του Νίκου Σταθόπουλου
Ολα μοιάζουν να γίνονται με μια τάξη, που προκαλεί θλίψη και φόβο: Το σύστημα αποφασίζει, δοκιμάζει, εφαρμόζει, και η κοινωνία ολοκληρώνεται κάθε φορά σαν θεατής που εκπαιδεύεται άτυπα σε μια διαρκή προσαρμογή. «Οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος»...
προφήτευε ο ποιητής μια δυστοπία φλύαρης αφασίας σαν αυτή που ζούμε. Κι ας τα φορτώνουμε όλα στα «εξωνισμένα ΜΜΕ»: Παραμένει κρίσιμο αίτημα ο σεβασμός της ατομικής ευθύνης, ο προσωπικός λόγος χωρίς μιζέριες χρέωσης αλλού. Αν υπάρχει ένα «ηθικό πλεονέκτημα», αυτό είναι μόνο το φιλότιμο, κι αν υπάρχει κάποιο κριτήριο ευφυΐας (πολιτικά) αυτό σίγουρα δεν είναι η «εμβάθυνση» στα του Τσιτσιπά ή η πυρετώδης αγωνία να «ξεψαχνίσουμε τα άρρητα ωφέλιμα μυστικά της Μεγάλης Επανεκκίνησης»!ΑΠΟ ΤΗΝ πρώτη ημέρα του «μνημονιακού πειράματος», τα πάντα κατεδαφίζονται, τροποποιούνται, μεταλλάσσονται, χωρίς να «ανοίξει μύτη», αλλά, αντιθέτως, με πρόθυμη παραγωγή και κατανάλωση εκλογικεύσεων που δίνουν στην ανικανότητα και το συμβιβασμό την οικτρή διάσταση της εθελοδουλίας. Είναι ο «καπιταλισμός της προσαρμογής», μια φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης όπου το σύστημα εννοείται πια σαν «αόρατη ανώτερη δύναμη» σε μια οικεία κοινωνική μορφή, στον «δικό μας» καπιταλισμό! Είναι η ταύτιση που ακολουθεί το συντριπτικό πένθος για την αίσθηση απώλειας του εαυτού.
Οι ειδικές «εθνικές» αιτίες για τούτη την εξαχρείωση πρέπει να αναζητηθούν (πέρα από την ελάχιστα μελετημένη κοινωνική ψυχολογία και ηθική) τόσο στη φύση του μεταπολιτευτικού παρασιτισμού όσο και στην οργανική αποστασία της ημετέρας «πρωτοπορίας».
Το πιο πρόσφατο «νεοελληνικό φαινόμενο» είναι το βασίλειο της μικροϊδιοκτητικής αυθυπέρβασης προς έναν ιδιότυπο «ελευθεροεπαγγελματισμό», όπου η κουλτούρα της κρατικοδίαιτης έλλειψης αυτοεκτίμησης (που τρέπεται σε αρπακτική καπατσοσύνη) συναντά και μπολιάζεται από τη δουλική έπαρση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης: Ο κλασικός ραγιάς (που όποτε εξεγέρθηκε, το έκανε υπό την φόρτιση των άμεσων και έμμεσων πατριωτικών παρωθήσεων) κοστουμαρίζεται σαν κεντρομόλος μεταμποέμ μιας συναίνεσης, που παραπέμπει σε ανακλαστικές δυστροπίες ευνούχου.
Την ίδια περίοδο, ότι ενεγράφη στο συλλογικό φαντασιακό ως «προοδευτικές δυνάμεις», αυτοτεκμηριώνεται ως «ειδικού τύπου γόνος» της μετεμφυλιακής πολυαντιφατικότητας και ολοκληρωμένα αναλαμβάνει το απαιτούμενο ρίσκο της ηγεσίας ενός «μαγαζιού», που εκ φύσεως πάντα απευθύνεται στους δωσίλογους για να το στηρίξουν στις κρίσεις του.
