Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Όποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν, επειδή έχουν ανάγκη να το πιστεύουν, ότι το γερμανικό κατεστημένο δεν έχει άλλο πόθο από την ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μάλλον δεν θα πιστεύουν στα μάτια τους διαβάζοντας το πρόσφατο κύριο άρθρο της απολύτως συστημικής...
Suddeutsche Zeitung:
«Σχεδόν κάθε εβδομάδα, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ψηφίζει μεταρρυθμίσεις στο κοινοβούλιο, περικόπτοντας δισεκατομμύρια. Κάθε νομοσχέδιο φέρνει νέα, οδυνηρά μέτρα. Οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχε διαλυθεί από μια τόσο σκληρή πολιτική. Ωστόσο, η κυβέρνηση, με πλειοψηφία μόλις τριών ψήφων, εμφανίζεται απρόσμενα ανθεκτική, όπως φαίνεται και από την υπερψήφιση του προϋπολογισμού λιτότητας για το 2016».
Την έκδηλη συμπάθεια της φιλελεύθερης-κεντροαριστερής Suddeutsche Zeitung για την «ανθεκτική» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν συμμερίζεται, όμως, η αριστερή-εναλλακτική εφημερίδα Tageszeitung, η οποία, την ίδια μέρα, έγραφε, ότι ο Αλέξης Τσίπρας «μας αποχαιρετά για τα Χριστούγεννα όχι με ευχές, αλλά με έναν ακόμη γύρο λιτότητας... Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη ταλαντεύεται μεταξύ παραίτησης και οργής. Πολλοί βλέπουν τον Τσίπρα ως προδότη, καθώς είχε υποσχεθεί να τερματίσει την πολιτική λιτότητας των προκατόχων του, αλλά τώρα υποχρεώνεται να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες πιο στενά από όλους τους προκατόχους του».
Έτσι είναι η ζωή... Κάπου κερδίζεις νέους φίλους, κάπου χάνεις παλιούς... Στη συνείδηση του Αλέξη Τσίπρα, πάντως, το ισοζύγιο είναι αναμφίβολα θετικό. Απόδειξη η απάντησή του στην Ντόρα Μπακογιάννη, που τον είχε κατηγορήσει για «οίηση», από το βήμα της Βουλής: «Θα ήταν δικαιολογημένη και λίγη οίηση από έναν άνθρωπο που δεν ανήκε σε πολιτικό τζάκι και κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός στα 40 του χρόνια». Ιδού ένας πραγματικός Γκιούλιβερ σε μια χώρα ‒ και σε ένα κόμμα ‒ πυγμαίων, που δεν έχει κανένα «αριστερό» κόμπλεξ και δεν εμποδίζεται από καμιά υποκριτική σεμνότητα να πει τα πράγματα με το όνομά τους!
Η υπερχειλίζουσα αυτοεκτίμηση (για να χρησιμοποιήσουμε όσο γίνεται πιο ευγενική έκφραση) του πρωθυπουργού δεν βασίζεται, βέβαια, στο εντυπωσιακό έργο της (νέας) κυβέρνησής του στους μόλις τρεις μήνες της ζωής της: τον δρομολογημένο ακρωτηριασμό των συντάξεων και του επιδόματος θέρμανσης, την απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, την ιδιωτικοποίηση λιμανιών, αεροδρομίων και ΑΔΜΗΕ, το ξεπούλημα των τραπεζών μπιρ παρά, την παράδοση κόκκινων δανείων στους γύπες των distress funds.
