Δεν πιστεύει στο Θεό, αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τους πολιτικούς γιατί τους θεωρεί «συναδέλφους» του και αρνείται να γίνει ένα ακόμη θύμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Μισεί την τηλεόραση επειδή αποβλακώνει και φοβάται ότι η οικονομική κρίση δεν είναι παρά μια απάτη. Συν τοις άλλοις αγαπά την...
Ελλάδα και είναι υπέρ της άποψης Γκοντάρ ότι η υφήλιος χρωστά πολλά στον πολιτισμό μας.
Με 85 χρόνια στην πλάτη του και περίπου 60 χρόνια καριέρας, ο Μισέλ Πικολί, τον οποίο συναντήσαμε στις Κάννες με αφορμή την ταινία του Νάνι Μορέτι «Εχουμε Πάπα!», δεν είναι απλώς ένας ηθοποιός, αλλά ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που απολαμβάνεις να ακούς.
«Δόξα τω Θεώ δεν είμαι... θρήσκος» είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει ο ηθοποιός Μισέλ Πικολί καθισμένος στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου Resid al στις Κάννες. «Μεγάλωσα σε οικογένεια καθολικών, αλλά νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντι στη μητέρα μου που αρνούνταν να πατήσει το πόδι της στην εκκλησία». Ο λόγος ήταν οι τρομερές απώλειες που η μητέρα του είχε βιώσει στη ζωή της. «Είχε χάσει την πίστη της και δεν ήθελε να ακούει τη λέξη “Θεός” στην οικογένειά της». Παραδόξως, η μητέρα του είχε εξαιρετικές σχέσεις με την αδελφή της, που βρισκόταν στην ακριβώς απέναντι όχθη. Οχι μόνο ήταν πολύ θρησκευόμενη αλλά υπήρξε και γραμματέας κληρικού. «Και για να τα κάνω χειρότερα, αρκεί να σας πω ότι αυτό που ακουγόταν μέσα στην οικογένειά μου, μια τυπική οικογένεια γάλλων μπουρζουάδων, ήταν ότι η θεία μου ήταν ερωμένη του παπά...».
Η μάλλον χαριτωμένη παρ΄ όλα αυτά συζήτηση περί θρησκείας ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, αφού αφορμή γι΄ αυτή τη συνέντευξη των 45 λεπτών υπήρξε η ταινία «Εχουμε Πάπα!» του Νάνι Μορέτι που προβάλλεται αυτή την περίοδο στις αίθουσες. «Το ευτυχές με την ηθοποιία είναι, ότι, όπως δεν χρειάζεται να έχεις σκοτώσει για να υποδυθείς έναν δολοφόνο, έτσι δεν χρειάζεται να είσαι θρήσκος για να παίξεις έναν κληρικό!».
Για τον Μισέλ Πικολί άλλωστε η υποκριτική «είναι μια φόρμα θρησκείας» αλλά και «απαραίτητο εργαλείο για την καριέρα ενός πολιτικού. Για να είναι κανείς επαρκής πολιτικός θα πρέπει πρώτα να είναι καλός ηθοποιός. Εκτός βέβαια, αν έχει στην τσέπη του τη μισή χώρα που καλείται να διοικήσει, όπως συμβαίνει στην Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αυτός δεν χρειάζεται να υποδυθεί τον εαυτό του».
Δέος για τον Παρθενώνα
Θυμίζω στον Μισέλ Πικολί, ότι, πριν από ακριβώς έναν χρόνο, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο σκηνοθέτης του στην αριστουργηματική «Περιφρόνηση», είχε πάρει θέση υπέρ του ελληνικού πολιτισμού λέγοντας, ότι η Δύση οφείλει πολλά στην Ελλάδα, τη χώρα της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας, της αρχαίας τραγωδίας. «Ξεχνάμε πάντα τους δεσμούς ανάμεσα στην τραγωδία και στη δημοκρατία. Χωρίς τον Σοφοκλή δεν θα υπήρχε ο Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε ο Σοφοκλής. Ο κόσμος της τεχνολογίας μέσα στον οποίο ζούμε χρωστά τα πάντα στην Ελλάδα» είχε πει ο Γκοντάρ.
Ο Πικολί επαναλαμβάνει τα λόγια αυτά κουνώντας το κεφάλι του και προσθέτει, ότι αγαπά τόσο πολύ την Ελλάδα, ώστε όταν τη δεκαετία του 1970 βρέθηκε για πρώτη φορά εδώ και είδε τον Παρθενώνα, ένιωσε τέτοιο δέος, που «χρειάστηκε να καθήσω».
