Των Ρομπόλη-Μπέτση
Δύο κεντρικά ζητήματα απασχολούν στις μέρες μας τον διεθνή και ευρωπαϊκό πολιτική, οικονομική και κοινωνική συζήτηση και αντιπαράθεση: οι ανισότητες και η κλιματική αλλαγή.
Οι διεθνείς οργανισμοί και οι διεθνείς συναντήσεις (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, Γενάρης 2020) διατυπώνουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, προτάσεις διαχειριστικού και διευθετικού χαρακτήρα, παραβλέποντας (για τους δικούς τους λόγους) να διερευνήσουν και να κατανοήσουν το εξής σημαντικό: τα δύο αυτά σοβαρά προβλήματα είναι ουσιαστικά συνυφασμένα με τις διάφορες φάσεις της διεθνούς και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής δραστηριότητας και των ασκούμενων διαχρονικά οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Κι αυτό γιατί ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, που χαρακτηρίζεται, κατά βάση, από την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των ατόμων, με τη χρήση των μηχανισμών της αγοράς για τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής τους (J.Muller, 2013). Έτσι, στην πορεία εξέλιξης και μεταμόρφωσής του από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα, αναζητά εντός των ορίων των συστημικά εγγενών αντιφάσεών του τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, η οποία είναι συνυφασμένη, κατά βάση, με τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την κερδοφορία.
Ως εκ τούτου, η διεύρυνση και η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη διαχρονική τους πορεία διεθνώς είναι η ύπαρξη ανισοτήτων και ανάλωσης των φυσικών πόρων, που ιδιαίτερα από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και από τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, έχουν οδηγήσει σε κοινωνική αποσύνθεση και περιβαλλοντική καταστροφή.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει, ότι η μείωση των ανισοτήτων που παρατηρείται σε συγκεκριμένες περιόδους (1900-1910 και 1950-1960) του “βιομηχανικού καπιταλισμού” στις ανεπτυγμένες χώρες, ήταν αποτέλεσμα των πολέμων και των δημόσιων πολιτικών που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση των σοβαρών συνεπειών τους. Mε άλλα λόγια, η δυναμική της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου εξαρτάται από τους κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Οι συσχετισμοί αυτοί σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων κινούνται προς τη σύγκλιση ή την απόκλιση. Έτσι, αποδεικνύεται, ότι δεν υπάρχει καμία φυσική και αυτόματη διαδικασία στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου, που θα απέτρεπε τις εγγενείς τάσεις διεύρυνσης των ανισοτήτων (Th.Piketty,2013), φτωχοποίησης του πληθυσμού και καταστροφής του περιβάλλοντος.
Το επίκεντρο των ανισοτήτων
Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το επίκεντρο της ανασφάλειας και των ανισοτήτων, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, μετατοπίζεται από τη φύση στην οικονομία, ενώ κατά τον 20ο και 21ο αιώνα μετατοπίζεται και στην οικονομία και στη φύση. Στην πορεία της μετατόπισης του “καπιταλιστικού επίκεντρου”, κερδίζουν έδαφος στην κοινωνικο-οικονομική και πολιτική σκέψη αλλά και πρακτική οι αντιλήψεις, ότι η συντελούμενη, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, “δίδυμη ανασφάλεια” απειλεί τη διεθνο-ευρωπαϊκή οικονομία και δημοκρατία.
Στις συνθήκες αυτές, η ανασφάλεια και οι ανισότητες που δημιουργήθηκαν την περίοδο του “βιομηχανικού καπιταλισμού” του 19ου αιώνα, οδήγησαν στην ίδρυση συνδικαλιστικών οργανώσεων και κοινωνικών θεσμών, επιδιώκοντας με τη δράση τους τον περιορισμό των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων.
Κατά τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, η ύφεση, η υψηλή ανεργία, οι συνθήκες φτώχειας του πληθυσμού συνέβαλαν, μεταξύ των άλλων, στη μετατόπιση του κέντρου βάρους του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Συγκεκριμένα, το βάρος μετατοπίστηκε προς την κατεύθυνση συλλογικών επιλογών και μετεξέλιξης των κοινωνικών θεσμών στο κράτος-πρόνοιας, με την έννοια της κοινωνικής προστασίας και ασφάλισης των εργαζομένων, των ηλικιωμένων, των ανέργων, της οικογένειας κλπ.
