Του Στάθη
Ποιος είναι ο Ντάισελμπλουμ; Παλιά στα καφενεία αρειμάνιοι θαμώνες στερούμενοι πολιτικής ορθότητος θα κάγχαζαν «ποιος τον γαμάει τον Ντάισελμπλουμ;». Δυστυχώς,
αρειμάνιοι πρόγονοι, συμβαίνει το αντίθετο: ο Ντάισελμπλουμ είναι, που κακοποιεί την Ελλάδα άνευ διακοπής, ουδέ ελέους.
Και τούτο όχι διότι οι απόγονοί σας είναι πολιτικώς ορθοί και υφίστανται τα πάνδεινα χωρίς να λένε κακές κουβέντες, αλλά διότι
εκείνοι που κοκορεύονταν με λεονταρισμούς εναντίον της τυραννίας απεδείχθησαν κότες.
Αφού οδήγησαν τη χώρα στο μαρμαρένιο αλώνι της σύγκρουσης, διαπίστωσαν ότι η σύγκρουση μπορεί να πονέσει και την έκαναν δειλά-δειλά, αφήνοντας την Ελλάδα έρμαιο στα χέρια των τυράννων να τη βιάζουν, να την ξεσχίζουν, να τη φτύνουν, να την ξεφτιλίζουν και να την εκδίδουν. Ποιος είναι ο Ντάισελμπλουμ; ένας φιόγκος που ο Γιωργάκης, ο κ. Σαμαράς και ο Τσίπρας του έδωσαν το δικαίωμα να το παίζει ψευτόμαγκας, που του όπλισαν το χέρι να το παίζει μαχαλόμαγκας και να χαρακώνει σαν νταβατζής με τον σουγιά
τα μάγουλα της Ελλάδας, για να βρίσκουν αυλάκι τα δάκρυα να τρέχουν.
Δεν θα βγάλουμε ποτέ άκρη με αυτούς τους νταβατζήδες, τον Ντάισελμπλουμ, τον Ολάντ και τον Ραχόι, με όλους αυτούς τους μαχαιροβγάλτες,
τα παράσιτα,
τις βδέλλες.
Που ρουφάνε αίμα από τα επιδόματα αναπηρίας ή τους μισθούς για σκλάβους. Εχουμε μπλέξει
και δεν θα ξεμπλέξουμε ποτέ. Σήμερα αυτό, αύριο το άλλο, έχουμε βάλει τον τοκογλύφο στο πιάτο μας, στην τσέπη μας, στο σχολείο, στο νοσοκομείο, παντού και πάνω απ’ όλα, έχουμε βάλει τον τοκογλύφο μέσα στην ψυχή μας. Να την απομυζά. Και το
χειρότερο απ’ όλα:
έχουμε συνηθίσει αυτό που μας συμβαίνει. Εφτά χρόνια τώρα μπαίνει στο σπίτι ο κ. Ντάισελμπλουμ και κάνει ό,τι γουστάρει. Κόβει το φαΐ του παιδιού, στέλνει στον διάολο τον παππού, αφήνει άνεργο τον άντρα, ξεφτιλίζει τη γυναίκα, γαμάει και δέρνει! Ποιος; ο φιόγκος! Ποιος; ο Σόιμπλε! διότι
«δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς»! Αυτό ήρθε και μας είπε ο Τσίπρας επιστρέφοντας από τα Βερολίνα, «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», θα μας κάνει ό,τι θέλει ο Σόιμπλε, κλείστε τα μάτια, μη βγάζετε τσιμουδιά, όποιος διαμαρτύρεται είναι αποστάτης. Για πρώτη φορά η Αριστερά
κήρυξε τον ραγιαδισμό. Τον κήρυξε και πέθανε. Τη δολοφόνησε ο Τσίπρας. Κι όχι μόνον τη δολοφόνησε, αλλά έκτοτε την ατιμάζει με αλλεπάλληλα ψέματα, υποσχόμενος ότι θα κάνει αύριο, αυτά που ο ίδιος δεν επέτρεψε στον εαυτόν του να κάνει σήμερα.
