Michel Husson |
Το καινούριο στοιχείο στη σημερινή κατάσταση είναι η κολασμένη μηχανική, που έχει τεθεί σε λειτουργία.
Το 2008 το φιτίλι της κρίσης άναψε η χρηματοπιστωτική σφαίρα, για να μεταδοθεί στη συνέχεια στην παραγωγική σφαίρα. Σήμερα συμβαίνει το ανάποδο:
η οικονομική δραστηριότητα έχει εν μέρει οδηγηθεί σε στάση και αυτή η βίαια επιβράδυνση επιστρέφει, σαν το μπούμερανγκ, για να επηρεάσει τα χρηματοοικονομικά. Ενώ η κρίση του χρηματοοικονομικού τομέα θα επιδεινώσει με τη σειρά της την ύφεση.
Η κατάρρευση της χρηματιστικής πυραμίδας
Υφίσταται, εντούτοις, μια σύνδεση με την προηγούμενη κρίση. Όλες οι πολιτικές που ασκήθηκαν από το 2008 και μετά στόχευαν, να επιστρέψουν στο businessasusual και, κυρίως, να διατηρήσουν με κάθε δυνατό μέσο την αξία των χρηματιστικών τίτλων, ως δικαιωμάτων διεκδίκησης επι της παραχθείσας αξίας Αν, αντίθετα, τα χρηματοοικονομικά είχαν «περιοριστεί» αποκλειστικά στις χρήσιμες λειτουργίες που μπορούν να επιτελέσουν, θα μπορούσε σήμερα να αντιμετωπιστεί καλύτερα η κολασμένη μηχανική.
Αν δούμε τα θεμελιώδη, η μείωση των κερδών μέσω της παραγωγικότητας καταδίκαζε τον καπιταλισμό σε μια παθολογική λειτουργία, στην προσπάθεια για ιδιοποίηση του μέγιστου δυνατού της παραχθείσας αξίας, αντισταθμίζοντας την εξάντληση αυτής της ουσιώδους πηγής του δυναμισμού του με την αύξηση των ανισοτήτων. Μ’ άλλα λόγια, ο κορωναϊός δεν προσβάλει σήμερα έναν υγιή οργανισμό, αλλά έναν οργανισμό που ήδη πάσχει από χρόνιες ασθένειες. Έτσι η επιδημία λειτουργεί ως «προβολέας», που φωτίζει το γεγονός οτι: οι μέθοδοι της «εξόδου» από την προηγούμενη κρίση δεν έχουν εξυγιάνει τις δομικές αδυναμίες της παγκόσμιας οικονομίας.
Μετά την κρίση του 2008, όσα γίνανε, όλα ή σχεδόν όλα, γίνανε, για να μην αλλάξει τίποτα. Η πρακτική της επαναγοράς μετοχών επεκτάθηκε, οι διανομές μερισμάτων εκτινάχτηκαν, η τιτλοποίηση ξαναπήρε τον δρόμο της, το ιδιωτικό χρέος μεγεθύνθηκε σημαντικά, κοκ. Δεν σπανίζουν οι μελέτες για αυτά τα ζητήματα: η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BRI), για παράδειγμα,πολλαπλασίασε τις προειδοποιήσεις της. Το σκάσιμο της φούσκας ερχόταν, λοιπόν, ακόμα και χωρίς τον κοροναϊό. Το μαρτυρούν οι προειδοποιήσεις όπως στο τελευταίο GlobalFinancialStabilityReportτου ΔΝΤ (Οκτώβριος 2019). Η αναφορά αυτή ήταν επικεντρωμένη στους κινδύνους που εγκυμονούν τα χαμηλά επιτόκια και δύο από τους κυριότερους αναλυτές, οι Tobias Adrian και FabioNatalucci, συνόψισαν τα συμπεράσματα τονίζοντας τον υπερδανεισμό των επιχειρήσεων: «το χρέος των επιχειρήσεων, των οποίων τα κέρδη δεν αρκούν για να καλύψουν τα βάρη των τόκων, θα μπορούσε να μετρηθεί(…) περίπου στο 40% του συνόλου του χρέους των επιχειρήσεων των υπό μελέτη χωρών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και πολλές χώρες της Ευρώπης».
