Στην προ social media εποχή, όσοι έβγαιναν στον δρόμο και άρχιζαν να φωνάζουν ακατάληπτα πράγματα θεωρούνταν μάλλον ότι έχρηζαν κάποιας ειδικής φροντίδας. Οι άνθρωποι μιλούσαν δημοσίως όταν κάποιος τους έδινε τον λόγο και πρωτίστως όταν υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Το ίδιο ίσχυε, σε έναν βαθμό, και για τους πολιτικούς. Εβγαιναν να κάνουν μια δήλωση όταν είχαν ή όφειλαν κάτι να πουν, κάτι που θεωρούσαν ότι ενδιέφερε τους συμπολίτες τους.
Αυτό άρχισε να ανατρέπεται με την έλευση του ελευθέρου ραδιοφώνου και της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πέρα φυσικά από την πολύτιμη και απαραίτητη για τη σύγχρονη δημοκρατία πολυφωνία, όσο ο χρόνος της δημόσιας σφαίρας που έπρεπε να γεμίσει μεγάλωνε, τόσο η φειδώς άρχισε να αντικαθίσταται από τον πλατειασμό. Και όταν πια έφτασαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο καθένας μας απέκτησε το δικό του δίαυλο μιας κάποιας μαζικής επικοινωνίας αισθανθήκαμε ότι έπρεπε και να έχουμε κάτι να πούμε.
Κάτι έξυπνο, διαφορετικό, ιδιαίτερο, περισπούδαστο. Μια διαφορετική ματιά σε όσα έχουν ειπωθεί, διότι μόνο τότε θα είχε νόημα η παρέμβασή μας. Μπορεί να μην έχεις κάθε φορά κάτι έξυπνο να πεις, βρε αδελφέ. Άνθρωπος είσαι. Δεν είσαι λογισμικό παραγωγής «πιασάρικης διαδικτυακής ατάκας». Η διάθεση απφθεγματικότητας γίνεται πιο έντονη στις περιόδους των μεγάλων γεγονότων ειδικά όμως των επετείων.
Για παράδειγμα, δεν γίνεται να είναι 28η Οκτωβρίου και να μην έχεις κάτι έξυπνο να πεις. Κάτι που να κλείνει το μάτι στον χρήστη. Αυτή η αγωνία κατατρύχει και ορισμένους πολιτικούς που συχνά εγκλωβίζονται σε ένα είδος γνωμολογίας και καταφεύγουν σε διάφορες αυθαίρετες αναγωγές, αυτοαναφορικές ερμηνείες και αναχρονισμούς.
Επιχειρούν να ερμηνεύσουν ατεκμηρίωτα το χθες με βάση το σήμερα και να φέρουν επιλεκτικά στο σήμερα τα γεγονότα του χθες. Είναι βεβαίως άκρως γοητευτικό αυτό, καθώς με το ανακάτεμα γεγονότων και ιδίων απόψεων αισθάνεται κάποιος ότι γίνεται μέρος της ιστορίας, μέσω της δικής του προσπάθειας επανασηματοδότησής της. Είναι κατανοητή και η γοητεία και η αγωνία.
Ομως δεν είναι πραγματική η ανάγκη να έχουμε διαρκώς κάτι να πούμε. Είναι πλασματική ακόμα και για τους πολιτικούς. Δεν αναφέρομαι φυσικά στους θεσμικά υπεύθυνους που εκ της θέσης τους οφείλουν να εκδίδουν, με σεβασμό και συναίσθηση, ένα επετειακό μήνυμα. Αναφέρομαι σε όσους πλανώμενοι πλάνην οικτρά αισθάνονται ότι οφείλουν να κάνουν την τοποθέτησή τους, διότι χωρίς το ποστάρισμα τους στο Facebook ο εορτασμός της επετείου θα είναι ημιτελής.
Κατ’ αρχάς να τους διαβεβαιώσω, στο μέτρο που επιτρέπεται, ότι η ιστορική μνήμη δεν θα επηρεαστεί καταλυτικά από τη συμβολή τους. Οι ήρωες του 1940 δεν περιμένουν το δικό τους tweet για να υπάρξουν ή να δοξαστούν. Αλλά όσοι επιμένουν, ας μην μπερδεύονται με τις πολλές λέξεις. Ας μην χάνονται στις διαφορετικές έννοιες. Ας μην αναζητούν σύγχρονες προσαρμογές ή τεχνητές ιδεολογικές προσθήκες στα ιστορικά γεγονότα. Τα ιστορικά γεγονότα δεν περιμένουν τα θολά πρίσματα της σημερινής επικαιρότητας για να αποκτήσουν υπόσταση. Εν προκειμένω, ο αγώνας του 1940 ήταν μια θυσία για την πατρίδα. Ολα τα άλλα είναι κατά τη γνώμη μου περιττά.