Ο μοναδικός παράγοντας, που καταφέρνει να τρέφει το πολύ απαιτητικό Εγώ του πρωθυπουργού, είναι η ανυπαρξία των πολιτικών του αντιπάλων μέσα σ’ αυτήν τη Βουλή. Από τη μία πλευρά, τα παλαιομνημονιακά κόμματα, με πρώτη τη Νέα Δημοκρατία, περιδινούνται σε μια αξεπέραστη κρίση στρατηγικής, έχοντας συνυπογράψει με τον ΣΥΡΙΖΑ τις βαρύτατες δεσμεύσεις στους πιστωτές. Από την άλλη, το ΚΚΕ επιμένει να καλλιεργεί το δικό του, καταδικό του μικρό χωραφάκι στην αριστερή άκρη του αστικού πολιτικού συστήματος, παρά να διακινδυνεύσει τη «μόλυνση» του κομματικού σώματος από επικίνδυνα «καινά δαιμόνια» ‒ κάτι που θα διακινδύνευε με μια ανατρεπτική γραμμή διεκδίκησης της ηγεμονίας μέσα σε ένα πραγματικά επικίνδυνο κίνημα μαζών, υπερβαίνοντας το αυστηρό τελετουργικό των κομματικών παρελάσεων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί αρκετή κοινή λογική, ώστε να μην παίρνει πολύ σοβαρά τις ίδιες τις κομπορρημοσύνες του. Γνωρίζει, ότι στη δύσκολη εποχή που ζούμε, οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από τους αντιπάλους τους αλλά από τον χειρότερο εχθρό τους, τον ίδιο τους τον εαυτό και την πολιτική που εφαρμόζουν. Αντιλαμβάνεται, ότι η ταπεινωτική του συνθηκολόγηση πάγωσε τον κόσμο (περισσότερο απ’ όλους τον πληγωμένο κόσμο της Αριστεράς) αλλά με αντίτιμο να εξαναγκάζεται ο ίδιος σε διαρκείς πιρουέτες πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πάγου. Οι πρόσφατες, αρκετά μαζικές διαδηλώσεις με αφορμή τις δύο γενικές απεργίες και το Πολυτεχνείο αποκάλυψαν τις πρώτες ρωγμές και ενίσχυσαν την υποψία, ότι κάτω από τον πολιτικό παγετώνα που μας πλάκωσε κυλάνε μεγάλες φλέβες οργής, που δεν βρίσκουν ακόμη διέξοδο προς την επιφάνεια.
Είναι αυτές οι κραυγές και ψίθυροι του κοινωνικού σώματος που ασκούν πίεση σε στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαθιστώντας τον διαρκή φόβο του «κοινοβουλευτικού ατυχήματος» στο Μέγαρο Μαξίμου. Από εδώ το καθημερινό, σχεδόν, «μασάζ» του ίδιου του πρωθυπουργού και των στενότερων συνεργατών του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Από εδώ και ο τραγέλαφος της «εθνικής συναίνεσης», του συμβουλίου αρχηγών στο προεδρικό μέγαρο και των απίθανων ανοιγμάτων, πότε στο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, πότε στον Λεβέντη, προς αναζήτηση εφεδρειών α λα καρτ σε περίπτωση ανάγκης.
Επομένως, το ενδεχόμενο σημαντικών πολιτικών εξελίξεων (όχι κατ’ ανάγκην εκλογών) μέσα στο επόμενο εξάμηνο είναι υπαρκτό και υποχρεώνει όλες τις αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις να το λάβουν υπόψη στους όποιους σχεδιασμούς τους. Ωστόσο, η όποια φθορά της σημερινής πλειοψηφίας και οι όποιες ανακατατάξεις σε κυβερνητικό επίπεδο δεν θα μεταφραστούν κατ’ ανάγκη σε κίνηση σημαντικής μερίδας κόσμου προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως κι αν την ορίζει κανείς. Πολύ περισσότερο που ο συνδυασμός της μνημονιακής καταιγίδας με την προσφυγική κρίση και την απαξίωση της Αριστεράς εξαιτίας της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά πολύ, πολύ σοβαρό τον κίνδυνο ενίσχυσης ακραία αντιδραστικών, εθνικιστικών τάσεων, των οποίων η Χρυσή Αυγή είναι μόνο μία από τις δυνατές εκφράσεις.