Η σφαγή στον παραγωγικό μηχανισμό
Η διαπίστωση των οικονομολόγων του ΔΝΤ μπορεί να συμπληρωθεί με μια πολύ εμπεριστατωμένη μελέτη, που αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συγγραφείς της ανακαλύπτουν, ότι βαρύτερα χρεωμένες είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, και κατά συνέπεια αναμένεται ότι θα χτυπηθούν σκληρότερα από την κρίση του κοροναϊού. Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα ευρύτατα συζητημένο θέμα, εκείνο της αυξανόμενης ψαλίδας ανάμεσα στις επιχειρήσεις «superstar”, που ιδιοποιούνται την παραχθείσα αξία, και τις επιχειρήσεις «ζόμπι», που επιβιώνουν κυρίως χάρη στα χαμηλά επιτόκια. Οι συγγραφείς, όμως, αυτής της μελέτης υπογραμμίζουν, επίσης, ότι οι μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις έχουν αυξήσει την παραγωγική τους ικανότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ οι επιχειρήσεις του υψηλότερου 10% της κλίμακας έχουν μείνει στάσιμες. Φοβούνται την «επικείμενη καταστροφή» που επικρέμεται, αν οι μικρές επιχειρήσεις αφεθούν να καταρρεύσουν, διότι αυτές, παρότι εύθραυστες, αντιπροσωπεύουν μία από «τις κύριες πηγές δημιουργίας απασχόλησης και καινοτομίας».
Μια άλλη παρενέργεια των χαμηλών επιτοκίων, που επισημαίνει το ΔΝΤ, είναι η υπερβολική ανάληψη ρίσκου: «το πολύ χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων ώθησε θεσμικούς επενδυτές, όπως οι ασφαλιστικές εταιρίες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι διαχειριστές κεφαλαίων, να αναζητήσουν πιο ριψοκίνδυνους και δυσκολότερα ρευστοποιήσιμους τίτλους για να επιτύχουν τους στόχους σε απόδοση. Για παράδειγμα, τα συνταξιοδοτικά ταμεία αύξησαν την έκθεσή τους σε άλλες κατηγορίες επενδύσεων όπως τα επενδυτικά κεφάλαια και τα ακίνητα».
Η χαλαρή νομισματική πολιτική δεν ενίσχυσε την πραγματική οικονομία. Αντίθετα, επέτρεψε στον χρηματιστικό τομέα να επανέλθει στην πληθωρική του τροχιά. Οδήγησε , επίσης, σε μία πρωτοφανή κατάσταση χαμηλών επιτοκίων, ακόμα και αρνητικών και στην εξάντληση των πολεμοφοδίων των κεντρικών τραπεζών. Ακόμα και πριν την επιδημία, τα προγνωστικά των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ ήταν ήδη ανησυχητικά: «οι ομοιότητες που υπάρχουν στα χαρτοφυλάκια των επενδυτικών funds, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μεγέθυνση σε ένα ρεύμα ρευστοποίησης ενεργητικών στις αγορές. Οι μη ρευστοποιήσιμες επενδύσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων θα μπορούσαν να περιορίσουν τον παραδοσιακό τους ρόλο ως σταθεροποιητών στις αγορές». Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα, ενώ με την πανδημία η έκρηξη μπορεί να γίνει ακόμα πιο βίαιη.
Ο κατακερματισμος στην ευρωζώνη
Το δόγμα του 3% εγκαταλείφθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, η Ευρώπη όμως παραμένει απροετοίμαστη. Η χαλάρωση των περιορισμών στους προϋπολογισμούς ήταν μια χρήσιμη ιδέα, αλλά δεν λύνει όλα τα προβλήματα. Ενα απ’ αυτά είναι η ψαλίδα (spread) μεταξύ των επιτοκίων του δημοσίου χρέους κάθε χώρας. Αρχικά, η Κριστίν Λανγκάρντ έκανε μια χοντρή γκάφα δηλώνοντας ότι η δουλειά της ΕΚΤ δεν είναι να συμμαζεύει τα spread, μετά υποχρεώθηκε να βγάλει το «μπαζούκα», που μετρίασε κάπως τις ανησυχίες των χρηματιστηριακών αγορών. Ερχεται όμως η στιγμή που θα χρειαστεί να σκεφτεί το πέρασμα σε υψηλότερη ταχύτητα, δηλαδή την αμοιβαιοποίηση ( με τα «ευρωομόλογα» ή τα «κορονομόλογα») και τη νομισματοποίηση. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Patrick Artus: «Αν όλες οι χώρες της ευρωζώνης υποστούν το πλήγμα (από την άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων ως αντανάκλασης της ογκώδους αύξησης των ελλειμμάτων), η αμοιβαιοποίηση των πρόσθετων ελλειμμάτων ελαφρύνει το βάρος επί των περιφερειακών χωρών (στις οποίες η άνοδος των επιτοκίων είναι ισχυρότερη), αλλά δεν λύνει το συνολικό πρόβλημα της υπέρβασης του δημοσίου ελλείμματος. Η μόνη λύση σε αυτή την περίπτωση είναι η νομισματοποίηση αυτών των επιπρόσθετων δημοσίων ελλειμμάτων από την ΕΚΤ, άρα μια σημαντική επέκταση της Quantitative Easing (στμ: Ποσοτική Χαλάρωση) στα δημόσια χρέη».
