Ερώτημα: Για ποιον λόγο να γελοιοποιήσεις κάτι από το παρελθόν, που ούτως ή άλλως υπήρξε γελοίο στην εποχή του;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω την απάντηση, πάντως αυτό ακριβώς ένιωσα να συμβαίνει στην ταινία «Ροκ για πάντα» («Rock of ages», ΗΠΑ, 2012)
του Ανταμ Σάνκμαν, η οποία αποπειράται να καυτηριάσει την αμερικανική ποπ υπο-κουλτούρα της δεκαετίας του 1980, «αξιοποιώντας» όλα τα στοιχεία για τα οποία προσωπικά προτιμώ να μην θυμάμαι καθόλου εκείνη την εποχή: κακή αισθητική, κακές ταινίες, κακές ερμηνείες με κακές κομμώσεις, κακός ρουχισμός και ξενέρωτα τραγούδια καλλιτεχνών ως επί το πλείστον της μιας επιτυχίας.
Θέλω να πω, ποιος στ' αλήθεια αντέχει σήμερα να ξανακούσει τους στίχους και τη μουσική του «I've been waiting for a girl like you» των Foreigner; Ελεος! Ούτε για πλάκα! Ολα αυτά λοιπόν τα στοιχεία συγκεντρωμένα στην ίδια ταινία, χρειάζονται τεράστιες δόσεις αντοχής για να τα παρακολουθήσει κάποιος που έχει αφήσει τα «eighties» στο χρονοντούλαπο της μνήμης του.
Ο Σάνκμαν κοπιάρει το μοτίβο των περισσότερων τινέιτζερ ανοησιών εκείνης της εποχής: το αγνό, πανέμορφο κορίτσι από την επαρχία (η Τζούλιαν Χόου με κόμμωση αλά Ολίβια Νιούτον Τζον) συναντά στο Λος Αντζελες το καλό αγόρι που θέλει να γίνει μουσικός αλλά προς το παρόν είναι βοηθός μπάρμαν (ο Ντιέγκο Μπονέτα που θυμίζει απελπιστικά τον Ματ Ντίλον στον «Αταίριαστο»). Από εκεί θα ξεκινήσει ένας ασταμάτητος σιδηρόδρομος βλακείας που, ή τον αντέχεις ή όχι.
Κέντρο βάρους για την εξέλιξη της ιστορίας, ένας μεσήλικας ροκάς με το απίστευτο όνομα Στέισι Τζαξ και το πρόσωπο του Τομ Κρουζ που θυμίζει ένα παραμορφωμένο κράμα από Αξλ Ρόουζ, Ιγκι Ποπ και Στίβεν Ταίλερ. Βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση νιρβάνας, περιστοιχισμένος από groupies για όλες τις δουλειές και φυσικά έχει βαθύτατα υπαρξιακά προβλήματα, τα οποία μπορεί να λύσει η δημοσιογράφος του Rolling Stone (Μάριν Ακερμαν) που θέλει να του πάρει συνέντευξη.
Ολο αυτό το συνονθύλευμα από το οποίο δεν λείπει το στοιχείο του μιούζικαλ σε στιλ «Γκριζ», μπορεί να λατρευτεί ή να προκαλέσει πονοκέφαλο (όπως συνέβη στην περίπτωσή μου). Ακόμα και το γύρισμα της ταινίας είναι κακό ώστε να ταιριάζει απολύτως στην εποχή της που αναφέρεται, δηλαδή το 1987, μια κάκιστη χρονιά για τον αμερικανικό κινηματογράφο.
Τι ξεχώρισα; Τους β' ρόλους, φυσικά. Το μπαρ διευθύνει ο Αλεκ Μπάλντουιν με look νταλικιέρη και οι σκηνές του με τον Βρετανό Ράσελ Μπραντ που παίζει τον βοηθό του έχουν όντως πολλή πλάκα. Πολύ καλή και η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς σε ρόλο θεούσας «σκύλας» με τρομερά απωθημένα. Ομως αυτός που ανάβει φωτιά όποτε εμφανίζεται στην ταινία, δεν είναι άλλος από τον Πολ Τζιαμάτι στον ρόλο του ατζέντη του Κρουζ, ενός γλοιώδους υποκειμένου έτοιμου να πουλήσει ακόμα και τη μάνα του για το χρήμα. Νά πώς ένας ηθοποιός μπορεί να δώσει ποιότητα ακόμα και στη μετριότητα.
Το love story των μοναχικών
Η πιο δροσερή και πρωτότυπη όχι μόνον σε ιδέες αλλά και στην υλοποίησή τους ταινία της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας, «κατάγεται» από την Αργεντινή και λέγεται «Μεσοτοιχίες» («Medianeras», 2010). Ο νεαρός σκηνοθέτης Γκουστάβο Ταρέτο κτίζει ένα love story με μοναχικούς ήρωες, έναν δημιουργό ιστοσελίδων (Χαβιέρ Ντρόλας) και μια αρχιτεκτόνισσα (Πιλάρ Λόπες ντε Αγιάλα). Φαντασία, έξυπνες ατάκες, και πηγαία συναισθήματα την ίδια ώρα που - ηθελημένα ή όχι - αντιλαμβάνεσαι έναν χαμηλών τόνων σχολιασμό για τις επιπτώσεις που είχε στη χώρα η σχετικά πρόσφατη μάστιγα της οικονομικής κρίσης. Η εισαγωγή της ταινίας, όταν μέσα από την αφήγηση του κεντρικού ήρωα βλέπουμε κτίρια του Μπουένος Αϊρες, μιας πόλης που όπως ακούμε βρίσκεται σε «ηθική και οικονομική ακαταστασία», είναι μια ξεκάθαρη αναφορά στο σινεμά του Γούντι Αλεν, του οποίου το πνεύμα δίνει διαρκώς το «παρών», όπως άλλωστε και σκηνές από το αριστούργημά του, «Μανχάταν».
