23 Ιουλ 2012

Για την κρίση φταίει το σόι σου

  
Toυ Ιωάννη Παπαναγιώτου
Η Ελλάδα είναι η  πρώτη χώρα, τόσο εντός Ευρώπης, όσο και εντός ΟΟΣΑ που έχει τόσο υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, ξέρουμε τι σημαίνει αυτό, έτσι δεν είναι;
Έχουμε την τάση να είμαστε τα...

αφεντικά του εαυτού μας αλλά όχι μόνο αυτό. Μας αρέσει να κάνουμε κουμάντο στην ομάδα μας, στην πολυκατοικία μας, στο  καφενείο μας, στο κρεβάτι μας.

Την τάση μας να σταδιοδρομούμε σε καριέρες μοναχικές και  μικρής κλίμακας, επιβεβαιώνουν και οι αριθμοί. Στο σύνολο, που λέτε,  της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις, άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού, των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και των τραπεζών συμπεριλαμβανομένων.

Εξίσου κατακερματισμένος είναι και ο γεωργικός τομέας της οικονομίας  με μικρούς κλήρους, να αποτελούν τον κανόνα.  Εγώ, για παράδειγμα, έχω στην κατοχή μου σαράντα στρέμματα τα οποία και νοικιάζω. Αμε, τι με πέρασες!

Αυτό το χαρακτηριστικό, της  μικρής κλίμακας, της ελληνικής οικονομίας ανάγεται στην ιστορία. Ο ελληνικός χώρος στην αρχή, και  το νέο ελληνικό κράτος ακολούθως, επηρεάστηκαν σε καθοριστικό βαθμό από  την οθωμανική εθιμική πραγματικότητα, η οποία αποθάρρυνε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η πολιτική γης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους συνέχισε να ευνοεί τον μικρό κλήρο. Η πλειονότητα των νοικοκυριών είχε κάποια ακίνητη περιουσία, προς εκμετάλλευση, χαρακτηριστικό που ίσχυε ως έναν βαθμό και για τα Βαλκάνια, πριν  απολεσθεί με τον σοσιαλισμό.

Η αδυναμία, εν μέσω τουρκοκρατίας, συσσώρευσης κεφαλαίου, στα πρότυπα των δυτικών οικονομιών, αναχαίτισε  τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων κάθε είδους, εξαιρουμένου ίσως του εμπορίου.

Για να αντιστρέψω το παράδειγμα περί πολιτισμένων και μαϊμούδων, που συχνά χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε τους ξένους, στην προκείμενη περίπτωση, όταν αυτοί σχημάτιζαν βιομηχανίες και σούπερ μάρκετ εμείς αρκούμασταν στα μπακάλικα και τα τσαγκαράδικα.

Σε αυτό, βέβαια, μπορεί να συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες όπως η γεωγραφία του ελληνικού χώρου ή η δυσκολία στις μεταφορές, για παράδειγμα.

Ενώ λοιπόν, η ελληνική επικράτεια  τελούσε υπό οθωμανικούς περιορισμούς, η Δυτική Ευρώπη εισήγετο στη βιομηχανική εποχή με γκάζια. Οι μεγάλες γαιοκτησίες του φεουδαρχικού παρελθόντος - είχαν αφήσει σαν κληρονομιά τεράστια κοινωνικά χάσματα, μεταξύ φεουδαρχών και εργατών - μεταφράστηκαν άμεσα,  με την είσοδο στη νέα εποχή, σε διαφορές μεταξύ κεφαλαιούχων και εργατών. 

Στη δύση ο  πλεονάζων πλούτος είχε συσσωρευτεί σε συγκεκριμένες εστίες. Συνεπώς, όταν τα εθνικά κράτη  άρχισαν να διαμορφώνονται  οι  οικονομικοί ρόλοι ήταν ξεκάθαροι.  Υπήρχε το δραστήριο και παραγωγικό κεφάλαιο από την μία και οι εργάτες από την άλλη. Αυτή η ταξική κατάτμηση και η κεφαλαιακή υπερ-συσσώρευση  δεν έλαβαν χώρα   ομοίως στην Ελλάδα, η οποία  ναι μεν αποτίναξε το οθωμανικό κράτος, δεν το αντικατέστησε όμως πλήρως, στα  πρότυπα των δυτικών ταξικών κρατών.

