3 Σεπ 2011
Επιστροφή στην ανάπτυξη; Του Παύλου Τσίμα
Είναι οριστικό και είναι επίσημο: οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2011 έχουν ήδη χαθεί. Η ύφεση θα είναι πολύ βαθύτερη απ' ό,τι είχε προβλεφθεί.
Η Ισπανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που μας ξεπερνά (για λίγο) στην οδυνηρή λίστα της ανεργίας.
Τα δημόσια έσοδα μειώνονται αντί να αυξηθούν, παρά τους νέους φόρους και τις έκτακτες εισφορές...
(1,5 δισ. λιγότερα εισπράχθηκαν στο πρώτο εννιάμηνο φέτος απ' ό,τι την ίδια περίοδο πέρυσι).
Οι πρωτογενείς δαπάνες του κράτους αυξάνονται αντί να μειώνονται (σχεδόν 2 δισ. περισσότερα φέτος από ό,τι πέρυσι, το αντίστοιχο διάστημα). Η ελπίδα μιας πρωτογενούς ισορροπίας εσόδων και εξόδων του Δημοσίου μοιάζει προς το παρόν άπιαστο όνειρο.
Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη και αν αύριο το πρωί μας χάριζαν όλο μας το χρέος (ή το ακυρώναμε, επαναστατικώ δικαίω), θα ξαναχρεωνόμασταν από μεθαύριο, αφού μας λείπουν, χωρίς να υπολογίζουμε τις πληρωμές τόκων, περίπου 8 δισ. σε ετήσια βάση. Συνεπώς, όπως σωστά λέει και η αγρίως (και αδίκως) υβρισθείσα Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής, «η δυναμική του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ανεξέλεγκτη».
Γύρω από αυτές τις διαπιστώσεις πολλή συζήτηση δεν χωρά. Τα νούμερα δεν βγαίνουν.
Το ερώτημα είναι γιατί.
Η μία εξήγηση είναι, πως, για ακόμη μία φορά, αποδεικνύεται ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί δημοσιονομική εξυγίανση και μείωση χρέους, με πολιτικές λιτότητας, σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Ειδικά σε μια οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η κατανάλωση αντιπροσώπευε σχεδόν το 75% του ΑΕΠ (ζούσαμε πουλώντας ο ένας στον άλλον προϊόντα που εισάγουμε, δανειζόμενοι, από το εξωτερικό) η συρρίκνωση της ζήτησης ήταν φυσικό να οδηγήσει σε μια εκτός ελέγχου ύφεση. Την οποία επιδεινώνει το - υφεσιακό ξανά - διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Η δεύτερη εξήγηση είναι πως το ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα δεν ήταν εξ αρχής αντιμετωπίσιμο με κλασικές συνταγές λιτότητας. Γιατί, όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, το πρόβλημα ήταν λιγότερο οικονομικό και περισσότερο πολιτικό.
Η Ελλάδα, ενώ έχει μικρότερο δημόσιο τομέα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν καταφέρνει να τον χρηματοδοτήσει (και δημιουργεί ελλείμματα) επειδή,
πρώτον, τα φορολογικά της έσοδα είναι σκανδαλωδώς χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά επίπεδα και, δεύτερον, το επίπεδο δημόσιας σπατάλης στην περίπτωσή μας είναι τριτοκοσμικού, όχι ευρωπαϊκού, επιπέδου.
Παράδειγμα πρώτο: Η Ελλάδα, για να μειώσει κατά μία μονάδα το ποσοστό της φτώχειας, πρέπει να δαπανήσει το 7% του ΑΕΠ της σε κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, για το ίδιο αποτέλεσμα, χρειάζεται να ξοδέψουν μόλις το 1,8% του ΑΕΠ τους. Στη δική μας περίπτωση μια μαύρη τρύπα γραφειοκρατίας και διαφθοράς καταπίνει το μέγιστο μέρος των δημόσιων πόρων.
Παράδειγμα δεύτερο: Πολλές μελέτες, την περασμένη δεκαετία, υπολόγισαν ότι αν στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες είχαν αποτελεσματικότητα ανάλογη της Ιρλανδίας ή της Κύπρου, θα είχαμε το ίδιο επίπεδο δημοσίων υπηρεσιών με το 63% του κόστους. Δηλαδή το ύψος της σπατάλης, των χαμένων πόρων, θα έφθανε το ιλιγγιώδες 37%!
Οσο οι μεταρρυθμίσεις ματαιώνονται, οι μαύρες τρύπες δεν κλείνουν και η σπατάλη δεν μαζεύεται, τόσο τα οριζόντια μέτρα λιτότητας, επώδυνα για εκείνους που πλήττονται από αυτά, θα αποδεικνύονται σταγόνα στον ωκεανό των ελλειμμάτων. Θα έπρεπε (όπως έλεγε και το σύνθημα) να αλλάξουμε για να μη βουλιάξουμε. Αλλά, δύο χρόνια τώρα, απλώς περικόπτουμε. Δεν αλλάζουμε.
Πολλοί λένε, πως η λύση του προβλήματός μας είναι «η επιστροφή στην ανάπτυξη».
Αλλά για να επιστρέψεις κάπου, πρέπει να ήσουν κάποτε εκεί.
Ε, λοιπόν, στην περίπτωσή μας, για πάνω από μία δεκαετία, βαφτίζαμε ανάπτυξη μια καταναλωτική μεγέθυνση (με δανεικά) σε μια οικονομία σε παραγωγική παρακμή, που δημιουργούσε κάθε χρόνο μόνο μία νέα θέση εργασίας για κάθε δύο νέους που έρχονταν από την εκπαίδευση.
Αυτό δεν λέγεται ανάπτυξη στην οποία θα μπορούσαμε (ή θα θέλαμε) να επιστρέψουμε.
Η ανάπτυξη δεν θέλει «επιστροφή», θέλει αλλαγή. Αλλιώς συνεχίζουμε να βουλιάζουμε...
ΠΗΓΗ: tanea.gr