Η αρχόντισσα και ο αλήτης α λα γαλλικά
Η γαλλική ταινία «Ούτε στον εχθρό μου» («Mon pire cauchemar», Γαλλία, 2011) μπορεί πολύ εύκολα να φτιάξει το κέφι, κάτι που από μόνο του ακούγεται παράδοξο, εφόσον πρωταγωνίστρια είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ, μια ηθοποιός που πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την λέξη κέφι (λαμπρή εξαίρεση βέβαια οι «8 γυναίκες» του Φρανσουά Οζόν).
Και όμως, μαζί με τον Μπενουά Πουλβό η Ιπέρ πλάθει μια συμπαθέστατη αντίθεση, που όντως βγάζει γέλιο και μάλιστα με αυθόρμητο, άμεσο τρόπο. Εκείνη ασχολείται με την τέχνη, εκείνος είναι οικοδόμος. Εκείνη υστερική αλλά συγκρατημένη, εκείνος έξω καρδιά, χύμα και παραλίγο κατάδικος. Και οι δυο έχουν από έναν γιο στην εφηβεία (τα παιδιά είναι φίλοι) και οι δυο ζουν ζωές που δεν «γεμίζουν» ποτέ στ' αλήθεια. Μόνο και μόνο το γεγονός, ότι ο ένας σπάζει τα νεύρα του άλλου, είναι αρκετό για να σου φτιάξει τη διάθεση, έστω και αν στην πραγματικότητα η ταινία της Αν Φοντέν σεναριακά μιλώντας είναι μια πιο εκλεπτυσμένη (και φυσικά με καλύτερο χιούμορ) εκδοχή της «Αρχόντισσας και του αλήτη».
Βιντεοκλιπίστικο νουάρ
Αν η ταινία «Στα όρια» («Rampart», ΗΠΑ, 2011) του Ορεν Μόβερμαν ήταν λιγότερο εφετζίδικη στην κινηματογράφησή της, πολύ πιθανόν το πορτρέτο του διεφθαρμένου αστυνομικού Ντέιβ Μπράουν που εδώ σκιαγραφείται, να μου είχε εντυπωθεί καλύτερα στη μνήμη. Ποιος ξέρει, μπορεί και να είχε παρόμοια απήχηση με το αριστούργημα του Εϊμπελ Φεράρα «Διαφθορά» («Bad lieutenant») με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ στον ρόλο ενός αντίστοιχου διεφθαρμένου αστυνομικού. Ενώ, όμως, το «Στα όρια» διαθέτει έναν εξαιρετικό Γούντι Χάρελσον στον κεντρικό ρόλο του ψυχωτικού Μπράουν που σε κάνει να φοβάσαι μόνον που σε κοιτάζει (ερμηνεία που κατά τη γνώμη μου πέρασε απαρατήρητη από πλευράς βραβείων στην Αμερική), έχεις την αίσθηση, ότι το φιλμ «καταδιώκεται» από την ανάγκη του Μόβερμαν να γυρίσει περισσότερο κάτι στιλάτο και λιγότερο ένα καθαρό ψυχογράφημα, όπως το σενάριο απαιτεί (συνσεναριογράφος ο γνωστός συγγραφέας Τζέιμς Ελροϊ). Για την ακρίβεια, αν υπάρχει μια ταινία, στην οποία το νουάρ και το βιντεοκλίπ συγχωνεύονται σε ένα σύνολο που τελικά σε αφήνει κάπως ξεκρέμαστο, αυτή είναι το «Στα όρια», στο οποίο χαρακτηριστικούς ρόλους κρατούν οι Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, Νεντ Μπίτι, Αϊς Κιουμπ, Στιβ Μουσέμι και Σίνθια Νίξον.
Εδώ ο κόσμος καίγεται…
Με φόντο τη Γαλλία λίγο πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789, η ταινία «Αντίο βασίλισσα» («Les adieux à la reine», Γαλλία/ Ισπανία, 2012) του Μπενουά Ζακό ενδιαφέρεται να δώσει στον θεατή μια ιδέα από το κοινωνικοπολιτικά ταραγμένο κλίμα της εποχής στην οποία αναφέρεται, έχοντας ως σεναριακό νήμα την ιδιόρρυθμη σχέση ανάμεσα στη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα (έξυπνη η επιλογή της γερμανίδας ηθοποιού Νταϊάν Κρούγκερ) και μιας νεαρής αναγνώστριάς της (Λεά Σεϊντού). Η τελευταία ακολουθεί τυφλά τη βασίλισσα, σε σημείο που να μη σκέφτεται καν το καλό της, αφού όλα δείχνουν ότι ο λαός βρίσκεται στα όριά του και οι λίστες με τα ονόματα όσων πρέπει να καρατομηθούν ήδη κυκλοφορεί.
Το μεγαλύτερο μέρος της ενδιαφέρουσας αυτής ταινίας, που όμως δεν καταφέρνει ποτέ να απογειωθεί, είναι γυρισμένο μέσα στα δωμάτια του παλατιού (χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικοί χώροι) όπου ο φόβος και η αλαζονεία φτιάχνουν ένα παράξενο κοκτέιλ συναισθημάτων, το οποίο βεβαίως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο λαός οδηγήθηκε στην επανάσταση. Τη διαφορά κάνει ο ερωτικός παράγοντας, με τα πικάντικα σεξουαλικά γούστα της Αντουανέτας και την υπόγεια ζήλια της αναγνώστριας. Η χημεία ανάμεσα στην Κρούγκερ και τη Σεϊντού είναι ο παλμός της ταινίας.
ΠΗΓΗ: tovima.gr