Σ’ αυτό το φόντο, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς οφείλουν, πρώτα απ’ όλα να ριζώσουν και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους στα κοινωνικά κινήματα, που αναπόφευκτα θα αναπτυχθούν (έστω και με σποραδικό, αποσπασματικό στην αρχή τρόπο) το επόμενο διάστημα. Κάθε επιτυχία, κάθε ανατροπή ή καθυστέρηση των μνημονιακών μέτρων, έστω και μερική και προσωρινή, θα παίξει πολύτιμο ρόλο στην αναστύλωση του ηθικού, της αυτοπεποίθησης, της απαιτητικότητας των λαϊκών δυνάμεων που έχουν υποστεί σοβαρότατο πλήγμα.
Παράλληλα, είναι επείγουσα ανάγκη η διαμόρφωση ενός πειστικού, επεξεργασμένου εναλλακτικού προγράμματος για την έξοδο από τα μνημόνια και το χρέος. Το κενό σ’ αυτό το πεδίο έγινε φανερό μετά τη 13η Ιουλίου και ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο. Εναλλακτικό πρόγραμμα δεν σημαίνει, για τη μαχόμενη Αριστερά, άθροισμα συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και οραμάτων για μια μέλλουσα ζωή, ούτε αναπτυξιακό, τεχνοκρατικό, κυβερνητικό μπούσουλα. Σημαίνει, ή πρέπει να σημαίνει, τη δική μας αφήγηση για την ανατροπή του σκληρού, μνημονιακού παρόντος από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, με βασικές κατευθυντήριες ιδέες για την Ελλάδα που θέλουμε και τη θέση της στον δύσκολο κόσμο που μας περιβάλλει. Η έξοδος από το ευρώ και η σύγκρουση με την ΕΕ αποτελεί αναγκαίο γόρδιο δεσμό, που οφείλουμε να κόψουμε, όπως έδειξε η οδυνηρή εμπειρία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και όχι κάποια «πατριωτική» ιδεοληψία.
Η απειλή να επεκταθεί, να εδραιωθεί και να μονιμοποιηθεί μια ιστορικών διαστάσεων ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς καθιστά κάτι περισσότερο από επείγουσα την ανάγκη ενός ενιαίου μετώπου όλων των μαχόμενων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του αντιμνημονιακού, αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Δεν αρκεί μόνο η ενότητα δράσης σε επιμέρους μάχες, όσο χρήσιμη κι αν είναι. Τίποτα δεν δικαιολογεί, ιδιαίτερα στη σημερινή, τόσο δύσκολη συγκυρία, διαμάχες για το πώς θα σχίσουμε την τρίχα στα τρία και περιχαρακώσεις που αποπνέουν ναρκισσισμό των μικρών διαφορών.
Τελευταίο σε σειρά αλλά όχι σε σημασία, απαιτείται από όλους μας γενναία αυτοκριτική για τις διαψεύσεις και τις ήττες του προηγούμενου διαστήματος. Το απαιτεί ο κόσμος που μας ακούει και μας ζυγιάζει, το απαιτεί η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων, την τελευταία πενταετία, που αποκάλυψε την κρίση όλων των υπαρκτών αριστερών υποδειγμάτων ‒ καθενός με τον δικό του τρόπο.
Η Λαϊκή Ενότητα διακήρυξε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως έτοιμη λύση, αλλά ως ανοιχτή προσπάθεια για τη συγκρότηση του ανατρεπτικού, αντιμνημονιακού μετώπου, που έχει ανάγκη ο κόσμος της εργασίας.
Όχι ως επανάληψη, σε βελτιωμένη έστω μορφή, προηγούμενων (και αποτυχημένων, τελικά) σχεδίων της Αριστεράς, αλλά ως ένα καινούργιο εγχείρημα εκ θεμελίων επανίδρυσής της.
Η μέχρι τώρα πορεία της επιβεβαιώνει, πιστεύω, την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Αλλά βέβαια, τα πιο δύσκολα βρίσκονται μπροστά της ‒ και μπροστά στον καθένα μας ξεχωριστά.
*Πηγή: rproject.gr