Στον απόηχο, λοιπόν,  της  βιομηχανικής επανάστασης, αναπτύχθηκαν οι μεγάλες επιχειρήσεις-ιεραρχίες, που έδιναν σταθερούς ρόλους, καταμέριζαν την εργασία με τον πιο αποτελεσματικό και ανταγωνιστικό τρόπο.

Στον δυτικό κόσμο, η φεουδαρχία, η μοναρχία, ο καθολικισμός  σε συνέργια με ένα ευρύτερο πλέγμα θεσμών, εφεύραν έναν νέο, το εθνικό απολυταρχικό κράτος. Ο θεσμός αυτός, αφού πρώτα υιοθετήθηκε από τους λαούς, κατόπιν διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης.

Την απουσία ενός ισχυρού κράτους, Λεβιάθαν, αντικατέστησε, στην ελληνική πραγματικότητα, η υποταγή στη δύναμη του εκάστοτε «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». 

Αυτή η  αθεμελίωτη  και αδόμητη δύναμη της πλάκας, στην οποία ενδίδει ο σύγχρονος έλληνας
, είτε πρόκειται για  εσωτερικό, είτε εξωτερικό ηγεμόνα,  έχει αρχετυπικό θύμα τον υπόδουλο ραγιά ο  οποίος υπηρετεί αντιπαραγωγικά  χωρίς έλεγχο τους ανωτέρους του, αλλά δεν ξέρει και να συνεργάζεται με όσους δεν έχουν εξουσία πάνω του.

Το μικρό κεφάλαιο εξακολουθεί, μετά από δυο αιώνες σύγχρονου κράτους, να είναι  η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης. Η τάση αυτή δεν είναι ανερμήνευτη ούτε τυχαία. Η ελληνική οικογένεια, ο βασικός πυρήνας της  κοινωνικής και οικονομικής ζωής, αντιστέκεται διαχρονικά στην προλεταριοποίηση απλώνοντας δίχτυα ασφάλειας γύρω από τα μέλη της.  Οι οικογένειες συγκροτούνται πάνω σε μια  συσσωρευμένη μάζα κεφαλαίου, γύρω από την οποία περιστρέφονται δορυφορικά τα μέλη τους, τα οποία  έχουν την τάση να αποφεύγουν, μια ξεκάθαρη υπαλληλική ιδιότητα.

Αν ωστόσο αυτό συμβεί, γίνεται κατά βάση, σε δραστηριότητες με εργασιακή ασφάλεια, καλή σύνταξη και ωράρια που εξυπηρετούν την παράλληλη ενασχόληση με το οικογενειακό κεφάλαιο: στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες.

Κατά καιρούς, βέβαια,  η ανάγκη για ευέλικτη απασχόληση που θα άφηνε χρόνο στον έλληνα να δραστηριοποιηθεί με την οικογενειακή περιουσία, κατεύθυνε τους έλληνες σε περιπτώσεις ημι-απασχόλησης ή ακόμα και αδήλωτης εργασίας.

Η ευελιξία  και η πολυεργεία, που προϋποθέτει η οικονομία μικρής κλίμακας, αποτυπώνεται και στην εύκολη εναλλαγή επιτηδεύματος ανάλογα με τις οικονομικές συγκυρίες. Ο τυπικός έλληνας εύκολα μεταπηδούσε από την καλλιέργεια σταφίδας, στην ναυτιλία, την αλιεία, το εμπόριο.  Ο άγγλος από την άλλη, αν γεννιόταν γιος σερβιτόρου σε παμπ του Μπέρμιγχαμ θα μάθαινε την τέχνη και στα εγγόνια του.

Οι δυτικοί έχουν την τάση να δημιουργούν εργασιακές παραδόσεις είτε αυτές αφορούν το εμπόριο, είτε την βιοτεχνία, την τραπεζική, τις μπύρες, τις σοκολάτες, τα ρούχα, το οτιδήποτε.

