Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Ο Τζορτζ Όργουελ θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος πολιτικός συγγραφέας του προηγούμενου αιώνα. Ο Όργουελ δεν έγραψε πολιτικά μυθιστορήματα, αλλά είδε με πολιτικό τρόπο τη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι η δεκαετία του τριάντα με την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ήταν η κατ’ εξοχήν εποχή της απώθησης της λογικής και της εκτροπής των συναισθημάτων προς ένα συλλογικό ναρκισσισμό, καθώς για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα στην ιστορία της ανθρωπότητας η συλλογική συνείδηση είχε διαβρωθεί τόσο πολύ.
Το «1984» σχετίζεται άμεσα με τη βίωση αυτής της εποχής και του γεγονότος ότι κανείς δεν είχε ανησυχήσει, κανένα κείμενο δεν είχε επισημάνει τους κινδύνους.Η περιπέτεια της γραφής για τον Όργουελ είναι η έρευνα του τρόπου, με τον οποίο πρέπει να γράφει κανείς, για να γίνεται αντιληπτός. Πρόκειται για ένα παιγνίδι, μία αλληλόδραση όπου ο συγγραφέας και ο αναγνώστης μπορούν να γνωρίσουν καλύτερα τις ποικίλες εκδοχές του «Εγώ» τους. Ο Όργουελ έζησε στην εποχή του Τζόυς και του Κάφκα και της ανανέωσης του «Εγώ», που κατέστη πλέον «το άλλο του άλλου». Ένα μέρος από αυτό το «Εγώ» μας διαφεύγει πάντα. Κι αυτή την επανασύνδεση και επανασύνθεση της «περσόνας» (του όλου προσώπου του ανθρώπου) επιχειρεί ο Όργουελ.
Αντίθετα με τον Προυστ, ο Όργουελ δεν έγραφε για να ξαναβιώσει τη ζωή ούτε για να βρει το νόημά της, αλλά για να ζήσει. Επιθυμούσε το έργο του να αποτελέσει μία έκκληση στη λογική των ανθρώπων που θα εμποδίσει την κατάληξη στην άβυσσο των ολοκληρωτισμών. Η ζωή είναι ιερή και οι αιώνιες αλήθειες βρίσκονται στα μικρά γεγονότα της καθημερινότητας του «common people». Σ’ αυτόν τον άνθρωπο αναφέρεται το βιβλίο Προσκύνημα στην Καταλωνία. Εκεί όπου το 1936 «Οι σερβιτόροι και οι υπάλληλοι σε κοίταζαν στα μάτια και σε αντιμετώπιζαν σαν ίσο τους. Οι δουλοπρεπείς εκφράσεις, ακόμα κι οι τυπικότητες, είχαν προσωρινά εξαφανιστεί. Κανείς δεν έλεγε ‘’σενιόρ’’ ή ‘’Δον’’ ή ‘’εσείς’’. Όλοι αποκαλούσαν όλους ‘’σύντροφε’’, χρησιμοποιούσαν τον ενικό... Το φιλοδώρημα ήταν απαγορευμένο με νόμο... τα ανθρώπινα όντα προσπαθούσαν να συμπεριφερθούν σαν ανθρώπινα όντα...». Αυτή είναι η περιγραφή της συμβολικής τάξης και των ανθρώπινων σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί στην πλευρά των αναρχικών κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Είναι το κείμενο που επηρέασε πολλούς μεταξύ των οποίων και τον Νόαμ Τσόμσκι.
Η γραφή του Όργουελ δεν έχει την αισθαντικότητα άλλων συγγραφέων κι αυτό γιατί δεν επεδίωκε να παράξει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αλλά να αναδείξει το εσώτερο «Εγώ» των πρωταγωνιστών του μέσω των έργων και των πράξεών τους. Η ηθική και η αισθητική ήταν οι δύο αδιαχώριστες πλευρές μίας οξείας συνείδησης της ρητορικής του. Γνώριζε ότι οι πραγματικότητες για τις οποίες μιλά η φαντασία έχουν ένα «analogon» -ανάλογον- στην υπερ-γλωσσολογική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια μία δημιουργία δεν πρέπει να είναι αυστηρά φανταστική, δηλαδή αποκομμένη από την πραγματικότητα των πραγμάτων - την πραγματική πραγματικότητα - και συγχρόνως από την πραγματικότητα του «άλλου». Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να σώσει την ψυχή του μέσα σ’ έναν τρελό κόσμο. Η καταβύθιση στο μη πραγματικό, η πίστη ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από την Ιστορία και να παίζουμε το βιολί μας, ενώ η Ρώμη καίγεται, του δίνει την εντύπωση των προσώπων του Greco που ζουν στις κοιλιές των φαλαινών.
