15 Σεπ 2011
Αυτοδίκαιη αργία για τους επίορκους δημοσίους υπαλλήλους
To πλήρες κείμενο του νομοσχεδίου για το νέο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, που εισηγήθηκε σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Δ. Ρέππας, παρουσιάζει το «Bήμα». Με το νομοσχέδιο τροποποιείται, κατ΄αρχάς, το άρθρο 103 του Υπαλληλικού Κώδικα..
έτσι ώστε οι υπάλληλοι να τίθενται πλέον σε αυτοδίκαιη αργία εφόσον στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης.
Επιπλέον, τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία, όταν παραπέμπονται για τα αδικήματα της δωροδοκίας, της υπεξαίρεσης περί την υπηρεσία, της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας ή της πορνογραφίας ανηλίκων.
Παρέχεται, ταυτόχρονα, η ευχέρεια στα πειθαρχικά συμβούλια, στα οποία δεν θα μετέχουν πλέον οι συνδικαλιστές και διαχωρίζονται από τα υπηρεσιακά συμβούλια, να επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα και όχι μόνο για ορισμένα μόνον αδικήματα, όπως είναι η παράβαση καθήκοντος που ίσχυε ως τώρα, στο άρθρο 109 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Σε παύση, μάλιστα, τίθενται οι υπάλληλοι σε βάρος των οποίων προκύπτουν «επαρκείς ενδείξεις» και όχι «βάσιμες ενδείξεις» οι οποίες μπορεί να μην υπάρχουν από την αρχή των δίωξης αλλά να προκύψουν μετά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Σε δυνητική αργία τίθενται και οι υπάλληλοι εφόσον εκδοθεί σε βάρος τους ένταλμα προσωρινής κράτησης και απολύθηκαν με εγγύηση ή περιοριστικούς όρους.
Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι στους υπαλλήλους πού τελούν σε αργία ή αναστολή άσκησης των καθηκόντων τους, καταβάλλεται το 1/3 των αποδοχών τους, ενώ μέχρι τώρα προβλεπόταν ότι καταβάλλεται το 1/2 των αποδοχών τους. Κατ' εξαίρεση, όταν πρόκειται για το πειθαρχικό παράπτωμα της δωροδοκίας ή της υπεξαίρεσης περί την υπηρεσία προβλέπεται να καταβάλλεται το ένα τέταρτο των αποδοχών.
Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί και «η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή εξ αφορμής αυτών». Με τη διατύπωση αυτή επιδιώκεται η αποδοκιμασία και τιμωρία πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου που συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς. Ως πειθαρχικό παράπτωμα ορίζεται και «η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας».
Παράλληλα, θεσπίζονται νέες πειθαρχικές ποινές, ενώ, από την άλλη πλευρά, καθίστανται πιο αυστηρές οι προβλεπόμενες στον ν. 3528/2007 πειθαρχικές ποινές. Οι νέες πειθαρχικές ποινές είναι η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα έως πέντε έτη, καθώς και η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου.
Ως προς το όριο της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αυξάνεται από τρεις σε δώδεκα μήνες, η δε πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης μπορεί να φθάσει πλέον τους δώδεκα μήνες αντί των έξι μηνών που ήταν το όριο το οποίο είχε θέσει ο Υπαλληλικός Κώδικας. Επίσης η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού μπορεί να φθάσει τους δύο βαθμούς προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα.
Στο νομοσχέδιο ορίζεται ακόμη ότι το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, όταν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, πειθαρχικού χαρακτήρα, μπορεί να επιβάλει και διοικητική κύρωση από 10.000 έως 30.000 ευρώ. «Οταν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης για εμπλοκή σε θέματα διαφθοράς το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση πειθαρχικής υφής από 10.000 έως 100.000 ευρώ».
Με τις νέες ρυθμίσεις, που τροποποιούν το άρθρο 112 του Υπαλληλικού Κώδικα, αυξάνονται και τα χρονικά όρια παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία στον ν. 3528/2007 ήταν μικρά και επέτρεπαν την αποφυγή της τιμωρίας για υπαλλήλους που είχαν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα.
Ετσι, η παραγραφή αυξάνεται από δύο σε πέντε χρόνια η οποία αρχίζει από την ημέρα διάπραξης του παραπτώματος, ενώ για παραπτώματα για τα οποία δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού, η παραγραφή είναι δεκαετής λόγω της σοβαρότητάς τους. Στην περίπτωση παραπτώματος με οικονομικό περιεχόμενο η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία η υπηρεσία έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης και όχι από την ημέρα διάπραξης του παραπτώματος.
Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 2 δίνεται η δυνατότητα άσκησης πειθαρχικής εξουσίας στον Υπουργό Εσωτερικών, πρώτον, για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν. Π. Δ. Δ. για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους, μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ. Ε. Π.) και μη εφαρμογής των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και, δεύτερον, για τους υπαλλήλους των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ. Ε. Π.) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα.