Του Στάθης Σ.
Νέος σάλος διαπερνά κυρίως το διαδίκτυο, αλλά αποτυπώνεται και σε δημοσιεύματα των εφημερίδων περί τη γλώσσα, διότι σε βιβλίο της...
πεμπτοέκτης δημοτικού (εξόχως κακόγουστο από πλευράς στησίματος και εικονογράφησης, απ’ όσον είδα)
τα φωνήεντα της ελληνικής περιορίζονται στα α, ε, ο, ι με την προσθήκη του ου, τα σύμφωνα δεν περιέχουν πλέον το ξ και το ψ, ενώ προστίθεται το γκ, το ντ και κάτι άλλο που αυτήν τη στιγμή μου διαφεύγει.
Ο αντίλογος στον σάλο που πάει να δημιουργηθεί εστιάζει στο ότι πρόκειται για φθόγγους, για τη φωνητική δηλαδή των ελληνικών, τον ήχο στον οποίον παραπέμπουν τα γράμματα, Αλλωστε, στο τέλος του βιβλίου οι συγγραφείς παραθέτουν τα επτά φωνήεντα και τα δεκαεπτά σύμφωνα, το σύνολο δηλαδή των 24 γραμμάτων της ελληνικής.
Είναι μια εξήγηση καλών προθέσεων, αλλά μόνον το μέλλον θα δείξει αν είναι όντως έτσι ή η αρχή νέων άγονων δεινών.
Διότι η ιστορία αυτή έχει προϊστορία -στην οποίαν θα αναφερθώ παρακάτω- και διότι -προσωπικώς, επιτρέψτε μου- δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Ούτε για τον τρόπο που αναθέτει τα βιβλία, ούτε για τη συχνότητα με την οποίαν τα... ξαναναθέτει (τζίρος να γίνεται) ούτε για τις ποιοτικές προδιαγραφές που θέτει.
Απόδειξη το περιβόητο βιβλίο Ρεπούση, το οποίον το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ενέκρινε, ποιώντας ύστερα την πάπια κατά τον υπερδιετή έντονο διάλογο που ακολούθησε, και παίρνοντας περίτρομο θέση εναντίον του, εν τέλει, μόνον όταν η Ακαδημία Αθηνών αποκαθήλωσε το εν λόγω πόνημα διακριβώνοντας 78 πραγματολογικά λάθη, πλήθος εννοιολογικών, ξηρότητα στην αφήγηση και -κυρίως- μεθοδολογική μπουρδούκλωση ανάλογη της αποδομητικής και μεταμοντερνικής προσέγγισης (πες το προπαγάνδας) που διαπερνούσε αντιεπιστημονικά (διότι δεν παρέθετε αποδεικτικά στοιχεία) το εν λόγω έργο όταν προσπαθούσε το έρμο να (υπο)δείξει την ασυνέχεια του ελληνικού έθνους.
Το ίδιο όμως είχε συμβεί πιο πριν (και για μια δεκαετία περίπου) με το θέμα της ασυνέχειας της ελληνικής γλώσσας. Πλήθος κείμενα υπέρ αυτής της άποψης κατέκλυζαν τότε τα κεντρικά (και καθεστωτικά) ΜΜΕ γραμμένα από εκσυγχρονιστές, νεοφιλελεύθερους κι ορισμένους αριστερούς, πολύ φίλους τέτοιων ...χρήσιμων στον λαό νεωτερισμών.
Η συζήτηση αυτή σταμάτησε όταν είχε η ταπεινότης μου την τιμή να θέσει (από τα «ΝΕΑ» τότε) το εξής απλό ερώτημα: «ποιαν ημέρα, ποιαν εβδομάδα, ποιον μήνα, ποιο έτος και ποιον αιώνα έπαψε να ομιλείται και να γράφεται η ελληνική σε κάποιο σημείο του κόσμου;».