Υπάρχει εντούτοις μεγάλος κίνδυνος η Ευρώπη, όπως και κατά την προηγούμενη κρίση, να αντιδράσει με καθυστέρηση ή αρνητικά, λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και της τάσης να διαχειριστεί την κρίση σε εθνικό επίπεδο.
Οι αναδυόμενες στο μάτι του κυκλώνα;
Είναι αρκετά πιθανό, ότι ο ιός θα εξαπλωθεί στις αναδυόμενες ή στις υπό ανάπτυξη χώρες, τις οποίες δεν έχει θίξει ιδιαίτερα μέχρι τώρα. Αυτές είναι όχι μόνο απροετοίμαστες ως προς την υγειονομική κρίση, αλλά ήδη χτυπημένες σοβαρά από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Εξαρτώμενες σε μεγάλο βαθμό από τις πωλήσεις πρώτων υλών, που ήδη έχουν στομώσει, βλέπουν τα έσοδά τους να μειώνονται. Είναι προφανές το παράδειγμα των χωρών παραγωγής πετρελαίου. Στην περίπτωση όλων αυτών των χωρών, βρίσκουμε ξανά την κληρονομιά προβλημάτων από την αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης. Τα εξωτερικό χρέος των αναδυόμενων χωρών αντιπροσωπεύει σήμερα «το 160% των εξαγωγών τους, σε σύγκριση με το 100% του 2008. Σε περίπτωση σοβαρής επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών και ανόδου των επιτοκίων, θα έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς την εξυπηρέτηση του χρέους τους» προειδοποιούσε το ΔΝΤ στην έκθεσή του του Οκτωβρίου του 2019. Σε αυτό προστίθεται η διαφυγή κεφαλαίων, που έχει πάρει αξιοσημείωτες διαστάσεις: 83 τρισεκατομμύρια δολάρια από την έναρξη της κρίσης και μετά. Να ο κίνδυνος μιας «απότομης παύσης» (suddenstop) που θα έχει βαριές συνέπειες, όπως έχει τονιστεί από μια διεθνή ομάδα οικονομολόγων. Οι αναδυόμενες και οι υπό ανάπτυξη χώρες, γράφουν, «είναι σήμερα αντιμέτωπες με τον κίνδυνο μιας απότομης παύσης, την ώρα που οι προϋποθέσεις ρευστότητας περιστέλλονται διεθνώς,ενώ οι επενδυτές προσπαθουν να αποφύγουν τους κινδύνους. Μια παύση η οποία συνεπάγεται δραματικές νομισματικές υποτιμήσεις. Αυτό τις αναγκάζει σε μια αυστηρή μακροοιοκονομική αναπροσαρμογή, τη στιγμή ακριβώς όπου όλα τα υπάρχοντα εργαλεία θα έπρεπε να είναι διαθέσιμα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση: η νομισματική πολιτική περιστέλλεται στην προσπάθεια να διατηρηθεί η πρόσβαση στο δολάριο, η δε δημοσιονομική πολιτική συγκρατείται λόγω του φόβου απώλειας της πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές. Τα συναλλακτικά αποθέματα είναι ελάχιστα πιθανό να προσφέρουν κάποιο μαξιλάρι ασφαλείας σε όλες τις χώρες».
