Οι καταγγελίες Πανούση, το θέατρο των αποκαλύψεων και η κορυφή του παγόβουνου
Η υπόθεση είναι παλιά, δοκιμασμένη και αποτυχημένη. Η προσπάθεια διασύνδεσης του ΣΥΡΙΖΑ ή μελών του ΣΥΡΙΖΑ με την «τρομοκρατία» και τους «τρομοκράτες» δοκιμάστηκε στο παρελθόν και απέτυχε.
Δοκιμάστηκε όχι μόνο από τη δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος. Έμεινε, άλλωστε, στην Ιστορία η δήλωση της Α. Παπαρήγα, τον Δεκέμβριο του 2008, πως «ο ΣΥΡΙΖΑ χαϊδεύει τα αφτιά των κουκουλοφόρων».
Βέβαια, αυτά αφορούσαν άλλες εποχές. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα αντιπολίτευση, όταν διατηρούσε ένα ριζοσπαστικό λόγο και ήταν χρήσιμη η επίκληση «όλων των Μέσων», για να αποκοπεί ο ίδιος από το ριζοσπαστισμό που τον τροφοδοτούσε και, κυρίως, να τρομοκρατηθεί ο ίδιος ο ριζοσπαστισμός που δυνάμωνε στην ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά ήταν κατανοητά.
Σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει τις επιλογές του, αποτελεί τη βασική αιχμή μιας κεντροαριστερής διαχείρισης της κρίσης στη χώρα. Συνομιλεί και εφαρμόζει, κατά γράμμα, τις εντολές του κουαρτέτου των δανειστών, ενώ η ανάμνηση της παλιάς καλής συνταγής προκαλεί εύλογα ερωτηματικά.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συνομιλούσαν, στο πλαίσιο κυβερνητικών ή κομματικών αρμοδιοτήτων, με κρατούμενους πολιτικούς ή ποινικούς. Όχι, το ερώτημα δεν είναι, αν υπήρχε η «αφέλεια» σε πολλούς κυβερνητικούς και πολιτικούς παράγοντες, ότι μπορούσαν -τάχα- να διαχειριστούν τέτοια θέματα, που άπτονταν των αντιλήψεών τους για «δικαιώματα» και ανθρωπισμό.
Για παράδειγμα, όλοι ξεχνούν, ότι ήταν ο πρέσβης των ΗΠΑ αλλά και ο ίδιος ο αντιπρόεδρος που απείλησαν ευθέως τη κυβέρνηση, όταν ετέθη το θέμα αποφυλάκισης με όρους του Σ. Ξηρού για λόγους υγείας. Η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο δεν απασχόλησε, ούτε απασχολεί κανέναν.
Το πραγματικό ερώτημα είναι, εάν υπάρχει έλεγχος (μάλλον απίθανο…) ή, έστω, η στοιχειώδης γνώση πώς λειτουργούν, σε βάρος ποιων και πώς χρησιμοποιούνται τα αποτελέσματα της «λειτουργίας» των πάσης φύσεως κρατικών μηχανισμών και υπηρεσιών.
Ασυναρτησίες και ερωτηματικά
Ο πολύπειρος «οπαδός του Διαφωτισμού» και των «αμόλυντων αριστερών αξιών», καθηγητής κ. Πανούσης, αλήθεια, δεν γνώριζε, σε ποιο κόμμα πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες και τις γνώσεις του; Πότε κατάλαβε, ότι κινδυνεύει η ζωή του και μάλιστα από τη δράση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ; Πριν ή μετά την αποπομπή του από τη κυβέρνηση; Πώς αξιολογεί την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, πόσοι ακόμα παρακολουθούνται και γιατί, από τις υπηρεσίες στις οποίες προΐστατο και τι είχε κάνει ο ίδιος για μια τόσο σοβαρή «απειλή», πέρα από το να αρθρογραφεί πρωτοσέλιδα περί των «αριστερών του τίποτα», αποκαλύπτοντας έτσι και το πραγματικό βάρος των «απειλών» που δέχεται;
Στις ίδιες ερωτήσεις είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν κυβερνητικοί παράγοντες και ο πρωθυπουργός. Οι ίδιοι, δηλαδή, που του εμπιστεύθηκαν τη θέση του υπουργού ΠΡΟΠΟ. Είναι τουλάχιστον αστείο, δύο υπουργοί της κυβέρνησης να καταθέτουν μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου, για αδικήματα που σχετίζονται με το απόρρητο μυστικών εγγράφων της πολιτείας, υπεξαγωγής εγγράφων και παράβασης μυστικών της πολιτείας. Είναι τουλάχιστον αστείο για την κυβέρνηση, να μην κάνει καμιά αναφορά στον καταγγέλλοντα πρώην υπουργό, ενώ αόριστα να δηλώνει, ότι προκαλεί ανησυχία, όταν δημοσιεύονται διάφορα κείμενα, τα οποία δεν γνωρίζει εάν είναι αληθινά ή όχι και εάν έχουν τον χαρακτήρα του απορρήτου ή όχι και να ζητεί να αποδοθούν ευθύνες και σε όσους αναπαράγουν ή δημοσιοποιούν τα συγκεκριμένα έγγραφα.
