Αλέξανδρος Ζέρβας
Πέρα από τις αναλύσεις για τον εύλογο εντεινόμενο εκνευρισμό που καταγράφεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο, καθώς και τον ιδιότυπο πολιτικό εκνευρισμό που παρατηρείται στις τάξεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης (η οποία έχει μείνει χωρίς αφήγημα), είναι πολύ χρησιμότερο να δούμε
ποια θα είναι τα άμεσα πρακτικά αποτελέσματα της επιχειρούμενης νέας επικαιροποίησης της μνημονιακής λιτότητας.
Γιατί μέσα στον απόλυτο πολιτικό παραλογισμό που βιώνει η ελληνική κοινωνία, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί κανείς, πως για τα μεγαλύτερα, πιο αδύναμα τμήματά της η καθημερινότητα από αύριο γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Ποιος έχει άλλωστε αμφιβολία, ότι ο λογαριασμός από τη νέα αύξηση του κόστους ζωής θα πλήξει ουσιαστικά περαιτέρω όλους εκείνους, που μέχρι τώρα «με δυσκολία τα έβγαζαν πέρα»;
Η απάντηση Κατρούγκαλου, ότι «μπορούμε να ζήσουμε λιγάκι χωρίς τσιγάρα ή καφέ, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς νερό ή ρεύμα», προφανώς δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά.
Κατά πρώτον, γιατί, όπως ορθώς επισημαίνουν πολλοί, ενδεχόμενη μεγάλη μείωση της εν λόγω κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ναυάγιο όσον αφορά στους δημοσιονομικούς στόχους, οπότε η ενεργοποίηση του «κόφτη» θα επέλθει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αυτό ωστόσο είναι το λιγότερο: όπως πιθανότατα θα γνωρίζει κι ο κύριος Κατρούγκαλος, στη λίστα των επερχόμενων ανατιμήσεων, εκτός του τσιγάρου και του καφέ, περιλαμβάνονται προϊόντα πρώτης ανάγκης για τους καταναλωτές, ενώ παράλληλα έρχονται αυξήσεις και στα εισιτήρια των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς τις έμμεσες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις μέσω της νέας παρακράτησης φόρου, αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο στο οποίο θα βρεθούν πολλές οικογένειες. Εφόσον δε αναλογιστεί, ότι πρόκειται για το δεύτερο κύμα μαζικών ανατιμήσεων που έρχεται να φορτωθεί μέσα σε μόλις 10 μήνες στους ώμους ενός λαού εξουθενωμένου από 6 χρόνια ακραίας λιτότητας, καταλαβαίνει για ποιο λόγο, ίσως αρχίσουν οσονούπω να αγριεύουν τα πράγματα.
Το αδιέξοδο ενώπιον κυβέρνησης και κοινωνίας
Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης Τσίπρα είναι, πως, εγκλωβισμένη στη μνημονιακή δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα, αναζητά έσοδα, εκεί που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να υπάρξουν. Είναι σαφές, πως δεν έχουν «μετρήσει» σωστά την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας. Το ζήτημα άλλωστε δεν είναι μόνο αν θα προκύψουν σοβαρά έσοδα από τη φορολόγηση των πιο εύπορων στρωμάτων, αλλά αν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στοιχειωδώς οι λεγόμενοι ασθενέστεροι.
Αυτοί, δηλαδή, που δίπλα στην επιβάρυνση του κόστους διαβίωσης πιθανότατα να έχουν να αντιμετωπίσουν τη διευθέτηση κάποιου «κόκκινου δανείου» (προ του υπαρκτού πλέον κινδύνου πλειστηριασμών), την ίδια στιγμή που επικρέμαται πάνω τους και ο νέος αυξημένος ΕΝΦΙΑ. Εκείνοι που (ενώ ενδεχομένως παλεύουν να ανταποκριθούν στις ληξιπρόθεσμες οφειλές σε ταμεία ή προς την εφορία) βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται ακόμη περισσότερο μέσω της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών. Τι θα συμβεί στο εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο, που ένα σημαντικό κομμάτι τους περιπέσει σε καταφανή αδυναμία πληρωμών;
Για τους δανειστές η απάντηση μάλλον είναι εύκολη. Αυτός ήταν ο λόγος, που επέβαλαν τον «κόφτη», καθώς δεν πείστηκαν ιδιαίτερα από το σχέδιο της κυβέρνησης για διεύρυνση των φορολογικών βαρών.
Για την κυβέρνηση σίγουρα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αφού θα πρέπει να εξηγήσει, πώς το περίφημο «ταξικό πρόσημό» της συνάδει με την επιμονή να πληρώσουν τελικά (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) οι μη έχοντες το λογαριασμό των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το ονομάζει «αναγκαία ανοησία». Οι κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ;