Όσα γνωρίζουμε και όσα μαθαίνουμε προέρχονται από πηγές, των οποίων την αξιοπιστία σπάνια αμφισβητούμε. Και συνήθως επιλέγουμε από τις ειδήσεις, αυτά που συμφωνούν με τις...
πεποιθήσεις μας. Αν κάτι επιβεβαιώνει τις ιδέες που έχουμε ήδη διαμορφώσει, το θυμόμαστε και το αναπαράγουμε.
Αυτό το παράξενο - αν και τόσο συνηθισμένο - φαινόμενο προσπάθησε να μελετήσει ένας ψυχολόγος, που δε φημιζόταν για τον κομφορμισμό του.
Το 1964 ο Τζ. Κ. Τζόνσον ήταν καθηγητής συμπεριφορικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Ατλάντα. Προσπαθούσε να διδάξει τους μαθητές του να σκέφτονται και επεξεργάζονται κάθε πληροφορία χωρίς προκατάληψη.
Για να τους δείξει ότι δεν έπρεπε να δέχονται άκριτα ούτε καν τις δικές του παραδόσεις, τους έκανε - χωρίς να το ξέρουν - πειραματόζωα.
Στους δέκα μεταπτυχιακούς φοιτητές του ανακοίνωσε, ότι την επόμενη μέρα θα επισκεπτόταν το πανεπιστήμιο τους, για μια ημερήσια διάλεξη, ένα από τα πιο ανορθόδοξα πνεύματα της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, ο δόκτωρ Βερουκστάιν.
Ο συγκεκριμένος ψυχολόγος είχε καταφέρει να συνενώσει τη φαινομενολογία του Χούρσελ με τη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν, σε μια αναδυόμενη επιστήμη που ο ίδιος ονόμαζε φαινομενολογική γλωσσολογία.
Ο Τζόνσον είπε «εμπιστευτικά» στους φοιτητές του, ότι ο δρ Βερουκστάιν ήταν μια εκκεντρική μεγαλοφυΐα, πράγμα καθόλου παράξενο, αφού ήταν ο μοναδικός μαθητής και φίλος του εξίσου εκκεντρικού και μεγαλοφυή Βιτγκενστάιν. (Ο Βιτγκενστάιν, αν δεν το γνωρίζετε, δεν ήταν απλώς εκκεντρικός. Είχε κλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο για λίγο καιρό. Και αυτό σίγουρα το γνωρίζανε οι φοιτητές του Τζόνσον.)
Ο καθηγητής ανακοίνωσε ακόμα στους φοιτητές του, ότι ένας από αυτούς θα αναλάμβανε να διδάξει τη σκέψη του δόκτορα Βερουκστάιν στους πρωτοετείς φοιτητές.
Την επομένη οι μεταπτυχιακοί φοιτητές περίμεναν με ανυπομονησία το δρ Φερουκστάιν, του οποίου κανένα τόμο δεν είχαν βρει στη βιβλιοθήκη (εκείνη την εποχή δεν υπήρχε διαδίκτυο).
Ο Δόκτωρ καθόλου δεν τους απογοήτευσε. Το ατημέλητο ντύσιμο του και τα φλογοβόλα μάτια του, τους θύμισαν εξαρχής τις φωτογραφίες του Βιτγκενστάιν. Όταν ξεκίνησε να μιλάει γοητεύτηκαν περισσότερο. Ο Βερουκστάιν δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχαν ακούσει έως τότε.
Όπως δήλωσαν οι ίδιοι ένιωσαν σαν να τους μιλούσε ο Νίτσε ή κάποιος ποιητής ή ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν.
Παρακολούθησαν την τρίωρη διάλεξη με προσήλωση, κρατώντας σημειώσεις και μην τολμώντας να διακόψουν τον εμπνευσμένο καθηγητή - παρά τις εκατοντάδες απορίες που είχαν. Στο τέλος χειροκρότησαν όρθιοι, βέβαιοι ότι μόλις είχαν ζήσει μία από τις σημαντικότερες φοιτητικές εμπειρίες της ζωής τους.
Ο καθηγητής Τζόνσον τους ζήτησε να του παραδώσουν μια εργασία, ώστε να διαλέξει ποιος φοιτητής θα δίδασκε τους πρωτοετείς.
Την επόμενη φορά που συναντηθήκανε τους φανέρωσε την αλήθεια: Ο «δρ Βερουκστάιν» δεν ήταν μαθητής του Βιτγκενστάιν. Δεν ήταν καν ψυχολόγος. Δεν ήταν καν σώφρον!
Το πραγματικό του όνομα ήταν Μίλλερ. Ήταν γερμανοεβραίος και είχε φύγει από τη Γερμανία το 1936, σε ηλικία είκοσι χρονών, για να γλιτώσει από τους Ναζί.
Στην Αμερική είχε κάνει διάφορες δουλειές, μέχρι που διαγνώστηκε με παρανοϊκή μανιοκατάθλιψη (έτσι έλεγαν τότε το διπολικό με σχιζοειδή συμπεριφορικότητα).
Ο δρ Τζόνσον τον βρήκε σε μια ψυχιατρική κλινική και τον δίδαξε για λίγες εβδομάδες ψυχολογία και γλωσσολογία.
Οι φοιτητές δυσκολεύτηκαν πολύ να πιστέψουν όσα τους έλεγε ο καθηγητής τους. Στις εργασίες τους τα λόγια του παρανοϊκού είχαν οργανωθεί, για να γίνουν κατανοητά από τους ίδιους - και να μπορέσουν να πείσουν τον καθηγητή τους ότι τα είχαν καταλάβει αρκετά, για να πάρουν τη θέση του επίκουρου.
Και το πιο περίεργο: Μήνες μετά την αποκάλυψη οι φοιτητές του συνέχιζαν να χρησιμοποιούν - πιθανότατα ασυνείδητα - σκέψεις του «δρα Βερουκστάιν» στις εργασίες τους!
Όμως, ο Τζόνσον δεν αρκέστηκε στα συμπεράσματα αυτού του πειράματος. Όπως προείπαμε ήταν αντικομφορμιστής και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η ακαδημαϊκή του καριέρα έληξε τόσο άδοξα, ενώ κανένα επιστημονικό περιοδικό δε δημοσίευσε ποτέ τα αποτελέσματα των αντιδεοντολογικών του πειραμάτων.
Ο Τζόνσον ήθελε να δείξει, ότι δεν είναι το κύρος της αυθεντίας που πείθει τους ανθρώπους, αλλά η πληροφορία από μόνη της σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις.
Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε ως πειραματόζωα τους ισοβίτες των φυλακών της Βοστόνης.
Ο διευθυντής των φυλακών ήταν παιδικός του φίλος και δεν έφερε καμιά αντίρρηση στο πείραμα που του πρότεινε ο Τζόνσον.
Στις συγκεκριμένες φυλακές εκτίανε την ποινή τους, σε μόνιμη απομόνωση, κάποιοι εγκληματίες που συνέχιζαν να συμπεριφέρονται εγκληματικά ακόμα και μετά τον εγκλεισμό τους.
Γι’ αυτούς - λόγω της απομόνωσης - έφτιαξε ο Τζόνσον μια παραποιημένη έκδοση της τοπικής εφημερίδας. Όλες οι ειδήσεις παρουσιάζονταν ως είχαν εκτός από μια «προσθήκη» στη τρίτη σελίδα. Αυτή η «προσθήκη» ήταν η αποκάλυψη, ότι τον Κένεντι δεν τον είχε εκτελέσει ο Όσβαλντ, αλλά μια ομάδα αφροαμερικάνων τρομοκρατών με την ονομασία «Μαύρα Λιοντάρια». Η είδηση ήταν ένα μικρό δίστηλο χωρίς πολλές λεπτομέρειες - ούτε το όνομα του ρεπόρτερ.
Λίγες μέρες αφότου δόθηκε η εφημερίδα στους φυλακισμένους ο Τζόνσον τους συνάντησε κατ’ ιδίαν και τους εξήγησε, ότι η είδηση της εκτέλεσης από αφροαμερικάνους ήταν ψευδής.
Οι φυλακισμένοι δυσπίστησαν αρχικά στα λόγια του Τζόνσον, αλλά οι περισσότεροι μετά από λίγο παραδέχτηκαν, ότι δεν το είχαν πιστέψει.
Λίγο καιρό μετά ο διευθυντής έστειλε κάποιο φύλακα να κάνει μια φιλική κουβέντα με τους φυλακισμένους. Καθώς μιλούσαν, ο φύλακας ανέφερε τον Κένεντι και τη δολοφονία του.
Και ενώ οι αφροαμερικάνοι φυλακισμένοι δεν έκαναν κανένα σχόλιο, οι λευκοί - όλοι τους - εκμυστηρεύονταν στο φύλακα, ότι η δολοφονία του προέδρου είχε γίνει από νέγρους. Και του έδιναν λεπτομέρειες και αποδείξεις γι’ αυτό - που δεν είχαν διαβάσει στην παραποιημένη εφημερίδα του Τζόνσον.
Το συμπέρασμα του Τζόνσον ήταν αυτό που αναφέρουμε στην αρχή του κειμένου:
Οι άνθρωποι πιστεύουν ό,τι τους «πεις», αρκεί η πληροφορία να συμφωνεί με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις. Και όχι μόνο το πιστεύουν, αλλά το αναπτύσσουν στο μυαλό τους, δημιουργώντας συνδέσεις και συνειρμούς εκεί που δεν υπάρχουν.
ΠΗΓΗ: sanejoker.blogspot.gr