Του Χρήστου Λάσκου
Η φράση του τίτλου έχει πολυχρησιμοποιηθεί μετά το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρίσης. Συνήθως, μάλιστα, συνδέεται με τον Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος τότε και εκεί, στον καιρό μιας προηγούμενης Μεγάλης Κρίσης και του εγκατεστημένου πια...
φασισμού, έγραψε, αποτιμώντας συνοπτικά της εποχή του: «Το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Ζούμε στην εποχή των τεράτων»
Νομίζω, πως το ελληνικό έτος 2016 θα μείνει στην ιστορία, ως ο χρόνος που αποκάλυψε, τι συγκεκριμένα μπορεί να σημαίνει αυτή η αναφορά στα τέρατα.
Αναρωτηθήκαμε πολλές φορές, τα προηγούμενα χρόνια, για τα τέρατα, που κυοφορεί η εποχή. Η άγρια, δολοφονική, οικονομική ακροδεξιά, στην κεντροαριστερή ή κεντροαριστερή παραλλαγή της, μας φάνηκε καλή υποψήφια. Στη συνέχεια ήταν οι ναζιστές, με την πραγματικά εντυπωσιακή δυναμική τους στην πρώτη φάση της ανάδειξής τους, που στοίχειωσαν τους εφιάλτες μας. Να, όμως, που το 2016 ήρθε να μας δείξει, πως η κυβερνώσα αριστερά ταιριάζει περισσότερο στο πνεύμα της γκραμσιανής ρήσης.
Θέλω να πω, οι αρχικοί υποψήφιοι, με την πολιτική τους, τις στοχεύσεις και την αγριότητά τους δεν παραβίασαν καμιά στιγμή την «φύση» τους. Αυτό που έκαναν, ήταν να υπερακοντίσουν χαρακτηριστικά της πολιτικής και κοινωνικής τους ιδιοπροσωπίας.
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση πορεύεται απολύτως «παρά φύσιν». Η ασκούμενη πολιτική είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα τερατογένεσης στην σύγχρονη ιστορία.
Να κάνεις όλα, όσα επί χρόνια κατήγγειλες ως εγκληματικά.
Να εφαρμόζεις όλα, όσα επικαλούσουν ως δείκτες της εκμεταλλευτικής αντίληψης των «άλλων».
Να επιχειρείς να διαχύσεις, με ύφος, μάλιστα, την ιδέα, πως δεν μειώνεις το λαϊκό εισόδημα με ένα κάρο έμμεσους φόρους και «εξοικονομήσεις» από τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Να μην κατανοείς, δηλαδή, ούτε κατ’ ελάχιστον, πόσο, όχι «δύσκολο», αλλά πραγματικά ακραία βασανιστικό είναι για τον μισό και παραπάνω πληθυσμό, να μην έχει αρκετό εισόδημα, για να βγάλει το μισό μήνα. Κάθε μήνα –και κάθε μήνα και χειρότερα.
Να μην συλλαμβάνεις [ως άλλη μια απόδειξη του μαρξικού «το είναι καθορίζει την συνείδηση»;] την εκτεταμένη δυστυχία, που δεν είναι, όπως νομίζεις, αποτέλεσμα ποσοτικής έλλειψης, αλλά μιας ποιοτικής καταστροφής του βίου εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτά είναι, που, περισσότερο από ο,τιδήποτε, κάνουν την εποχή να παίρνει επαξίως το γκραμσιανό της όνομα. Αυτή η φρικώδης μεταλλαγή ενός πολιτικού χώρου είναι, νομίζω, που θα χαρακτηρίσει την εποχή μας περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.
Λένε, βέβαια, πολλοί: μα, είναι δυνατόν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αυτό το πολιτικό προσωπικό να συμμετέχει σε κάτι τέτοιο; Να πω, λοιπόν, για να είναι καθαρό. Ένα μέρος της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, πως είναι έτοιμο να κάνει πραγματικά τα πάντα.
Ένα άλλο τμήμα είναι, επίσης, σίγουρο πως κινείται, όπως κινείται, στο πλαίσιο ενός αντικειμενικού εγκλωβισμού. Είτε γιατί δεν μπορεί να επωμιστεί κάποια «ζημία» στην κυβέρνηση, είτε γιατί η υποχώρηση απέναντι στον αρχικό εκβιασμό του Ιουλίου 2015 διαμόρφωσε μια κατάσταση πραγματικά χωρίς επιστροφή. Είναι, επομένως, αναγκασμένο να εκλογικεύει την πρακτική του βάσει της διακήρυξης: «με τους άλλους θα ήταν χειρότερα». Μόνο που αυτό δεν είναι αποδείξιμο, ιδίως αν θυμηθούμε τη ρήση του Ανιέλι πως «σήμερα, στη χώρα μας, μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μόνη που μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές της Δεξιάς». Αναλογιστείτε μόνο, τι θα συνέβαινε, αν η κυβέρνηση των σαμαροβενιζέλων επιχειρούσε να περάσει τα μισά από όσα γίνονται σήμερα. Γινόταν; Αμφίβολο, πολύ.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για αυτά που δεν θα μπορούσαν να γίνουν και γίνονται. Σημαντικότερα είναι αυτά, που γίνονται για πρώτη φορά –που είναι, δηλαδή, από ποιοτική άποψη πρωτοποριακά.
Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον κόφτη. Είμαι βέβαιος, πως κάποιοι μέσα στην κυβέρνηση θεωρούν, πως ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν το συγκεκριμένο θέμα ήταν ο καλύτερος δυνατός, «τούτων δοθέντων». Δοθέντων, δηλαδή, του συσχετισμού, της ήττας, των μεθοδεύσεων ΔΝΤ και γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών κλπ, κάτι σώσαμε πάλι! Εκεί που θα έπρεπε να νομοθετηθούν, εξαρχής, προληπτικά μέτρα επιπλέον 3.6 δισ. ευρώ εμείς τα παραπέμψαμε στο μέλλον – και αν χρειαστεί. Δεν θα μείνω στην πεποίθησή μου, πως «θα χρειαστεί και θα παραχρειαστεί», στο μέτρο που, όπως έχει υποστηρίξει αυτή η στήλη πολλές φορές, τα περί ανάπτυξης, ανάστασης, εκτόξευσης και άλλων μεταφυσικό-πυραυλικών είναι επιβλαβέστατες για τη ζωή μας ανοησίες.
Θα μείνω λίγο, σε αυτό που διαφεύγει εντελώς από τους καλών προθέσεων ανθρώπους του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, λοιπόν, που δεν κατανοούν καθόλου είναι, πως ο κόφτης δεν είναι άλλο ένα περιοριστικό δημοσιονομικό εργαλείο.
Ο κόφτης, δια της «παρουσίας» του εγκαθιστά μια νέα, ακόμη δυσμενέστερη, βιοπολιτική συνθήκη. Εκατομμύρια άνθρωποι, μισθωτοί και συνταξιούχοι, κουρδίζονται, ώστε να παρακολουθούν διαρκώς, με μεγαλύτερη εγρήγορση την άνοιξη κάθε χρόνου, τα δημοσιονομικά στοιχεία, προκειμένου να αντιληφθούν αν, τι και πόσο θα περικοπούν τα εισοδήματά τους. Σκεφτείτε το: ο μέσος εργαζόμενος θα απασχολείται, πλέον, θέλοντας και μη με την «πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής». Η «δημοσιονομική προσαρμογή» γίνεται μέρος της καθημερινότητας όλων μας. Διαρκώς και αδιαλλείπτως. Αν αυτό δεν είναι βιοπολιτική τερατωδία, δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει η διακριτή λέξη «βιοπολιτική».
Μπορώ ακόμη να νιώσω συμπάθεια για ανθρώπους, που ασκούν αυτήν την πολιτική. Μπορώ να μπω στον κόπο, να αντιληφθώ τον εγκλωβισμό τους. Μπορώ να προσπαθήσω για αυξημένη «ενσυναίσθηση». Είμαι εναντίον οποιασδήποτε επιλογής ad hominem επιθέσεων.
Αυτό που δεν μπορώ, όμως, με τίποτε είναι, να μου βγαίνουν και επιθετικά. Ας σκεφτούν και ας ξανασκεφτούν την πιθανότητα, πως η συγκεκριμένη δράση τους δεν είναι ένα ακόμη επεισόδιο στη «μακρά πορεία», αλλά, ίσως, η απόλυτη καταστροφή οποιασδήποτε δυνατότητας ανάταξης μιας αριστερής προοπτικής για πολλά χρόνια.
Και ας σταματήσουν να στηρίζουν «αντικειμενικά» κάποιους αχαρακτήριστους, που μπορούν, μέσω της «Εποχής», να γράφουν τέτοια: «[Ο] ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι (δεν δικαιούται) πια να είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν περιθώριο επιστροφής, στην χορεία των κομμάτων που αμφισβητούν τον δημοκρατικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου». Ποσώς με ενδιαφέρει το μόρφωμα (sic), που, ελέω Πρωτοδικείου, έχει κρατήσει το όνομα ΣΥΡΙΖΑ. Κάτω, όμως, τα χέρια από την ιστορία των «κομμάτων διαμαρτυρίας», την ιστορία, δηλαδή, των κομμάτων που άλλαξαν τον κόσμο απείρως περισσότερο από ό,τι όλα μαζί τα κυβερνώντα γκρουπούσκουλα. Των κομμάτων, επιπλέον, που, όχι μόνο δεν «αμφισβητούν» τον δημοκρατικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου, αλλά, ακριβώς αντίθετα, χωρίς και τους δικούς τους αγώνες, ο δημοκρατικός πλουραλισμός και το κράτος δικαίου δύσκολα θα είχαν εγκαθιδρυθεί και προ πολλού, ίσως, θα είχαν ολοκληρωτικά εκλείψει.
Ξέρω, πως είναι πολλοί, όσοι θέλουν να δίνουν διαρκώς διαπιστευτήρια. Αφού το είπε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός, «τέλος με το αριστεροχώρι». Μόνο που αν κάτι μπορεί να επαναφέρει την ελπίδα, δεν είναι παρά οι «μικροί άνθρωποι», παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους, και, μαζί το «αριστεροχώρι», που πάντοτε υπήρχε ακριβώς γι’ αυτούς, όντας τμήμα τους. Και όσοι απαξιώνουν τα «κόμματα διαμαρτυρίας» και το «αριστεροχώρι» μπορούν να βασιστούν στο παλαιοπασοκικό κράτος. Ή, τουλάχιστον, μπορούν να το νομίζουν.
Δεν ξέρω, αν ξέρουν τι κάνουν, ξέρω, όμως, πως καλό δεν κάνουν. Και, νομίζω, δεν είμαι ο μόνος που το ξέρει.
ΠΗΓΗ: thepressproject.gr