κομισιόν να επαναβεβαιώνει την εκτίμησή της για συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά 9,7%, ο υπουργός Οικονομικών ανέβασε το πιθανό ποσοστό της ύφεσης ακόμη και στο 13%.
Για την ακρίβεια, μιλώντας στον Real FM, ο υπουργός Οικονομικών είπε, πως το lockdown «θα μπορούσε να οδηγήσει σε συρρίκνωση του ΑΕΠ 10% με 13% φέτος». Όμως, όπως πρόσθεσε, «η ύφεση θα μπορούσε να περιοριστεί στο 5%-8% με τα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων που παίρνει η κυβέρνηση».
Η νέα (ομολογουμένως ευρεία) κλίμακα των προβλέψεων Σταϊκούρα ήρθε παράλληλα με δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ», που προδικάζει ύφεση πάνω από 15% στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, επικαλούμενο εκτιμήσεις από το οικονομικό επιτελείο. Και ήρθε επίσης να επιβεβαιώσει, πως και ο δημοσιονομικός σχεδιασμός και οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης κινούνται στην, απολύτως τεκμηριωμένη και επιστημονική, γραμμή του… εάν δεν βρέξει, θα χιονίσει. Εκείνο που επίσης επιβεβαιώνεται, και μέσα από τις κυβερνητικές αποφάσεις αλλά και μέσα από την έκθεση της Κομισιόν, είναι, πως για εκείνους που σίγουρα θα… «χιονίσει» είναι για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα.
Η έκτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Κομισιόν που δημοσιοποιήθηκε σήμερα αποκαλύπτει πλήρως ποια είναι η πολιτική που επιλέγεται από την κυβέρνηση για να επιβάλει νέα τάξη πραγμάτων στην αγορά εργασίας – μια τάξη πραγμάτων, που διαφημίζεται μεν ως «φρένο στις απολύσεις» και ως «επιδότηση της απασχόλησης», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η πλήρης κυριαρχία των «ευέλικτων» και κακοπληρωμένων μοντέλων εργασίας.
Στην έκθεση αναφέρεται πως η ελληνική κυβέρνηση προωθεί «προσωρινό πρόγραμμα» βραχυπρόθεσμης εργασίας, που θα καλύπτει τις κατασκευές, τις μεταφορές, τον τουρισμό και τις υπηρεσίες τροφίμων. Το εν λόγω πρόγραμμα θα δίνει «σημαντική ευελιξία σε εταιρείες για προσαρμογή των ωρών εργασίας», ενώ οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν μερική αποζημίωση για τις ώρες που δεν εργάζονται. «Το ποσοστό αποζημίωσης θα βασίζεται σε ένα αναλογικό ποσοστό των μισθών που καταβάλλονται στους εργαζομένους», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το πρόγραμμα θα συνοδεύεται από απαίτηση μη απολύσεων από τις επιχειρήσεις (παραμένει όμως άγνωστο το χρονικό διάστημα για το οποίο οι επιχειρήσεις θα δεσμεύονται να μην προχωρήσουν σε περικοπές). Καμία δέσμευση δεν υπάρχει και για την διατήρηση του ίδιου προσωπικού που είχαν πριν από το lockdown και η μόνη απαίτηση θα είναι η διατήρηση του αριθμού των θέσεων (ευέλικτης πια) εργασίας.
Κατά την Επιτροπή, η διάρκεια του προγράμματος θα εξαρτηθεί από το «φορολογικό του κόστος», προστίθεται ωστόσο πως η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να επωφεληθεί και από το κοινοτικό πρόγραμμα SURE για την ανάσχεση της ανεργίας. Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες το κόστος της μερικής επιδότησης της βραχυπρόθεσμης εργασίας σχεδιάζεται να καλυφθεί τον Ιούνιο από τον κρατικό προϋπολογισμό, και στην συνέχεια και από κοινοτικά κονδύλια μόλις μπει σε εφαρμογή το πρόγραμμα SURE.
Από το SURE πάντως, τα ποσά που αναμένεται να πάρει η Ελλάδα υπολογίζονται κοντά στο 1,5 δις ευρώ, τα οποία με μόχλευση μπορούν να φθάσουν έως τα 2,5 δις ευρώ. Πρόκειται για ποσά, τα οποία δύσκολα καλύπτουν μαζικές επιδοτήσεις απασχόλησης εάν το μοντέλο της βραχυπρόθεσμης και της εκ περιτροπής εργασίας επεκταθεί και σε άλλους κλάδους.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες το ποσό επιδότησης δεν θα είναι οριζόντιο και θα καλύπτει από το 40% έως το 60% του μισού μισθού που χάνει ο εργαζόμενος. Το υπόλοιπο μισό θα το καλύπτει ο εργοδότης, γεγονός που σημαίνει ότι οι τελικές απώλειες για τον εργαζόμενο θα φθάνουν από 20% έως 25%. Εισημαίνεται, ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχει εφαρμοστεί, η κάλυψη των απωλειών από το κράτος είναι πλήρης ή σχεδόν πλήρης.