Ο Τσίπρας δολοφόνησε την Αριστερά, που τον ακολούθησε. Δολοφόνησε και δολοφονεί τη λογική. Κάθε μέρα και πιο αδύναμος, φαντασιώνεται ότι την επομένη θα είναι πιο δυνατός. Πώς; Τι σημασία έχει! Αλλά εκτός από την Αριστερά και τη λογική, ο Τσίπρας κυρίως δολοφονεί την Ελλάδα. Παρατηρώντας κανείς την πρόσφατη ρητορική των ανδρεικέλων του Βερολίνου, διαπιστώνει, ότι πλέον έχουν περιορισθεί να ισχυρίζονται, ότι οι προηγούμενοι ήταν χειρότεροι,
χωρίς να αισθάνονται οι ίδιοι την υποχρέωση να είναι καλύτεροι. Αλλά και σε αυτό ψέματα λένε. Οποιος ξεπουλάει, ωφελείται. Και αυτοί ξεπουλάνε. Ο,τι είχε απομείνει να έχει ο λαός, πωλείται. Πωλούνται τα δισεκατομμύρια για εκατομμύρια, και πωλούνται έτσι; με το αζημίωτο; για την ψυχή της μάνας τους
ξεπουλάνε την περιουσία των Ελλήνων, λες και τη βρήκαν απ’ τον πατέρα τους, αυτοί που «δεν μπόρεσαν να κάνουν αλλιώς»; Αυτοί που με βάρκα την πορτοφόλα των «υπερθεματιστών», προσπάθησαν να αποκτήσουν και οι ίδιοι μια θεσούλα στο σύστημα; Με το αζημίωτο; Πού ζούμε; στη χώρα της καλής καρδιάς και της Αλίκης στην παιδική ηλικία του Ντάισελμπλουμ;
Θα έλεγε κανείς, ότι δεν έχει σημασία, αν ορισμένοι πωλούν τοις μετρητοίς ή αν πωλούν επί πιστώσει. Οντως. Δεν έχει καμιά σημασία αν η Ελλάδα εκποιείται από βλακεία ή με το αζημίωτο. Σημασία έχει ότι η Ελλάδα εκποιείται.
Οπως επί Σημίτη, έτσι και επί Τσίπρα σημασία δεν έχει ποιοι χρηματίζονται, σημασία έχει ότι τίποτα δεν άλλαξε. Παρά μόνον προς το χειρότερο. Ποτέ άλλοτε τόση οργή, τόση απελπισία, τόση απογοήτευση. Με
δύο αυτοκτονίες την ημέρα
κινείται η χώρα.
Και δεν μιλάει κανείς. Διότι «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».Με διακόσιες πενήντα χιλιάδες παιδιά να πεινάνε καρκινοβατεί η χώρα, με τους νέους να μεταναστεύουν πεθαίνει η χώρα
κι εμείς καθόμαστε να ασελγούν πάνω μας οι τύραννοι, διότι «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».
Η Κατοχή κράτησε τέσσερα χρόνια. Τα μνημόνια έχουν κρατήσει επτά. Τότε στον αγώνα ο λαός βρήκε την ψυχή του και ανέκτησε την ελευθερία του. Σήμερα οι απώλειες της χώρας είναι εφάμιλλες εκείνων της Κατοχής (λογαριάστε να δείτε, και σε πλούτο και σε ανθρώπους που χάνονται), ενώ ο λαός καθηλώνεται,
από εκείνους που τον ξεσήκωσαν.
Παρά την περιορισμένη γνώση της ιστορίας, που κάνουμε ότι έχουμε, όλοι κατά βάθος γνωρίζουμε, τι σημαίνει αυτό που μας συμβαίνει και τι μας περιμένει, προκειμένου να το νικήσουμε ή αν μας νικήσει...
ΠΗΓΗ: enikos.gr