Η ελληνική προτίμηση προς τη μικρή κλίμακα, είναι τόσο διαδεδομένη, ώστε ούτε οι πρόσφυγες του 1922, ούτε  όμως και οι μετανάστες μετά το 1990, δεν έγιναν μόνιμο προλεταριάτο, για μεγάλους και εδραιωμένους εργοδότες, όπως συνέβη σε οικονομίες διαφορετικής διάθρωσης.

Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει ιδιάζουσα θέση, σε  οικονομικά περιβάλλοντα λιγότερο σαφή, όπως το ελληνικό. Στις καπιταλιστικά παλαιότερες οικονομίες, το ανθρώπινο κεφάλαιο αναπτύσσεται,  μέσα από  μακρόχρονη καριέρα, εντός των τειχών κάποιας μεγάλης επιχείρησης. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη και ως έναν βαθμό ταυτισμένη, μόνο ως πρώτο βήμα μιας καριέρας. Σε οικονομίες, όμως, εντάσεως ανθρώπινου κεφαλαίου, σαν την δικιά μας, έχουν μεγαλύτερη σημασία τα ατομικά  χαρακτηριστικά και η κοινωνική δικτύωση και όχι τόσο οι θεσμοί και οι δομές. Τα νοικοκυριά, συνεπώς, υπερ-επενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών, για να εμπλουτίσουν  την παλέτα των ικανοτήτων τους, δηλαδή τις πιθανότητες απορρόφησής τους από την αγορά εργασίας.

Στους εθνικούς λογαριασμούς  οι δαπάνες εκπαίδευσης θεωρούνται κατανάλωση, είναι όμως επένδυση.

Αυτή η τάση δημιουργεί ανθρώπους ικανούς στους τομείς που προϋποθέτουν γενικές γνώσεις και ευρυμάθεια, όπως οι υπηρεσίες ή οι μικρές οικονομικές μονάδες στις οποίες λίγοι εργάτες αναλαμβάνουν πολλά καθήκοντα, στην βιομηχανία ή στην έρευνα  όμως η «ανειδίκευτη»  εργασία δεν είναι ανταγωνιστική.

Τα μειονεκτήματα της μικρής κλίμακας έχουν να κάνουν με το κόστος, την οργάνωση, τον μακρόπνοο σχεδιασμό, κ.α. Επιπλέον, σε μια οικονομία μικροϊδιοκτητών και επιτηδευματιών,  η οποία είναι επιφυλακτική απέναντι στον εφήμερο, παρελκυστικό και αδιαφανή  ρόλο του κράτους,  οι επενδύσεις των νοικοκυριών είναι πιο συντηρητικές και αφορούν κυρίως την αγορά ακινήτων, υπηρεσιών εκπαίδευσης, τις καταθέσεις σε τράπεζες. Στις δυτικές οικονομίες, από την άλλη, που οι ρόλοι  και οι διαδικασίες είναι ξεκάθαρες, τα κεφάλαια επενδύονται σε πιο δυναμικά προϊόντα, με πιο επαγγελματικούς τρόπους και καταλήγουν ευκολότερα ως χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου.  Είδαμε βέβαια και τα δικά τους  χαΐρια, με τις φούσκες και τα τοξικά ομόλογα.

Η ουσία είναι πάντως, πως ο δυτικός  ηγεμονικός καπιταλισμός, δομήθηκε στη βάση του ατομικού συμφέροντος, ενσωματωμένου σε  κοινωνίες κανόνων και ευθύνης. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες δεν στηρίχτηκαν μόνο στην ελεύθερη αγορά και στα ατομικά κίνητρα αλλά και σε ιεραρχικούς οργανισμούς (κάθετους κανόνες) και σε στρατηγικές συνεργασίας (οριζόντιους κανόνες).

Εμείς στηριχτήκαμε στο πολυμήχανο μυαλό μας και  στις πλάτες του μπάρμπα από την Κορώνη.


ΠΗΓΗ: radar-gr