Η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, κατά τις πρώτες δεκαετίες, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέπεσε με υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, της απασχόλησης, του αριθμού των γεννήσεων, των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, της διεύρυνσης των δυνατοτήτων εκπαίδευσης και ικανοποίησης ευρύτερης κλίμακας των κοινωνικών αναγκών.
Μετα-βιομηχανικός καπιταλισμός
Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 συντελείται σταδιακά η ένταξη στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ασίας. Επίσης, πραγματοποιείται η νεο-φιλελευθεροποίηση των ασκούμενων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών των δυτικών χωρών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και η μετάβαση από “τον βιομηχανικό στον μετα-βιομηχανικό καπιταλισμό”.
Η παραγωγή των βιομηχανικών προϊόντων συντελείται, από τις αρχές του 21ου αιώνα, περισσότερο με νέες τεχνολογίες, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, αυτοματισμό και λιγότερο με τις ικανότητες των εργαζομένων. Η μετάβαση αυτή επέφερε και επιφέρει σταδιακά, μεταξύ των άλλων, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, συστηματική καταστροφή του περιβάλλοντος.
Αυτό οφείλεται στη σημαντική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και των ανεξέλεγκτων εκπομπών καυσαερίων στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Εκτός, όμως, της περιβαλλοντικής μόλυνσης προκαλείται υψηλή ανεργία στο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό και μειωμένη ζήτηση στο ημι-ειδικευμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η συγκεκριμένη μετάβαση, λοιπόν, οδήγησε στην αύξηση της ζήτησης εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης με επιστημονική και τεχνική γνώση στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής.
Οι ριζικές αυτές τεχνολογικές και παραγωγικές αλλαγές, στο άμεσο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, στην αγορά εργασίας, τα εισοδήματα κλπ μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων προς την κατεύθυνση των νέων συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Παράλληλα, περιθωριοποιείται η μαζική απασχόληση στους χώρους εργασίας, διευρύνονται όλες οι μορφές ευελιξίας της απασχόλησης (αμοιβών, χρόνου εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης κλπ), αυξάνεται η εργασιακή ανασφάλεια των κοινωνικο-οικονομικών και εισοδηματικών ανισοτήτων. Μάλιστα, τα προαναφερθέντα συμβαίνουν σε βαθμό που ένας στους τρεις πολίτες των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) να βρίσκεται σήμερα στα όρια της φτώχειας.
Μετασχηματισμός κοινωνικού κράτους
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί, ότι οι συνθήκες αυτές, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά, δημιουργήθηκαν (σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο) από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές των κυβερνήσεων. Κι αυτό γιατί οι προαναφερόμενες πολιτικές λειτούργησαν και λειτουργούν, με την τεχνική στήριξη και πολιτική προτροπή των διεθνών οργανισμών (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.α.), ως μονομερής καταγγελία και αποδέσμευση από το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και το κοινωνικό κράτος.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τον σταδιακό μετασχηματισμό του κοινωνικού κράτους σε κράτος φιλανθρωπίας, μη ικανού να αποτρέψει κοινωνικά, οικονομικά και αποτελεσματικά τις ανισότητες, την κλιματική αλλαγή και τη φτωχοποίηση του πληθυσμού σε απόλυτο επίπεδο.
Με άλλα λόγια, η εξέλιξη των τεχνολογικών συνθηκών παραγωγής στις καπιταλιστικές σχέσεις, συνεπικουρούμενη και από τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, συνιστώντας τη μήτρα της επερχόμενης αντίθεσης μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας, δημιουργούν τις συνθήκες του απορρυθμιστικού μετασχηματισμού του κοινωνικού κράτους σε κράτος φιλανθρωπίας, με ότι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, στο παρόν και το μέλλον, για τις σύγχρονες κοινωνίες.
ΠΗΓΗ: iskra.gr