Εάν δεν γνωρίζουν οι υπουργοί Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη για το εάν υπάρχουν τα έγγραφα ή εάν είναι πλαστά, ποιος θα έπρεπε να γνωρίζει και να δώσει απάντηση για τη δράση των μυστικών υπηρεσιών;
Δύο ενδεχόμενα και μια μεγάλη αφέλεια
Ο κ. Πανούσης ηθελημένα (αθέλητα θα ήταν υποτιμητικό για το κύρος και την εμπειρία του) εκθέτει τον εαυτό του σε δύο ενδεχόμενα:
Το πρώτο, στην υπηρεσία ενός οργιώδους πάρτι μεταξύ των επίδοξων αρχηγών της Δεξιάς και κυρίως μεταξύ των καναλαρχών που επαναφέρουν σαν φάρσα το χιλιοπαιγμένο έργο της σχέσης ΣΥΡΙΖΑ-τρομοκρατίας. Οι μέχρι πρότινος ιερεμιάδες ότι ο Τσίπρας είναι εγγυητής της κοινωνικής ηρεμίας εν μέσω κατακλυσμιαίων ανατροπών σε μισθούς, συντάξεις, ασφαλιστικά δικαιώματα κ.λπ. πηγαίνουν περίπατο, με ορατό ζητούμενο ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις από όσες έχουν ήδη γίνει στην επιχείρηση δήθεν επιβολής τάξης και δίκαιων φόρων στο χώρο των ΜΜΕ. Η προετοιμαζόμενη αμνηστία για τα μέχρι σήμερα θαλασσοδάνεια, η απαλλαγή από το τέλος διαφήμισης, οι διευθετήσεις για τον τρόπο αδειοδότησης των συχνοτήτων των καναλιών δεν θεωρούνται ικανοποιητικά και ζητούνται περισσότερα. Αυτή είναι η ορατή πλευρά μιας αντίθεσης σε πλήρη εξέλιξη.
Το δεύτερο, λιγότερο ορατό αλλά όχι απίθανο είναι μια διεθνής εμπλοκή υπηρεσιών στο παιχνίδι των αποκαλύψεων. Η εμπλοκή του ονόματος του διοικητή της ΕΥΠ στην υπόθεση και η σπουδή της Τ. Χριστοδολουπούλου να αποτρέψει την παρουσία του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στη Βουλή, καθιστά πιθανό να παρακολουθούμε σήμερα τα προεόρτια της επιβολής νέων δεδομένων, σε ένα ασταθές πολιτικό περιβάλλον σε μια περιοχή υπό ανατίναξη. Τα συνεχή «ναι» της κυβέρνησης Τσίπρα σε δανειστές και εταίρους, η πειθάρχηση της κυβέρνησης στους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς στη περιοχή, η μετατροπή της χώρας σε αποθήκη ψυχών, όταν όλη η Ευρώπη ορθώνει συρματοπλέγματα, δεν αρκούν ως υποχωρήσεις για να εξασφαλίσουν την υποστήριξη «φίλων και δανειστών». Τα εκβιαστικά μηνύματα μπορούν έτσι να αποτελούν προπομπό πιέσεων όχι μόνο για να αποτραπούν πιθανές επικοινωνιακές παλινωδίες ή κωλυσιεργίες, αλλά για να επιβληθούν ακόμα χειρότεροι εκβιασμοί και τετελεσμένα.
Η κυβέρνηση, με τη στάση της, κάνει πως δεν καταλαβαίνει και παριστάνει ότι κυβερνά, όταν οι θεσμοί επιβάλλουν νόμους στη Βουλή και οι υπηρεσίες, ανεξέλεγκτα, δρομολογούν τις εξελίξεις.
Τα κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζονται «πολιτικές στάσεις» χωρίς πραγματικά να μπορούν να καταλάβουν ούτε τι παίζεται ούτε τι κρίνεται σε μια χώρα-προτεκτοράτο. Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή που σε ολόκληρο το κόσμο οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων περνούν και μέσα από τα δίκτυα της κατασκοπείας και των εκβιασμών. Για όσους «δυσανασχετούν» ή έστω ξεχνούν, να θυμίσουμε τα πιο πρόσφατα περιστατικά.
Οι μυστικές γερμανικές υπηρεσίες, σύμφωνα με το Spiegel, παρακολουθούσαν τα υπουργεία Εσωτερικών των ΗΠΑ, της Δανίας, της Κροατίας, της Αυστρίας της Πολωνίας, τις τηλεφωνικές συνδέσεις των ΗΠΑ στις Βρυξέλλες, στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών στην Ουάσιγκτον.
Ακόμα, την ίδια περίοδο ο γερμανικός δημόσιος ραδιοφωνικός σταθμός RBB, ανέφερε, ότι μεταξύ των στόχων των γερμανικών υπηρεσιών Πληροφοριών ήταν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Unicef, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το FBI, το αμερικανικό ραδιοφωνικό δίκτυο Voice of America, πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις, όπως η εταιρεία εξοπλισμών Lockheed στις ΗΠΑ.
Ίσως, τελικά, να βλέπουμε μόνο τη κορυφή του παγόβουνου.
Πηγή: Σπύρος Παναγιώτου – «Δρόμος της Αριστεράς»
14/11/2015