21 Ιουλ 2011

Τσαρλς Τίλλυ: Η μαζική κουλτούρα απειλή για τη δημοκρατία



Tι είναι άραγε δημοκρατία σήμερα; 
Ποιο καθεστώς θεωρείται δημοκρατικό; 
Είναι τα κοινοβουλευτικά συστήματα δημοκρατικά ή μήπως η άμεση δημοκρατία - που έχει γίνει προσφάτως της μόδας στις πλατείες των «Αγανακτισμένων» - είναι η κορυφή της δημοκρατίας;
 
Είναι άραγε εφικτή μια δημοκρατία ικανοποιητική σήμερα;

Δύο διαφορετικοί στοχαστές συναντώνται σε αυτά τα ερωτήματα, ο Τσαρλς Τίλλυ και ο Ραφαέλε Σιμόνε.

Ο Τσαρλς Τίλλυ μελετώντας επί χρόνια τα καθεστώτα πολλών χωρών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σημασία δεν έχει ο τίτλος του καθεστώτος αλλά οι σχέσεις πολίτη και κράτους. Κατά τον Τίλλυ «δημοκρατία είναι εκείνο το πολιτικό καθεστώς όπου οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες διέπονται από ευρεία,ισότιμη,ασφαλή (δηλαδή προστατευμένη) και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση». Οι εξιδανικευμένες περιπτώσεις της άμεσης δημοκρατίας δύσκολα ικανοποιούν αυτά τα στοιχεία, αυτά υπάρχουν περισσότερο στις περίπλοκες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Αυτή όμως η διαβούλευση, λέει ο Σιμόνε, κινδυνεύει από ένα τέρας που κυοφορήσαμε και κανείς, ούτε η Αριστερά, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί.
Το «μειλίχιο τέρας» του Σιμόνε, που είναι η σύγχρονη «δεσποτική κουλτούρα», απειλεί τη δημοκρατία της διαβούλευσης του Τίλλυ.

Δημοκρατία δεν είναι για τον Τίλλυ ένας ιδανικός στόχος ούτε, πολύ περισσότερο, μια ιδεολογική αφετηρία, αλλά ένα καθεστώς συνεχούς διαβούλευσης. Η δημοκρατία είναι ένας κινούμενος στόχος προς τον οποίο κατευθύνονται ή απομακρύνονται τα καθεστώτα.

Οι προδιαγραφές για τη δημοκρατία που θέτει ο Τίλλυ μπορεί να μας εκπλήξουν. Για παράδειγμα, συγκρίνει το καθεστώς του Καζακστάν με αυτό της Τζαμάικας. Το μεν πρώτο έχει στα λόγια ένα πολύ δημοκρατικό Σύνταγμα, στο οποίο όλα τα άρθρα του διακηρύσσουν ότι προφυλάσσουν τους πολίτες. Αντιθέτως, η Τζαμάικα έχει ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς υπό βρετανικό έλεγχο και σαφώς, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι λιγότερο δημοκρατικό. Και όμως, η οργάνωση Freedom Ηouse που αξιολογεί τις δημοκρατικές επιδόσεις των χωρών δίνει στο Καζακστάν τον βαθμό 7 (πολύ χαμηλό) με άριστα το 1, ενώ στην Τζαμάικα δίνει τον βαθμό 2 (πολύ υψηλό), μιας και εκτιμά ότι σε αυτή τη χώρα τα πολιτικά δικαιώματα προστατεύονται, οι πολιτικές ελευθερίες είναι ουσιαστικές και ο λαός της Τζαμάικας μπορεί να αλλάξει την κυβέρνησή του όποτε θέλει, ενώ ο λαός του Καζακστάν έχει φαλκιδευμένη από τον Ναζαρμπάγεφ δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα υπάρχουν μόνο τύποις και η αντιπολίτευση δεν θα μπορέσει ποτέ, υπό αυτό το καθεστώς, να έλθει στην εξουσία.

Πότε επιτυγχάνει ο εκδημοκρατισμός ενός συστήματος

Τρεις είναι κατά τον Τίλλυ οι διαδικασίες που εξασφαλίζουν πορεία προς τη δημοκρατία: τα δίκτυα εμπιστοσύνης, η κατηγορική ανισότητα και τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας.
Τα δίκτυα εμπιστοσύνης είναι οι πάσης φύσεως ομαδοποιήσεις σε μια κοινωνία, από τις θρησκευτικές ομαδοποιήσεις ως τις συνωμοτικές οργανώσεις. Αν αυτά τα δίκτυα ενσωματώνονται στο πολιτικό σύστημα, τότε ο εκδημοκρατισμός είναι εφικτός.
Η κατηγορική ανισότητα αφορά όλες εκείνες τις διαφοροποιήσεις και ταυτότητες που οφείλονται σε διαφορετικό φύλο, φυλή, θρησκεία, τάξη, κάστα κτλ. Αν αυτές οι ανισότητες εκφράζονται στη δημοκρατία με διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, τότε ο εκδημοκρατισμός είναι αδύνατος. Θα αναρωτηθεί κάποιος πώς μπορούν να εξαλειφθούν αυτές οι ανισότητες σε ένα σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Τίλλυ λέει ότι οι ανισότητες αυτές δεν εξαλείφονται αλλά, επειδή στις σύγχρονες κοινωνίες οι ιδιότητες του πολίτη, του εργαζομένου και του καταναλωτή συμπίπτουν, αυτό αποτελεί μια αναγκαία (αλλά όχι ικανή) πίεση προς σύγκλιση των ανισοτήτων και τελικώς πίεση προς τον εκδημοκρατισμό.
Τέλος, στα αυτόνομα κέντρα εξουσίας κατά τον Τίλλυ περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι οι φορείς εξουσίας που δρουν πέραν του θεσμικού πλαισίου, τουτέστιν οι παραστρατιωτικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις, πολιτικές φατρίες, επιχειρηματικά παράκεντρα κ.ά. Αν η εξουσία αυτών περισταλεί ή απαλειφθεί, τότε ο εκδημοκρατισμός έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Ούτε Μαρξ ούτε «θεός»

Ο Τσαρλς Τίλλυ δεν ταυτίστηκε με κανέναν από τους μεγάλους «θεούς» της Κοινωνιολογίας (Μαρξ, Βέμπερ, Πάρσονς ή Ντυρκέμ), αλλά παρέμεινε ένας ανεξάρτητος κοινωνιολόγος που το μόνο ενδιαφέρον του ήταν η πραγματική δημοκρατία και όχι η θεωρία για τη δημοκρατία. Ο Τσαρλς Τίλλυ γεννήθηκε το 1929 στην κωμόπολη Λομβαρδία της Πολιτείας του Ιλινόι. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Υόρκης του Ιλινόι, στην Οξφόρδη, στο Γαλλικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ανζέ και στο Χάρβαρντ, όπου έγραψε τη διδακτορική διατριβή του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργάστηκε σε αρκετές δουλειές αποκτώντας την αναγκαία εμπειρία που θα του χρησίμευε στην επιστημονική και πολιτική του δραστηριότητα. Δούλεψε ως καθαριστής κτιρίων, οικοδόμος, εφημεριδοπώλης, νυχτοφύλακας, ακόμη και ως ερευνητής σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.

Δίδαξε στα πανεπιστήμια Delaware, Ηarvard, MIT, Toronto, Μichigan, καθώς και στη Νέα Σχολή για την Κοινωνική Ερευνα της Νέας Υόρκης. Από το 1996 είναι διακεκριμένος καθηγητής Κοινωνικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και μέλος του διδακτικούερευνητικού προσωπικού των τμημάτων Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα εξής σημαντικά βιβλία του:

«Εξαναγκασμός, κεφάλαιο και ευρωπαϊκά κράτη, 990-1992 μ.Χ.»(Κυρομάνος, 2008), «Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492- 1992» (Ελληνικά Γράμματα, 2001),«Η εργασία στον καπιταλισμό»(Καστανιώτης), «Κοινωνικά κινήματα, 1768- 2004» (Σαββάλας).

Γιατί η Αριστερά δεν συγκινεί πια

Ο Ραφαέλε Σιμόνε αναρωτιέται γιατί η Αριστερά δεν συγκινεί πια, γιατί δεν εκφράζει τους λαϊκούς ανθρώπους και δεν εκπροσωπεί αυτή την καλύτερη, την «πλέρια» - όπως θα έλεγαν οι παλαιοκομμουνιστές - δημοκρατία.
Η απάντησή του στηρίζεται σε τέσσερις βασικές παραδοχές.