Η ερώτηση έμεινε αναπάντητη διότι την έχει απαντήσει η Ιστορία - η ελληνική γλώσσα υπάρχει κι εξελίσσεται συνεχώς από γενέσεώς της έως σήμερα. Οπως τα κινέζικα ή άλλες αρχαίες γλώσσες που δεν πέθαναν κάποια στιγμή, αλλά συνέχισαν να εξελίσσονται και να μεταμορφώνονται αναλόγως του λαού που τις ομιλεί - και του πολιτικού του βίου.
Κι ερχόμαστε μετά το μικρό αλλά αναγκαίο αυτό ιστορικό στο προκείμενo: τη φωνητική της ελληνικής. Είναι αλήθεια, ήδη απ’ την ελληνιστική εποχή, ότι για παράδειγμα το η, το ι, το υ, το ει, και το οι, δεν αντιστοιχούν σε διαφορετικούς ήχους της αρχαίας προσωδίας (που ίχνη της εντοπίζονται ακόμα σε τοπικά ιδιόλεκτα και ντοπιολαλιές), αλλά σε έναν ήχο, το ι!
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα (όπως η αγγλική, η γαλλική και πλήθος, μέγα πλήθος, άλλων) μπορούν να γράφονται κατά τη φωνητική τους κι όχι με την ορθογραφία που προκύπτει απ’ την ετυμολογία τους.
Η μόνη γλώσσα (εξ όσων γνωρίζω) που η φωνητική της έγινε η ορθογραφία της είναι η τουρκική, όταν ο Κεμάλ την πέρασε εν μία νυκτί απ’ το αραβικό αλφάβητο στο λατινικό.
Απόπειρες να γραφεί η ελληνική με το φωνητικό της σύστημα ως κανόνα της ορθογραφίας της, έγιναν κατά το παρελθόν από σκληρούς δημοτικιστές, και της ημεδαπής, και στο εξωτερικό (στην τότε ΕΣΣΔ, όταν εκδόθηκαν ακόμα κι εφημερίδες με αυτόν τον τρόπο). Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά (ή αν προτιμάτε κωμικά) για αυτό και τα ανάλογα εγχειρήματα δεν ευοδώθηκαν, έληξαν άδοξα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο πλαίσιο της απλοποίησης της γλώσσας δεν υπάρχουν απόψεις που εξισώνουν ας πούμε το ο(μικρόν) με το ω(μέγα), ή το Ελλάδα με το Ελάδα.
Ξεχνούν αυτοί οι ρηξικέλευθοι φίλοι μας, ότι οι περσότερες ελληνικές λέξεις φέρουν μέσα απ’ το ταξίδι τους ανά τους αιώνες τη μνήμη τους κι αποδίδουν συχνά έτσι το ίδιο τους το νόημα, διδάσκουν με έναν λόγο, το είναι της έννοιας που αποτυπώνουν.
Για παράδειγμα η λέξη «φιλοσοφία» σού διδάσκει η ίδια τι σημαίνει η έννοια που αποδίδει. Το ίδιο και η λέξη «υστεροφημία». Η γραφή της ως «ιστεροφιμία» όχι μόνον θα κατέστρεφε την ετυμολογία της και συνεπώς τη μνήμη της, αλλά κυρίως αυτό που η λέξη από μόνη της διδάσκει, την έννοια δηλαδή που αποτυπώνει.
Αλλά, ακόμα και στη φωνητική της γλώσσας, ας μη βιάζονται οι καλοί μας συγγραφείς. Το ξ για παράδειγμα είναι ακόμα ηχητικώς ευδιάκριτο, προφέρουμε ξύδι κι όχι κσίδι. Το ίδιο και με το ψ - δεν χρειάζεται να ’χει κάνει ορθοφωνία κανείς για να λέει ψάρι και όχι πσάρι.
