Η Θάτσερ πέθανε, ζήτω η Μέρκελ.
Οι αρχαίοι έλληνες έλεγαν, ότι «ο τεθνεώς δεδικαίωται» σπεύδοντας να προσθέσουν «αν έζησε δίκαιος» - ξεσχολισμένοι στα «καλά και συμφέροντα» (επίσης επιλεκτικής ερμηνείας) εμείς οι
σημερινοί ρωμιοί (απ’ τα πολλά βάσανα λιγότερο αγέρωχοι και πολύ πιο πονηροί) κρατήσαμε το «ο τεθνεώς δεδικαίωται»
ανεξαρτήτως
αν ο μακαρίτης ήταν η επιτομή του καθάρματος, διότι ούτε ο Χίτλερ, φέρ’ ειπείν, «δεδικαίωται» μετά θάνατον ούτε οι χιτλερίσκοι «δεδικαίωνται»,
αντιθέτως, σε περιπτώσεις σαν κι αυτές ο χοντρός λαός, προσπερνώντας τέτοιες λόγιες αβρότητες κι ανώφελες υποκρισίες, έρχεται κι αποφαίνεται «πίσσα στα κόκκαλά του» και «σκατά στον λάκκο του» - ωραία τα μιλάει τα ελληνικά ο λαός και πολύ μ’ αρέσουν.
Τα ίδια είπε για τη Θάτσερ και ο αγγλικός λαός, όστις δεν στερείται σε λαϊκότητα του ελληνικού, δηλώνοντας ότι «η σκύλα είναι νεκρή», ότι «η μάγισσα πέθανε» - μάλιστα στο Μπρίξτον ήπιαν και τις μπύρες τους.
Βεβαίως, σχεδόν στο σύνολό του ο Τύπος, και εις τας Ευρώπας και εις την καθ’ ημάς Αποικία, αντιμετώπισε τον θάνατο της Θάτσερ πιο «ισορροπημένα», πιο «καθώς πρέπει», πιο «στη μέση», πιο «σφαιρικά», πιο «αντικειμενικά».
«Αμφιλεγόμενη», «δίχασε» και τα λοιπά παρόμοια, με έξοχο δείγμα το πρωτοσέλιδο σχόλιο της καθ’ ημάς «Ελευθεροτυπίας» να διαπιστώνει (υπό τον τίτλο «Εγραψε ιστορία και δίχασε») ότι η «Σιδηρά Κύρια» της Βρετανίας «πιστώνεται την ανάκαμψη της οικονομίας και χρεώνεται την επιχείρηση διάλυσης των συνδικάτων».
Ακόμα και η διατύπωση της διαπίστωσης («πιστώνεται» - «χρεώνεται») παραπέμπει στην οικονομικίστικη οργουελιανή ανάλυση και γλώσσα που καθιέρωσε ο νεοφιλελευθερισμός! Αλήθεια, «ποια οικονομία
πιστώνεται» η Θάτσερ; την οικονομία των απολύσεων και της ανεργίας ή μήπως όχι; του (μεγαλύτερου) πλούτου για τους πλούσιους και της μεγαλύτερης φρίκης για τους πολλούς ή όχι; τι διάολο «πιστώνεται»
η μέγαιρα που να έκανε καλό στον λαό της; Τη βρετανική οικονομία σταθεροποίησε ή την οικονομία που εξαθλιώνει στη Βρετανία όλο και πιο πολλούς;
«Ηγήθηκε», επιμένει η εφημερίδα στρογγυλεύοντας τα πράγματα, «της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη και αφήνει μια πολιτική κληρονομιά που εξακολουθεί να διχάζει». Να διχάζει ή να
διαλύει, να συντρίβει, να καταπιέζει, να αλαλιάζει και να ληστεύει;
Απλώς «διχάζει» ο νεοφιλελευθερισμός; ποιους; αυτούς που τον αποτιμούν; ή αυτούς που τον ζουν; Τον διχάζει τον άνεργο ο νεοφιλελευθερισμός ή του βγάζει την ψυχή απ’ το πεινασμένο στόμα;
Αυτή τη γλώσσα του Οργουελ, που όλα τα στρογγυλεύει, τη συναντάτε κάθε μέρα. Το 95% όσων ακούτε μιλάει αυτήν τη γλώσσα. Με ευφημισμούς σάς ομιλεί το Μega, με στερεότυπα ή προπαγάνδα - σε «κρίση», λόγου χάριν, «ο Ευαγγελισμός». Ποιος τον έβαλε σε κρίση; μόνος του μπήκε; Τι πάει να πει «κρίση»; το ότι διαλύεται; το ότι αν δεν δούλευαν με αυτοθυσία και έως θανάτου (αυτή είναι η μεταφορά) το πλείστον των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, η πληθύς των
ασθενών θα είχε εκδημήσει; κι όχι φυσικά με τιμές Θάτσερ, αλλά στη μούγγα και την παραλλαγή.