Η πρώτη λέει ότι η εργατική τάξη ως οικουμενική τάξη, ως τάξη δηλαδή που εκπροσωπεί και τα συμφέροντα των υπολοίπων τάξεων, έχει διαλυθεί. Οχι ότι δεν υπάρχει αλλά έχει διαλυθεί ως υποκείμενο των αλλαγών, έχει χάσει τον ιστορικό προορισμό της.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι ίδιοι οι αριστεροί έχουν αλλάξει. Ο κόσμος της Αριστεράς είναι οι υπάλληλοι γραφείων, μικρομεσαίοι, διπλωματούχοι και κάτοχοι πανεπιστημιακών τίτλων, καθώς και διάσπαρτα τμήματα της μεγαλοαστικής τάξης. Κανείς από αυτούς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα γεράματά του ότι δούλεψε σκληρά.
Οι νέοι έχουν εξαφανιστεί. Ο Σιμόνε εκτιμά ότι οι νέοι οργανώνονται πια ή στους εξτρεμιστές, δεξιούς ή αριστερούς, ή στα πολιτικά κόμματα για λόγους καριέρας. Οργανώσεις, κινήματα ή πολιτιστικές ενώσεις νεολαίας έχουν εκλείψει, όπως τουλάχιστον τα γνωρίζαμε ως τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90. Οι νέες τεχνολογίες πλούτισαν τις νέες γενιές με γνώσεις δυσανάλογες με τις γειτονικές τους γενιές, με αποτέλεσμα οι «νέοι» να μην αισθάνονται την ανάγκη συνομιλίας με τους «γέρους». Αυτή η αυτάρκεια της νέας γενιάς είναι η δημιουργός αιτία του σημερινού, εντελώς διαφορετικού από παλιά, χάσματος γενεών.
Και φθάνουμε στον τέταρτο λόγο της απομάκρυνσης - κατά τον Σιμόνε - της Αριστεράς από την κοινωνία. Πρόκειται για το «μειλίχιο τέρας», όπως ονομάζει ο συγγραφέας την πολιτιστική θύελλα που προέκυψε τα τελευταία χρόνια και άλλαξε τις συνειδήσεις του κόσμου, διαμορφώνοντας τον λαό σε μάζα.

Ποιο είναι το «μειλίχιο τέρας»

«Το μειλίχιο τέρας» είναι ένα πρότυπο παγκόσμιας κουλτούρας με δεσποτικό χαρακτήρα. Είναι ένα σύστημα που διοικείται από πολυεθνικά συγκροτήματα και παγκόσμια κέντρα χρηματοπιστωτικής εξουσίας, και είναι επικεντρωμένο στην κατανάλωση, στην παντοκρατορία των μέσων ενημέρωσης και entertainment, στις συνεχείς επικλήσεις της λαϊκής βούλησης και σε μια γενικευμένη ανάγκη για θρησκεία και πνευματικότητα.
O Σιμόνε δεν είναι ο πρώτος που διαπιστώνει αυτή την παντοδυναμία της κουλτούρας.
Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ στο έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική» είχε μιλήσει για την πιθανή εμφάνιση ενός «δεσποτισμού του μέλλοντος». Ενός σύγχρονου απόλυτου μονάρχη, μιας φιγούρας που θα διέθετε απόλυτη εξουσία, η οποία δεν θα είχε παρατηρηθεί ποτέ ξανά στους προηγούμενους αιώνες, «ικανή να στέκεται δίπλα σε κάθε άνθρωπο και να τον κατευθύνει». Μάλιστα ο Τοκβίλ έλεγε ότι δεν γνωρίζει πώς να ονομάσει αυτό το φαινόμενο, καθώς οι όροι «δεσποτισμός» και «τυραννία» δεν είναι κατάλληλοι, αφού ο νέος δεσποτισμός θα είναι πιο εκτεταμένος και πιο ήπιος και θα υποβάθμιζε τους ανθρώπους χωρίς να τους βασανίζει.
Κάπου εδώ ο Σιμόνε συναντά τον Τσαρλς Τίλλυ, μιας και το φαινόμενο της δεσποτικής κουλτούρας αφαιρεί από τον μέσο άνθρωπο τη συνειδητή πράξη και στην ουσία υπονομεύει τη δημοκρατία της διαβούλευσης.
Γιατί, όπως λέει ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, η νέα εξουσία «καθιστά λιγότερο χρήσιμη και πιο σπάνια τη χρησιμοποίηση της ελεύθερης βούλησης, δεν συντρίβει τη θέληση αλλά τη μαλακώνει, τη λυγίζει, σπανίως την κατευθύνει σε δράση, αλλά ενοχλεί, καταπιέζει, εκνευρίζει, καταπραΰνει, αποβλακώνει, και τελικά οδηγεί κάθε έθνος να γίνει ένα κοπάδι από φοβισμένα, εργατικά πρόβατα που βοσκός τους είναι η κυβέρνηση». Τις απόψεις του Ντε Τοκβίλ συναντάμε με διαφορετικές μορφές και στον συντηρητικό ισπανό φιλόσοφο Ορτέγκα Υ Γκασέτ στο κλασικό έργο του «Η εξέγερση των μαζών», στον Πιερ Πάολο Παζολίνι στο έργο του«Καλλιέργεια και κοινωνικοποίηση», στον Γκυ ντε Μπορ («Η κοινωνία του θεάματος»), αλλά και στον δικό μας Παναγιώτη Κονδύλη στο κλασικό, πια, έργο του «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού».
Το «μειλίχιο τέρας» διαμορφώνει τους όρους της Νέας Δεξιάς, ρυμουλκεί την κοινωνία πίσω από ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς, όπου οι πολίτες απαθείς σύρονται ερήμην τους σε μια κοινωνική απαξίωση.

http://www.tovima.gr