Το ίδιο και με το γκ. Υπάρχουν πολλοί που προφέρουν τον καφέ κι άλλοι τόσοι που προφέρουν το γκαφέ. Γιατί όμως
τέτοια πρεμούρα να μάθουν τα παιδάκια του δημοτικού τα φαινόμενα της φωνητικής (σιγά που τα μαθαίνουν δηλαδή) κι όχι της ορθογραφίας, της ετυμολογίας, της ευρύτερης μαγείας της γλώσσας;
Προσωπικώς -επιτρέψτε μου- δεν βλέπω και τόσο αθώες αυτές τις προσεγγίσεις. Οπως δεν ήταν αθώες ούτε στα χρόνια που μαθαίναμε εμείς γράμματα - τότε το πάνω χέρι το είχαν οι σχολαστικοί, τώρα φαίνεται να το έχουν οι αποδομιστές.
Η γλώσσα ήταν, είναι και θα είναι πάντα θέμα πολιτικής. Από τότε που ο Πεισίστρατος κατέγραψε τα Ομηρικά Επη δίνοντάς τους την εκδοχή που ενδιέφερε τη δική του εξουσία, οι πάντες γνωρίζουμε
ότι η γλώσσα είναι πολιτικό όπλο. Και του λαού που τη μιλάει, και της εξουσίας που τον κατέχει.
Γι’ αυτό κι όταν ξαναφτιάξαμε κράτος μετά την Επανάσταση του 1821, η προσπάθεια να καθαρθεί η γλώσσα (καθαρεύουσα) συγκρούσθηκε με την πραγματικότητα της δημοτικής. Σύγκρουση γόνιμη, διότι έτσι εν τέλει σχηματίσθηκε η νέα ελληνική κοινή, και άγονη (εις όσα αφορούσαν την ταξική προσπάθεια της εξουσίας να μοιάσει με το αρχαιοελληνικό της πρότυπο κι ούτω πώς να αντλήσει κύρος).
Βεβαίως η σύγκρουση αυτή (γλώσσα της εξουσίας και γλώσσα του λαού) συνόδευσε τον ελληνισμό σε όλη του τη διαδρομή (στο Βυζάντιο η εξουσία έγραφε σε μιαν «αττική» που υπερέβαινε κατά πολύ την ελληνιστική κοινή της Εκκλησίας), ενώ επί Τουρκοκρατίας ο διαχωρισμός των λογίων, είτε των Φαναριωτών είτε των Διαφωτιστών, απ’ τη δημοτική χαρακτηριζόταν και από αποκλίσεις και από ωσμώσεις - όμως μακρηγορήσαμε.
Η γλώσσα (όχι μόνον η ελληνική) έχει την ικανότητα να εγκολπώνεται το νέο και να απορρίπτει το ανοίκειο. Ενίοτε ακόμα και το λάθος, διά της επαναλήψεως το καθιστά σωστό. Ενίοτε! Διότι αν ο βαρβαρισμός είναι δασύτριχος, πάει καλιά του.
Αυτή η ικανότητα της γλώσσας έχει βελτιωθεί από την ομογενοποίησή της μέσω των ΜΜΕ - κυρίως των εφημερίδων, οι οποίες έχουν συμβάλει τα μάλα στη διάδοση των καλών κι ενιαίων ελληνικών, παρά τα λάθη και τις αναπόφευκτες παθογένειες.
Οι Ελληνες σήμερα μιλούν πολύ καλύτερα και πολύ περισσότεροι τη γλώσσα μας, παρά πριν 50-100 χρόνια.
Οσο για τα ιδιόλεκτα των νέων (πλην τα γκρίκλις) το ίδιο γκρίνιαζαν εναντίον τους οι παλαιότεροι, ήδη από τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού, όταν περίλυποι οι Αθηναίοι μουρμούριζαν στην αγορά για τα ελληνικά του Αλκιβιάδη ή άλλων αστέρων της τότε χρυσής νεολαίας, που δεν είχαν σε υπόληψη τον Πίνδαρο και απήγγειλαν τον Ομηρο σαν Πειραιώτες βυρσοδέψες.
Τα παλιόπαιδα...
ΠΗΓΗ: enikos.gr