Οι διεθνείς θεσμοί προβλέπουν κάποια μέτρα υποστήριξης, αλλά ο David Malpass, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας (τον οποίον προώθησε σε αυτή τη θέση ο Τραμπ), επιμένει σε προϋποθέσεις και όρους που θυμίζουν εκείνους της Τρόϊκας απέναντι στην Ελλάδα: «Οι χώρες πρέπει να εφαρμόσουν δομικές μεταρρυθμίσεις τέτοιες, ώστε να συντομεύσουν τον απαιτούμενο χρόνο για την ανάκαμψη και να δημιουργήσουν εμπιστοσύνη ως προς τη σταθερότητά της. Όσον αφορά τις χώρες στις οποίες οι υπέρμετρες ρυθμίσεις, οι επιδοτήσεις, οι κανονισμοί εγγυήσεων, ο προστατευτισμός, ή η ποινικοποίηση των συναλλαγών δημιουργούν εμπόδια, θα εργαστούμε για να ενδυναμώσουμε τις αγορές και να επιλέξουμε τα προγράμματα, που θα επιτρέψουν να εξασφαλιστεί μια ταχύτερη ανάπτυξη κατά την περίοδο της ανάκαμψης».
Στον αντίποδα, ο Economist έχει δίκιο όταν προειδοποιεί: «Αν ο Covid-19 αφεθεί να ρημάξει τις αναδυόμενες χώρες, θα επιστρέψει και θα εξαπλωθεί εκ νέου στις πλούσιες χώρες». Κι αυτή η προειδοποίηση περιλαμβάνει και την οικονομική διάσταση, στην περίπτωση που η παραγωγή πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών υποστεί ένα sudden stop αντίστοιχο με αυτό της ροής κεφαλαίων.
Τα πάντα σε επανεξέταση
Για το οικονομικό σύστημα θα είναι δύσκολο να επιστρέψει στην προ της κρίσης λειτουργία του. Οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας θα έχουν αποδιοργανωθεί, κάποιες επιχειρήσεις θα έχουν πτωχεύσει, ο τρόπος διαχείρισης των δημοσίων δαπανών (ιδιαίτερα στην υγεία), θα έχει καταρρεύσει. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε την πιθανότητα ενός θεμελιακού αναπροσανατολισμού του συστήματος.
Αυτή όμως δεν θα έχει τίποτα το αυθόρμητο: με την αναστολή ολόκληρων τμημάτων της εργατικής νομοθεσίας, βλέπουμε ήδη να προετοιμάζεται το μετέπειτα χτύπημα. Στη συνέχεια θα έρθουν οι συζητήσεις περί της αναγκαίας «χρηματοοικονομικής εξυγίανσης», που η εφαρμογή της μπορεί να προκαλέσει μια βαθύτερη ύφεση, όπως το 2010. Η επιστροφή στην «ορθοδοξία» θα έχει επίσης ως αποτέλεσμα να αναβάλει κάθε πρόγραμμα για Green New Deal: πώς θα μπορούσαμε, πράγματι, να φανταστούμε ότι αφού θα έχουν ήδη ξοδέψει δισεκατομμύρια ευρώ, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα θελήσουν να ξεμπλοκάρουν τα σημαντικά ποσά που είναι αναγκαία για την πάλη ενάντια στην κλιματική αλλαγή;
Σε ένα σημείωμα στο οποίο αναρωτιέται «ποιόν καπιταλισμό θα προτιμούσαμε;», ο Patrick Artus ζωγραφίζει ένα καλό πορτραίτο του «απαράδεκτου» καπιταλισμού (που ζούμε σήμερα). Ο Artus περιγράφει στη συνέχεια δύο πιθανούς δρόμους για την εξέλιξη του συστήματος: είτε την εγκαθίδρυση ενός «καπιταλισμού κρατικιστικής υπερ-ρύθμισης», είτε την «οικειοθελή εξέλιξη του καπιταλισμού προς μια παραδοχή χαμηλότερης κεφαλαιακής απόδοσης για τον μέτοχο». Υπάρχει ένα και μόνο πράγμα, για το οποίο θα έπρεπε να είμαστε πεπεισμένοι: δεν θα πρέπει να αφήσουμε τις ελπίδες μας σε μια αυθόρμητη μετεξέλιξη του καπιταλισμού.
μετάφραση Σπύρος Μπενετάτος
αναδημοσίευση από alencontre.org