15 Απρ 2013

Η Καρυάτις που ακούει στο όνομα Φώτης


Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Όποιος ανέμενε από την τελευταία συνάντηση των αρχηγών κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο για την ελληνική κοινωνία, διαψεύστηκε...
 

Όποιος είχε πειστεί, ότι το τραπεζικό σύστημα θα τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία της ανάπτυξης αυτού του...
 
τόπου, κατά τα υπεσχημένα, και θα αποφευχθεί το απευκτέο της πλήρους υπαγωγής του στο επιτελείο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τώρα ανησυχεί σφόδρα βλέποντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να ακονίζει τα μαχαιροπήρουνά του, για όσες τράπεζες δεν καταφέρουν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο 10% απο ιδιώτες, στις επικείμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τους...
 

Όποιος ευελπιστούσε σε μια στάση αντίστασης, απέναντι στην αξίωση των διεθνών τοκογλύφων να χάσουν το ψωμί τους καμιά εικοσαριά χιλιάδες ακόμα εργαζόμενοι, συνοδευόμενοι με την κατηγορία (σε βαθμό κακουργήματος) ότι βαρύνουν το δημόσιο, επλανήθη πλάνην οικτράν...
 

Όποιος ανασκίρτησε με τις πρώτες ειδήσεις περί μιας επικείμενης σκληρής, της πρώτης σκληρής, επαναδιαπραγμάτευσης, απογοητεύτηκε...
 

Διότι η κυβέρνηση μπορεί να μη λειτουργεί, με ένα υπουργικό συμβούλιο που έχει να συνεδριάσει από την αρχή της Αποκριάς και μια Βουλή με μοναδικό έργο τη διεκπεραίωση των εντολών της Τρόικας, αλλά έχει στυλοβάτη. 
Τον αριστερό εγγυητή των δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων, τον άνθρωπο που έχει ως πρώτο μέλημά του την ανάκαμψη, που αφουγκράζεται τον πόνο κάθε ταπεινού εργαζόμενου, την αγωνία κάθε άνεργου και κατατρεγμένου, Φώτη Κουβέλη.
 

Όταν, παραμονές των εκλογών - του Μαΐου και κυρίως του Ιουνίου - πολλοί διέβλεπαν, ότι προετοιμάζεται να στηρίξει μια νέα και σκληρότερη από τις δύο προηγούμενες, μνημονιακή κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά, τόσο ο ίδιος όσο και το επιτελείο του το διέψευδαν με κατηγορηματικότητα. Ενίοτε και με αγανάκτηση διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους. Ιδίως, όταν καλούνταν να σχολιάσουν τους χαρακτηρισμούς, που ήδη του αποδίδονταν, περί ανατέλλοντος «νέου Τσιριμώκου» ή «αριστερού Καρατζαφέρη».
 

Τους διέψευσε πανηγυρικώς όλους. Και εκείνους που είχαν στηρίξει στο πρόσωπό του τις όποιες ελπίδες τους για μια ήπια προσαρμογή στα νέα δεδομένα που επέβαλε η Τρόικα, και εκείνους από τη ΔΗΜΑΡ που τον υπερασπίζονταν με φανατισμό. Έγινε το αριστερό άλλοθι, ο ακρογωνιαίος λίθος μιας κυβέρνησης που χωρίς αυτόν δεν έβγαζε ούτε τρίμηνο. 
Τα πάντα πέρασε με την υπογραφή του: από τα μέτρα που συνόδευαν το δεύτερο μνημόνιο και είχαν μείνει ανεκπλήρωτα από την κυβέρνηση Παπαδήμου, μέχρι το τρίτο (και φαρμακερό, όπως αποδεικνύεται) μνημόνιο, το οποίο ενταφιάζει, σε μια διπλή νεκρώσιμη ακολουθία, και τον δημόσιο και τον τραπεζικό τομέα. Με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την αποκαλούμενη ανάκαμψη και ανάπτυξη, με ότι προμηνύει για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους (με τις οικογένειές τους) οι οποίοι εργάζονται, είτε σε υπηρεσίες και οργανισμούς του δημοσίου, είτε στις απειλούμενες με εκγερμανισμό τράπεζες.
 

Εκείνο το οποίο αποτελεί πρόταγμα για τον Φώτη Κουβέλη, είναι η σταθερότητα του συστήματος. Αυτού του συστήματος που έφτασε στο σημερινό χάλι και ώθησε την ελληνική κοινωνία στη μεγαλύτερη, μετά το 1922 και την Κατοχή, καταστροφή.
 

Ο εν λόγω ηγέτης, είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του, όταν άρχισε να παίρνει αποστάσεις από τις πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του 2009. Κατέβηκε υποψήφιος, χωρίς να έχει καν ψηφίσει την εκλογική διακήρυξη και χωρίς να εμφανιστεί ούτε σε μια ανοιχτή προεκλογική συγκέντρωση. Διεξήγαγε την κρίσιμη μάχη κρυπτόμενος. Παρά ταύτα, κανείς δεν τον μάλωσε, κανείς δεν του ζήτησε λογαριασμό. Ούτε τον κακοπήρε, όταν άρχισε να εκθέτει, με το γνωστό ακατάληπτο ύφος στον λόγο του, τις αιτίες των διαφωνιών του. Λίγους μήνες αργότερα, και αφού είδε και αποείδε, που η υπό τον Αλέξη Τσίπρα ηγεσία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έδιωχνε, πήρε την απόφαση να φύγει από μόνος του. Καταγγέλλοντας. Ποιον και γιατί, ουδείς αντελήφθη.
 

Όσοι όμως αντελήφθησαν, ότι ετοιμάζεται για να μετάσχει στην επιχείρηση διάσωσης ενός συστήματος, του οποίου είχαν στερέψει τα αποθέματα αντοχής του και χρειαζόταν επειγόντως στυλοβάτες που θα απέτρεπαν την κατάρρευσή του, δικαιώθηκαν. Δικαιώθηκαν πολύ περισσότερο, όσοι επένδυαν πολλά στο πρόσωπό του, για όσα σχεδίαζαν. Ή μάλλον, απεργάζονταν.

 

http://opinion24.gr