Η απάτη της κρίσης
Οσον αφορά το θέμα της οικονομικής κρίσης όμως, ο ηθοποιός διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις: «Ναι,ζούμε μια οικονομική κρίση σήμερα, όπως τη ζούσαμε χθες και όπως θα τη ζήσουμε αύριο. Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι η κρίση είναι ένα από τα χειρότερα ψέματα που μας έχουν πει ποτέ.
Η “κρίση” είναι μια πολύ πονηρή λέξη. Της δίνουμε πολλές έννοιες. Οσον αφορά την οικονομία, οι ειδικοί προσπαθούν να βρουν τρόπους για να σου δείξουν πώς να την αποφύγεις. Ε λοιπόν, ενώ πήγα σχολείο όπως όλοι μας και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ηλίθιο, σας πληροφορώ ότι δεν καταλαβαίνω λέξη απ΄ όσα διαβάζω.
Για μένα, η οικονομική κρίση για κάποιους είναι μπίζνες και ο πόλεμος εναντίον της κρίσης είναι ο χειρότερος μυστικός πόλεμος που έχει γίνει στη σύγχρονη ιστορία. Είναι χειρότερος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γιατί αυτός ο πόλεμος θα σκοτώσει πολλούς στο μέλλον».
Ο ηθοποιός πίνει μια γουλιά από το Περιέ του. «Αλλά τι μπορείς να κάνεις, αλήθεια; Βλέπεις την αιματηρή κινητοποίηση στις χώρες της Βόρειας Αφρικής; Ως πρώην κατακτητές, εμείς οι Γάλλοι, έχουμε ευθύνη για όσα συμβαίνουν εκεί αυτή τη στιγμή. Προσωπικά δεν έχω βιώσει ποτέ την εμπειρία του πολέμου, αλλά θυμάμαι πολύ καλά την ντροπή, την απόλυτη ντροπή που ένιωθα ως Γάλλος, όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος με την Αλγερία».
«Η τηλεόραση δεν έχει θέση στην κρεβατοκάμαρα»
Για τον Μισέλ Πικολί η ζωή κατά βάθος δεν έχει αλλάξει και τόσο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. «Ασφαλώς και η τεχνολογία μάς λύνει τα χέρια σε κάποιους τομείς, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει βελτιώσει τη ζωή μας. Για παράδειγμα, αντί να βοηθήσει την ανθρωπότητα στην αποφυγή των πολέμων, η τεχνολογία τους έχει αυξήσει. Οι στρατιώτες μας έχουν μεταμορφωθεί σε ρομπότ και υπακούουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αλλά αυτό, βέβαια, δεν απέτρεψε τον θάνατο 20.000 ανθρώπων στο Πακιστάν και τόσων άλλων ανθρώπων σε τόσες άλλες χώρες του κόσμου».
Με τον φόβο ότι ενδεχομένως να φανεί παλαιομοδίτης, ο Πικολί ξεκαθαρίζει ότι το μοντέρνο του αρέσει, αλλά εκεί που αξίζει.
«Μου αρέσουν οι μοντέρνες τέχνες, ο κινηματογράφος, οι μοντέρνες γυναίκες - όχι βέβαια οι μοντέρνοι άνδρες και σίγουρα όχι τα αυτοκίνητα. Ποιος ο λόγος να φτιάχνουμε αυτοκίνητα που φθάνουν τα 300 χιλιόμετρα την ώρα, αφού η Αστυνομία μας συλλαμβάνει αν ξεπεράσουμε τα 120;».
Εκμυστηρεύεται κάποιες σκέψεις του σε σχέση ακόμη και με τα κινητά τηλέφωνα και την εξάρτησή μας από αυτά. «Συμφωνώ ότι έχουν κάνει τη ζωή μας ευκολότερη. Οταν όμως πηγαίνεις για να παρακολουθήσεις ένα κοντσέρτο ή να δεις μια θεατρική παράσταση και ακούς την προειδοποίηση “παρακαλώ, απενεργοποιήστε τα κινητά σας”, αμέσως αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Στην ουσία δεν απολαμβάνεις, γιατί το μυαλό σου βρίσκεται στις κλήσεις που, ενδεχομένως, έχεις χάσει ή στα μηνύματα που περιμένεις να δεις».
Αν πάντως ο Μισέλ Πικολί μισεί κάτι μέσα από τα βάθη της ψυχής του, αυτό είναι η τηλεόραση, ο «χειρότερος εχθρός του πολιτισμού» όπως χαρακτηρίζει το γυάλινο κουτί.
«Η θέση της τηλεόρασης δεν είναι στην κρεβατοκάμαρα αλλά στην τουαλέτα» λέει.
«Δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα, από εκείνη ενός ζευγαριού ξαπλωμένου στην κρεβατοκάμαρα να παρακολουθεί τηλεόραση».
ΠΗΓΗ: Το Βήμα της Κυριακής, συνέντευξη στον Γιάννη Ζουμπουλάκη