Δεν δεδικαίωται ο καθ’ ένας που πεθαίνει, παρά μόνον αν δίκαια έχει ζήσει. Κι όταν, πάλι
ο λαός, λέει «συγχωρεμένος» σε άλλου παπά Ευαγγέλιο, στον Θεό αφήνει το έργο της κρίσης, της συγχώρεσης, της ευρυχωρίας ή της αγάπης, για τον εαυτόν του κρατάει
το προνόμιο της δικής του ελεύθερης βούλησης να αποφαίνεται αναλόγως, ή «Θεός συγχωρέσ’ τον» ή «πίσσα στα κόκκαλά του» και, εν σχέσει με τη Θάτσερ, η ταπεινότης μου θα προσέθετε «πεσκέσι για τον διάολο» - διότι η πρωθιέρεια της Αντεπανάστασης με πολύ αίμα έβαψε τα χέρια της εν ειρήνη κι εν πολέμω, πολλά εργατικά σπίτια ξεπάτωσε, από πολλά παιδιά στέρησε τη μόρφωση και πολύ κυνισμό
φόρτωσε στην καμπούρα της ανθρωπότητας, με τον δογματισμό και το πείσμα μιας «μικροαστής του κοινού νου» που διεκήρυττε πως «δεν υπάρχει η κοινωνία, υπάρχει το άτομο». Μέσα σε 2.800 χρόνια φιλοσοφίας, απ’ τον Κομφούκιο έως τον Αϊνστάιν, ουδέποτε άλλοτε η βλακεία εισέπραξε τέτοιο εγκώμιο!
Ας μην το χοντρύνουμε, αλλά να το χοντρύνουμε, διότι πρέπει να το χοντρύνουμε. Η απλοϊκότης της Θάτσερ, άλλοτε φυσική κι άλλοτε επίκτητη, υπήρξε και είναι η μαλακή ύλη μέσα στην οποίαν φωλιάζει κι είτα φύεται ο καθημερινός φασισμός - ο φασισμός
της «αγίας απλότητας», της σκέψης που δεν βασανίζεται, των βολικών κλισέ, ρατσιστικών και ταξικών, εκείνων που δεν αμφιβάλλουν για τίποτα, που λένε ότι «έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ’ αφήσουμε», εκείνων που νομίζουν ότι η οικονομία είναι μια ζούγκλα στην οποίαν επιβιώνουν οι πιο δυνατοί, εκείνοι που πιστεύουν ότι νόμος είναι το δίκιο του αφεντικού, αυτό
έκαναν ο Θατσερισμός και ο Ρηγκανισμός, νομιμοποίησαν μιαν εκδοχή του φασισμού υψηλής ακροαματικότητας και ευρείας πολιτικής αποδοχής,
που αποθεώνει ως υπέρτατες αξίες τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, το κέρδος πάση θυσία και διά πάσης καταστροφής, τις αξίες δηλαδή της Μέρκελ. Και
τα όπλα της κάθε Μέρκελ, τον μονεταρισμό και τον (κρυφό ή φανερό) μιλιταρισμό, που οδηγούν, χρόνια τώρα, τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε έναν άνευ προηγουμένου εκφυλισμό.
Αυτό ήταν η Θάτσερ, ένα στοιχειό που πήρε πίσω απ’ τους λαούς όσα με αίμα σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους κατέκτησαν, αυτό ήταν η Θάτσερ, το πρελούδιο της ρεβάνς που πήρε η αστική τάξη απ’ το προλεταριάτο, η «Σιδερένια Φτέρνα» που επιβάλλει τώρα η Νέα Τάξη στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο,
επιστρατεύοντας όπου χρειάζεται τον πόλεμο κι όπου χρειάζεται τον φασισμό. Από τη Λίγκα του Βορρά και τους Λεπενιστές έως τη Χρυσή Αυγή, προκειμένου να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό σε κάθε χώρα, να μουδιάσει
τους πολίτες (με το σοκ) και να τους κρατήσει υποταγμένους (με το δέος). Το δέος του χρέους, της ανεργίας, των αυτοκτονιών, της οικονομικής φρίκης, της φασιστικής βίας.
Αυτή ήταν η Θάτσερ, αυτή ήρξατο χειρών αδίκων κατά των εργαζομένων
υποκαθιστώντας στην πολιτική το φασιστικό μένος (του Γκαίμπελς όταν έλεγε πως «τραβάει πιστόλι» με τους κουλτουριάρηδες) με την απλοϊκότητα ενός... δαίμονος. Διότι αυτή είναι η πονηρία του δαίμονα, να σε πείθει ότι έχεις δίκιο
να σε καθησυχάζει ότι έχεις δίκιο
να σε επαινεί ότι έχεις δίκιο
όταν αδικείς τους άλλους...
Του Στάθη
ΠΗΓΗ: enikos.gr