Του Αλέξανδρου Ζέρβα
Αν επιχειρήσει κανείς να αναψηλαφήσει το καταφανές αδιέξοδο που παρατηρείται σήμερα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, πιθανότατα θα αντιληφθεί και το τέλμα, στο οποίο έχει περιέλθει πλέον το εγχώριο πολιτικό σύστημα.
Γιατί, αν κατάφερε ένα πράγμα η εφαρμογή των...
σκληρών μνημονιακών πολιτικών στη χώρα (εκτός από το να ισοπεδώσει μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας), αυτό ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας να αποψιλώσει το πολιτικό της προσωπικό από τα τελευταία αποθέματα αξιοπιστίας και σοβαρότητας που διέθετε.
Δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς, πως επρόκειτο για κάνα ιδιαίτερα δύσκολο έργο: ας μην ξεχνάμε, πως η μέχρι πρότινος καταστροφική διαχείριση εκ μέρους των δύο πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) είχε ήδη οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό στην απαξίωσή του. Μέχρι που ήρθε το τρίτο Μνημόνιο, για να αλλάξει ριζικά τους όρους της συζήτησης...
Κι είναι αλήθεια, πως η καλοκαιρινή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα ήρθε, για να δώσει ένα καίριο χτύπημα, ακόμη και σε εκείνο το τμήμα του πολιτικού συστήματος πάνω στο οποίο είχε «επενδύσει» ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί η υποβόσκουσα απογοήτευση να μην καταγράφηκε σε μεγάλο βαθμό στην εκλογική αναμέτρηση του Σεπτέμβρη (χωρίς ωστόσο να υποτιμούμε τη μεγάλη αποχή που παρατηρήθηκε), όμως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, πως η εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα.
Οι αντιφάσεις των κυβερνητικών κομμάτων
Κάπως έτσι λοιπόν φτάσαμε στο σημείο, το μεγαλύτερο κυβερνών κόμμα να πορεύεται διασπασμένο προς μια ριζική πολιτική μετάλλαξη, την οποία δεν είναι βέβαιο αν θα προλάβει να ολοκληρώσει. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν πλέον με προφανή αμηχανία τα πρώτα έντονα δείγματα κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στην πολιτική που επέλεξε να ακολουθήσει εδώ και επτά μήνες η κυβέρνηση Τσίπρα. Το χειρότερο είναι, πως στο κυβερνητικό στρατόπεδο είναι όλο και περισσότεροι εκείνοι που καταφεύγουν στην πεπατημένη του κοινωνικού αυτοματισμού, εις βάρος όσων αντιδρούν. Την ίδια στιγμή, το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται να επενδύει σε «επικοινωνιακούς πολέμους» απέναντι στον Τόμσεν, το Σόιμπλε (ή και τον Ψυχάρη), αποφεύγοντας όμως να αμφισβητήσει τον πυρήνα των ακραίων πολιτικών λιτότητας.
Την ίδια στιγμή, στο μικρότερο κυβερνητικό εταίρο, τους ΑΝΕΛ, τα πράγματα δε δείχνουν καλύτερα, με τον Πάνο Καμμένο να σηκώνει μπαϊράκι σε ζητήματα όπως το σύμφωνο συμβίωσης, ενώ αποδέχεται αγόγγυστα την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων της χώρας.
Ψάχνει και ψάχνεται η αντιπολίτευση
Από την άλλη, ο χώρος της μνημονιακής αντιπολίτευσης μοιάζει να αναζητά εναγωνίως πεδίο άσκησης πολιτικής. Η ΝΔ, υπό τη νέα ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ψάχνεται γενικώς: ως προς το πολιτικό στίγμα, τις συμμαχίες, αλλά κι ως προς τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κόμματος, καλούμενη σε κάποιες περιπτώσεις να τετραγωνίσει τον κύκλο. Να δικαιολογήσει για παράδειγμα την αντίθεσή της στο Ασφαλιστικό που συνέταξε η κυβέρνηση, όταν εμμέσως ομολογεί, πως εφόσον ήταν η ίδια στην εξουσία θα έφερνε (κατά τα μνημονιακά πρότυπα πάντα) ίδιο και χειρότερο νομοσχέδιο.
Στο δε ΠΑΣΟΚ, η απόπειρα πολιτικής ανάνηψης του πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος φαντάζει εκ προιομίου καταδικασμένη. Γίνεται μάλιστα ακόμη δυσκολότερη, όσο η Φώφη Γεννηματά εξακολουθεί να μπαλατζάρει μεταξύ της συμμαχίας με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διάσωση της διαπλοκής και της προοπτικής συγκρότησης αυτόνομου σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Από την άλλη, τέτοια διλήμματα δε φαίνεται να υπάρχουν στο Ποτάμι. Οι δεσμοί, άλλωστε, του Σταύρου Θεοδωράκη με τους βαρόνους των ΜΜΕ παραμένουν δυνατοί, ενώ το στίγμα του κόμματος συντονίζεται συχνά-πυκνά (ηθελημένα ή μη) με αυτό της τρόικας.
Η ομφαλοσκόπηση της Αριστεράς
Η κατάσταση ίσως και να απέπνεε έναν τόνο αισιοδοξίας, αν η Αριστερά φαινόταν ικανή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Δυστυχώς, όμως, διαπιστώνεται, πως το μεν ΚΚΕ εξακολουθεί να λειτουργεί εμμονικά με τα ίδια στεγανά, αρνούμενο να συμβάλει έστω και τώρα στη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου για ανατροπή των όλο και πιο δυσμενών πολιτικών, ο δε χώρος της αντιμνημονιακής Αριστεράς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δείχνει να τελεί υπό το καθεστώς μετατραυματικού σοκ, την ώρα που στις παρυφές της ανθούν προσωπικές στρατηγικές με έντονα στοιχεία βοναπαρτισμού. Ίσως σε αυτή την όχθη της πολιτικής θα ήταν αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν αρκετοί, πως κάποια στιγμή η ομφαλοσκόπηση πρέπει να τελειώνει.
Βρισκόμαστε λοιπόν πολύ κοντά στο σημείο μηδέν.
Στην κοινωνία βρίσκουν όλο και περισσότερο πρόσφορο έδαφος ρητορικές μίσους από εγκληματικές οργανώσεις, όπως αυτή της Χρυσής Αυγής, στο πολιτικό σκηνικό έχουν βρει ρόλο πρόσωπα όπως ο Βασίλης Λεβέντης, τεχνοκράτες μνημονεύονται ως «η μόνη σωτηρία για τη χώρα», ενώ σε συνδικαλιστικό επίπεδο κυριαρχούν κατά βάση ανεπαρκείς ηγεσίες.
«Κλασική περίπτωση βλάβης» που θα έλεγε και μια ψυχή.
Ως «κρίση διακυβέρνησης και κρίση ηγεμονίας» θα την περιέγραφε μια άλλη.
Μόνο που μια τέτοια βλάβη, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και με το δεδομένο γεωπολιτικό περιβάλλον, μοιάζει εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει τη χώρα σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.