ΤΟ ΜΑΚΑΒΡΙΟ φιάσκο της καραντίνας, όλη αυτή η ανεκδιήγητη απάτη επί πραγματικού κινδύνου, πιστοποίησε τη γενική συμφωνία του πολιτικού προσωπικού ως προς τις κανονικότητες προσαρμογής στους λειτουργικούς προσδιορισμούς της οργανικής αποικίας. Χωρίς αυτή τη γενική συμφωνία, χωρίς την εξόφθαλμη βασική προδοσία του «προοδευτισμού ‒ ριζοσπαστισμού», θα ήταν καίρια βραχυκυκλωμένο κάθε εγχείρημα αντιδραστικού μετασχηματισμού των πεπρωμένων του εθνοκοινωνικού μας χώρου.
Και τούτο γιατί η Ελλάδα μετά το 1821 συγκροτήθηκε σε βάση λειτουργικής ανάθεσης, η εξόντωση του οπλαρχηγισμού-κλεφταρματολισμού και η καταστροφή του κοινοτικού συστήματος, οδήγησαν σε μια «δημοκρατία» οργανικής αντιπροσώπευσης με την «πελατειακότητα» να αποτελεί το κοινωνικό κέλυφος μιας βασικής σχέσης γενικευμένης υποκατάστασης. Πλέον, η στάση των «αρχηγών» καθόριζε τις εξελίξεις, με τη «βάση» να μην έχει καμιά βούληση και δυνατότητα αυτονομίας. Ο καπετάνιος-αρχηγός της προεπαναστατικής εποχής υποκαταστάθηκε από τον «αντιπρόσωπο» στο σχήμα ενός «μορφωμένου στην Εσπερία με φουστανέλα» με δεξί του χέρι έναν «καπάτσο άνθρωπο του λαού». Χειραγώγηση με ψυχολογία ελεύθερης πρωτοβουλίας, ένας ιδιότυπος κοσμικός μιλιταρισμός!
Έτσι εξηγείται η τρομακτική ευκολία, με την οποία ο λαός μετατοπίζεται στιγμιαία από τον ενθουσιασμό μιας νίκης στη συντριβή μιας υποταγής (π.χ. Βάρκιζα) χωρίς να γίνονται ουσιώδεις κραδασμοί. Το θέρος του 2015, κουρελιάστηκε κυνικά η πανηγυρίζουσα ετυμηγορία μιας τεράστιας λαϊκής πλειοψηφίας και λίγες ημέρες μετά η ίδια αυτή πλειοψηφία (τηρούμενων των αναλογιών) υπερψήφισε αυτούς που περιφρόνησαν την ετυμηγορία της.
"Στην εποχή της Μαζικής Δημοκρατίας η κολακεία και η «διπλωματία» είναι βαστάζοι της βασικής καταναλωτικής κουλτούρας, ενώ σωστό είναι μόνο το αιρετικό, όχι ως «καινοτομία» αλλά ως ανατροπή της εκάστοτε καθεστηκυίας θέσμισης με πνεύμα επαναβεβαίωσης του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο"
ΖΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ και με ένταση στον ακρωτηριαστικό αστερισμό των «ηγεσιών», και μόνο τα υψηλά ποσοστά αποχής (ο περιβόητος «Κανένας»…) συντηρούν την πιθανότητα μιας αποστασιοποίησης – αυτονομίας. Αυτή όμως κινδυνεύει βάσιμα να ακυρωθεί, μέσα στο μπλέντερ μιας πανέξυπνης συστημικής ιδεολογίας που τελειοποιεί τα χειραγωγικά τεχνάσματα αναμεταμφιέζοντας αδιάκοπα και ευρηματικά τον κεντρικό ναρκισσισμό, ο οποίος θεμελιώνει τη μετανεωτερική θέσμιση (ακόμα και σε «πρωτόγονες» και ατελείς κοινωνικές προδιαγραφές).
Κουβεντιάζοντας ατέρμονα για τις ελίτ και τα σχέδιά τους και τις οργανωτικές τους πατέντες, απλώς ξαναβουλιάζουμε στην «αυτονοητοποίηση» της επαναστατικής αυτογνωσίας, δηλαδή ουσιαστικά αποδεχόμαστε την κίνηση ως νόμο του ενός πόλου και την αδράνεια ως ακατάλυτο στάτους του άλλου. Κανείς δεν τολμά, να θέσει ζητήματα «ανατροπής» και όλοι κατατρίβονται με τη μερικοποιημένη επικαιρότητα που διαμορφώνει η συστημική κίνηση, και δεν τολμά (επί της ουσίας) γιατί θα σπάσει τα μούτρα του στα «δρόντα υποκείμενα» και τις σχέσεις τους. Δηλαδή, θα βρει μπροστά του μια κοινωνία με εντελώς «χύμα» ταξική σύνθεση, δεδομένου πάντα ότι το ταξικό είναι σε καθοριστικό βαθμό συνάρτηση συνείδησης. Παραμένουμε έτη φωτός μακράν του «δυτικού παραδείγματος», το οποίο απλά μας «καπελώνει» σε επίπεδο εντελώς διαχειριστικό.
