Του Κ. Καλλωνιάτη
Η αποτυχία των ελληνικών τραπεζών να εξυγιανθούν, να συγχωνευτούν και να ανακεφαλαιοποιηθούν, απειλεί να συμπαρασύρει την οικονομία σε νέες οδυνηρές περιπέτειες. Τόσο μέσω της αβεβαιότητας όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία αλλά και για τις καταθέσεις (η ασφάλεια των οποίων...
αμφισβητείται), όσο και μέσω της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας τους και συνεπώς των περιουσιακών στοιχείων τους στο ΤΧΣ και μελλοντικά σε ξένους πιστωτές έναντι κάποιου αντιτίμου.
Το ζήτημα είναι, πως με τη διαφαινόμενη «κρατικοποίηση» των δύο τραπεζών (Εθνικής-Eurobank) από ένα κράτος υπερχρεωμένο και δεσμευμένο να μεταβιβάσει - μέσω ΤΧΣ - στον ιδιωτικό τομέα τις τράπεζες την προσεχή τριετία, το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κρατικής ακίνητης περιουσίας, των ιδιωτικών καταθέσεων και των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων θα περάσει εύκολα σε ξένους επενδυτές έναντι πινακίου φακής.
Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας θα περάσει - υπό μορφήν ελέγχου αρχικά - σε ξένα χέρια. Χωρίς ουσιαστικό οικονομικό όφελος και στο πλαίσιο αποπληρωμής του χρέους.
Στο μεταξύ, οι κυρίως υπεύθυνοι του ξεπουλήματος θα συνεχίσουν να πληρώνονται πλουσιοπάροχα, για το θαυμαστό έργο που επιτέλεσαν.
Αν οι ελληνικές τράπεζες εκτέθηκαν υπερβολικά στα κρατικά ομόλογα, ενώ γνώριζαν την υπερχρέωση του Δημοσίου (το χρέος υπερέβαινε το 100% του ΑΕΠ από το 2000 κιόλας), κι αν συνέχισαν να επενδύουν σε αυτά στη διάρκεια της κρίσης, με συνέπεια να κουρευτούν με το PSI και να ξεμείνουν από ίδια κεφάλαια (αρνητική θέση), αυτό είναι ευθύνη των διοικήσεων και των μετόχων τους, που τις επιλέγουν.
Αν οι ελληνικές τράπεζες δάνεισαν χρήματα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά χωρίς φειδώ και στάθμιση του πιστωτικού κινδύνου και σε κλίμακα πολλαπλάσια των πραγματικών διαθεσίμων τους, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη σώρευση επισφαλειών τώρα που η οικονομία είναι σε κρίση, αυτό είναι ευθύνη των διοικήσεων και των μετόχων τους, που τις επιλέγουν.
Αν οι ελληνικές τράπεζες καθυστερούν τόσο καιρό την αναδιάρθρωσή τους, παρά τα 50 δισ. που έχουν δεχθεί, αδυνατώντας να αυξήσουν την ίδια συμμετοχή τους στο μίνιμουμ 10% που απαιτεί η ανακεφαλαιοποίησή τους, γι' αυτό ευθύνονται οι διοικήσεις τους, οι οποίες στη βάση των συγχωνεύσεων αύξησαν τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους (1,8 δισ. στην περίπτωση Εθνικής-Eurobank) αντί να σπεύσουν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία τους (π.χ. ακίνητα), για να αντλήσουν τους αναγκαίους πόρους. Αντίθετα, μάλιστα, προχώρησαν τους τελευταίους μήνες και σε αγορές νέων περιουσιακών στοιχείων...
Τη συστηματική αυτή κακοδιαχείριση των ελληνικών τραπεζών δεν επωμίζονται, ωστόσο, μόνο οι τραπεζίτες και τα διοικητικά στελέχη τους στα οποία εμπιστεύονται οι Ελληνες φορολογούμενοι τις αποταμιεύσεις τους, από τις οποίες πληρώνουν σήμερα και τη διάσωσή τους. Την επωμίζονται και οι οικονομικές και πολιτικές αρχές (Τράπεζα της Ελλάδος, κυβερνήσεις), που επιλέγουν, διορίζουν (σε όσες τράπεζες έχουν βαρύνουσα συμμετοχή), συναλλάσσονται και εποπτεύουν τις διοικήσεις τους.
Γιατί στην Ελλάδα, ας μη γελιόμαστε, οι τράπεζες είναι το κράτος και το κράτος είναι οι τράπεζες. Και το πόσο συμπλεγματικός είναι ο δεσμός κράτους-τραπεζών φαίνεται από την τροπολογία-σκάνδαλο που πέρασε προ ημερών στη Βουλή κατά τη διάρκεια ψήφισης του επενδυτικού νόμου, με την οποία απαλλάσσονται οι διοικήσεις τραπεζών που έδωσαν δάνεια σε Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ.
ΠΗΓΗ: enet.gr