Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Αν ο καπιταλισμός μπορούσε να εγγυηθεί, ότι, πέρα από τη συσσώρευση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, για όλους τους λοιπούς υποτελείς ήταν εξασφαλισμένα ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ένας προβλέψιμος κύκλος ζωής κι ένας απαραβίαστος χώρος...
ελευθερίας, πιθανότατα ουδείς θα είχε πρόβλημα μαζί του. Ο κομμουνισμός θα ήταν μια επαγγελία, που θα τρεφόταν μόνο από τον φθόνο όσων δεν αντέχουν στην ιδέα, ότι κάποιοι άλλοι διαθέτουν περισσότερα απ' αυτούς.
Τίποτα απ' αυτά δεν υπάρχει. Στους τέσσερις αιώνες ιστορίας του, ο καπιταλισμός έχει αποδείξει, ότι είναι αδύνατο να εξελιχθεί, χωρίς να βυθίζει στη φτώχεια τάξεις, χώρες και έθνη ολόκληρα, χωρίς να σκορπίζει πόλεμο και καταστροφή σε μεγάλες ζώνες του πλανήτη, χωρίς να περιορίζει δικαιώματα, ελευθερίες, δημοκρατίες, εθνικές κυριαρχίες. Αυτό δεν συντελείται αυθορμήτως, χάρη σε κάποια μεταφυσική «βούληση της Ιστορίας».
Η κυριαρχία των πολυεθνικών πάνω στο τελευταίο κύμα παγκοσμιοποίησης τις έχει καταστήσει πολιτική δύναμη με τεράστια, αδιαμεσολάβητη πια επίδραση στις κυβερνήσεις και στους υπερεθνικούς οργανισμούς διακυβέρνησης του καπιταλισμού.
Το τελευταίο τους επίτευγμα είναι, ότι, έπειτα από ένα μακρόχρονο, σκοτεινό και επίμονο lobbying, επέβαλαν σε περίπου 80 κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο να διαβουλευτούν και να καταλήξουν σε συμφωνίες απελευθέρωσης των αγορών, του εμπορίου, των επενδύσεων και των υπηρεσιών με απόλυτο κριτήριο τα συμφέροντά τους. Οι συμφωνίες TPP (Trans-Pacific Partnership), TISA (Trade in Services Agreement), CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement, Canada - EU) που έχουν συνομολογηθεί και η περιβόητη TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partneship), που διαπραγματεύονται ΗΠΑ και Ε.Ε. με φιλοδοξία να εγκριθεί μέχρι τέλος του έτους, δημιουργούν έναν τεράστιο και θεσμικά ομογενοποιημένο οικονομικό χώρο, που ενώνει τέσσερις ηπείρους, με δυο ωκεανούς ανάμεσά τους.
Σ' αυτόν τον γεωγραφικά συνεχή οικονομικό χώρο υπάρχουν δύο τεράστιες «παρενθέσεις»: η Κίνα και η Ρωσία. Αλλά υπάρχει και μια συνεκτική δύναμη: οι ΗΠΑ. Η αμερικανική ηγεσία (για την ακρίβεια οι αμερικανικές πολυεθνικές) υπήρξε η κινητήρια δύναμη των συμφωνιών.
Αν και τα μέρη τους είναι διαφορετικά σύνολα χωρών, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά.
Το πρώτο, γεωπολιτικό, είναι, ότι προσπαθούν να παρακάμψουν και να αποδυναμώσουν την οικονομική επιρροή Κίνας και Ρωσίας. Ιδιαίτερα της πρώτης, που με την παραγωγική πλημμυρίδα της δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις αμερικανικές πολυεθνικές.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι οι συμφωνίες αυτές, ένα είδος παγκόσμιου «μνημονίου», επιβάλλουν στις χώρες προσαρμογή στο ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που εδώ αποκαλύπτεται όχι ως ιδεοληψία, αλλά ως όρος ύπαρξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Το Διαδίκτυο και κάθε ψηφιακό προϊόν καθίσταται ιδιοκτησία των παγκόσμιων μονοπωλίων software, με το πρόσχημα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα κράτη υποχρεούνται να εναρμονίσουν (προς τα κάτω) την εργατική, περιβαλλοντική, διατροφική τους νομοθεσία. Υποχρεούνται να καταργήσουν τα κρατικά «μονοπώλια» στις υπηρεσίες, από το νερό μέχρι τα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα. Και, κυρίως, είναι υπόλογα έναντι των πολυεθνικών για κάθε απώλεια κερδοφορίας που μπορεί να τους προκαλέσει μια κυβερνητική απόφαση, μέσω του μηχανισμού ISDS (επίλυση διαφορών κράτους - επενδυτή, με προσφυγή του δεύτερου σε «ανεξάρτητο» διαιτητικό δικαστήριο). Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» τίθεται υπό απαγόρευση.
Σ' αυτές τις συμφωνίες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού του μέλλοντός μας σύρονται, εκούσες άκουσες, 80 κυβερνήσεις, που αντιπροσωπεύουν πληθυσμούς περίπου 2 δισεκατομμυρίων ανυποψίαστων πολιτών, αλλά υπογράφουν ως εντολοδόχοι μερικών χιλιάδων πολυεθνικών. Με ζήλο συμμετέχει και η Ε.Ε. των 28 σε τρεις από αυτές. Δεν έχει καταγραφεί καμία αποφασιστική διαφοροποίηση κράτους-μέλους, πέρα από επιμέρους επιφυλάξεις σε περιθωριακά πεδία «εθνικού ενδιαφέροντος». Δεν έχουμε ακούσει ούτε κάποια σαφή αντίθεση (άρα, απόφαση καταψήφισης) από την προηγούμενη και την τωρινή κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η ερχόμενη είναι εβδομάδα πανευρωπαϊκής δράσης κατά της TTIP.
Έχει όμως καταγραφεί η αντίθεση της Ουρουγουάης.
Η μικρή λατινοαμερικανική χώρα των 3,3 εκατομμυρίων κατοίκων στις αρχές Σεπτεμβρίου αποχώρησε από την TISA για την απελευθέρωση των υπηρεσιών. Μόνη από τις 52 χώρες της μυστικής διαπραγμάτευσης.
Η είδηση ούτε καν γράφηκε σε ελληνικά ΜΜΕ και έπεσε σε τείχος σιωπής των διεθνών μέσων. Ένας ευρύς συνασπισμός συνδικάτων, αγροτών και κινημάτων, με αδιάκοπες κινητοποιήσεις, που κορυφώθηκαν με γενική απεργία το καλοκαίρι, αποκάλυψαν στην κοινή γνώμη της χώρας ότι η συμφωνία φέρνει καταστροφικές ιδιωτικοποιήσεις σε ενέργεια, ύδρευση, εκπαίδευση υγεία και ασφάλιση, «απελευθέρωση» των τοξικών χρηματοοικονομικών προϊόντων, απαλλοτρίωση πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων από τις πολυεθνικές της ψηφιακής οικονομίας. Η τεράστια κοινωνική αντίδραση οδήγησε την κυβέρνηση Ταμπάρε Βάσκεζ να αποχωρήσει από τη διαπραγμάτευση.
Μέχρι στιγμής, η Ουρουγουάη είναι η μόνη χώρα που έκανε το αδιανόητο και πήγε κόντρα στο ρεύμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αναρωτιέμαι, αν θα βρεθεί κάποιος στην «Ευρώπη που αλλάζει», να την απαλλάξει από τη μοναξιά της...
Πηγή: Αυγή