Υιοθετούμε «αμυντική ανάλυση» όχι απλά λόγω δεδομένης ήττας αλλά βασικά λόγω πνευματικής στειρότητας. Που καίρια όψη της είναι η καθήλωση στα «μοτίβα διεξόδου» της αρχαίας πολιτικής μας εποχής. Τώρα το καταλυτικό ζητούμενο είναι μια αυτονομημένη μεταπρωτοπορία, που θα αντιλαμβάνεται την ιστορία ως συνεχές και θα επεμβαίνει ενεργοποιητικά με κριτήρια καθολικού ανθρώπου σε ένα ζωτικό πλαίσιο κοινοτικών προσδιορισμών. Είναι η απόλυτη ματαίωση, να «ψάχνεσαι» για καλύτερη «ανάθεση» τσαλαβουτώντας ημιμαθώς και συμπλεγματικά στα ιδεοαποπλύματα των συστημικών think tanks.
Ο οικονομισμός, ο ταξικισμός, ο οργανωτισμός, η υλιστικότητα, ο επιστημονισμός, ο διανοητισμός, έχουν απομυθοποιηθεί τραγικά σε μια εμπειρία αυτοδιάψευσης των «απελευθερωτικών ουτοπιών» και τελειοποιημένης δυνατότητας του συστήματος να παράγει μαζικό θάνατο εν μέσω εξωφρενικών εκλογικευτικών επευφημιών. Είναι η στιγμή να εγκολπωθούμε το δόγμα του «ευ ζην» σε πλήρη ρήξη με το ολέθριο πρόταγμα του «εξελικτικώς ζην», και αυτή την επιλογή να την μετουσιώσουμε σε πολιτικό λόγο, που θα στοχεύει στη συνάντηση των ανθρώπων και την ανάπτυξη μικρών «εκκλησιών του δήμου», όπου το γενικό θα αναχωνεύεται στις διαλεκτικές του μερικού και θα επανακάμπτει ως ιστορική βούληση.
Όταν εστιάζεις στη συντριβή της ύπαρξης στην καθημερινότητα (κοινωνική και ατομική) και αναζητάς λύσεις στην «ανανέωση» των «μεγάλων πολιτικών μορφών» είσαι απλά ηλίθιος ή απατεώνας. Ο καλπάζων κατακερματισμός «γιατρεύεται» μόνο, με μια πολιτικοποίηση που θα «σοκάρει» ενεργοποιώντας απωθημένες χορδές και θα σέβεται χωρίς να «γλείφει» και μετά να προδίδει. Στην εποχή της Μαζικής Δημοκρατίας η κολακεία και η «διπλωματία» είναι βαστάζοι της βασικής καταναλωτικής κουλτούρας, ενώ σωστό είναι μόνο το αιρετικό, όχι ως «καινοτομία» αλλά ως ανατροπή της εκάστοτε καθεστηκυίας θέσμισης με πνεύμα επαναβεβαίωσης του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο.
ΜΠΟΡΟΥΝ και κάνουν τζόγους εξουσίας μέσω και των πανδημιών, ακριβώς γιατί έχουμε εγκλωβιστεί σε μια μεταμοντέρνα δεισιδαιμονική «σκέψη». Πέραν της «ανάθεσης» δεν είναι ούτε το χύμα του αναρχοφρικάρικου μηδενισμού ούτε το καημενιλίκι της «ηρωικής μοναξιάς», αλλά η ψύχραιμη σοφία πρακτικού ορισμού της ανθρώπινης ταυτότητας χωρίς πάσης σημαίας και κονκάρδας και ηλεκτρονικής κάρτας προκαταλήψεις.