Κάποιοι διερωτώνται γιατί ο Έρικ Μπλερ χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Τζόρτζ Όργουελ. Πέρα από κάποιες φοβίες, όπως για τις γάτες, τη νυκτερινή ενούριση, την αποτυχία και το αίσθημα ενοχής που τον διακατείχαν, ο Όργουελ ήθελε να ανακατέψει τα χαρτιά της επικοινωνίας του με τους αναγνώστες και να υπερβεί τις πολιτικές και αισθητικές του αντιφάσεις. Αγόρασε με άλλα λόγια τη χαμένη του σκιά, το διαφεύγον «Εγώ» του και τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Η εμπειρία του ως αστυνομικός των αποίκων στη Βιρμανία ήταν τραυματική: «Ήμουν ένα γρανάζι της μηχανής του δεσποτισμού», θα πει ο ίδιος. Ίσως για να γίνει συγγραφέας έπρεπε να αισθανθεί ένοχος. Ακολουθεί η μίζερη ζωή του Παρισιού και μετά η συμμετοχή στον ισπανικό εμφύλιο. Είναι η μεγάλη εμπειρία, που θα σημάνει τη μεταστροφή της συνείδησης και της γραφής του προς τις πολιτικές ιδέες. Ο Όργουελ φοβόταν τις γάτες αλλά όχι τον πόλεμο. Ο σοσιαλισμός του είναι ασφαλώς εναντίον του καπιταλισμού και της αστικής κουλτούρας που καθιστά «γραφικούς» τους άλλους, είναι ουμανιστικός και συγχρόνως είναι εναντίον των σοσιαλισμών «των άλλων» - του Στάλιν αλλά και των θεωρητικών των σαλονιών.
Πέραν τούτων, ο Μπλερ υιοθέτησε ένα άλλο όνομα γιατί δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα στην οικογένειά του - μια ξεπεσμένη αστική οικογένεια. Επίσης, ήθελε να πάρει τις ιδεολογικές και πολιτιστικές αποστάσεις από αυτή. Εξάλλου, ποτέ δεν είχε θερμές σχέσεις μαζί της. Η εργατική οικογένεια είχε εξειδανικευθεί στα μάτια του: «Μέσα σε μία εργατική οικογένεια (...) αυτή που ζει σε μία σχετική άνεση - αναπνέει κανείς μία ατμόσφαιρα ζεστασιάς, χαλάρωσης και βαθιάς ανθρωπιάς που δεν είναι εύκολο να τη βρεις αλλού», γράφει. Αποφάσισε, έτσι, να αποκοπεί από την οικογένειά του και την κοινωνική του θέση, όχι γιατί ήταν πλούσιος, που δεν ήταν, αλλά γιατί ήθελε να αποφύγει «κάθε μορφή κυριαρχίας του ανθρώπου από τον άνθρωπο». Ήθελε να ξαναγεννηθεί στους χώρους των καταπιεσμένων, να γίνει ένας από αυτούς, εναντίον των εχθρών τους που χαρακτήριζε «τυράννους». Γνώρισε κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν άλλο κόσμο και αντιλήφθηκε το χάος που χωρίζει οικονομικά και πολιτιστικά την εργατική από την κυρίαρχη τάξη.
Το σώμα που είναι «αδιαχώριστο από τη φαντασία που το δομεί και το ενσωματώνει στη συνολική θέαση του κόσμου και της ζωής» θεωρείται από τον Όργουελ η υπέρτατη εκδοχή του ατόμου. Αυτή η επιλογή είναι ηθική, αισθητική και πολιτική. Η χώρα στην οποία ζούσε ήταν βρώμικη κι ένας στους πέντε ανθρώπους δεν είχε απολύτως τίποτα να φάει, ενώ ένας στους τρεις ήταν φτωχός. Ήθελε γι’ αυτό να καταδείξει την καταπίεση που ασκούσε η κοινωνία στην φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Αλλά για να γίνει αυτό, πίστευε, ότι έπρεπε να υποφέρει και ο ίδιος, να βυθιστεί και ο ίδιος στην κατάσταση των «τελευταίων των τελευταίων» που ήταν οι εγκληματίες, οι κλέφτες, οι νταβατζήδες και οι πόρνες, το λεγόμενο «λούμπεν προλεταριάτο». Εκεί διαπίστωσε, πως τα πρόσωπα υφίστανται τους καταναγκασμούς του περιβάλλοντός τους μέσω του σώματός τους. Στην Ισπανία ο Όργουελ θα ολοκληρώσει την πολιτική σπουδή του σώματος, αιωρούμενος συνεχώς μεταξύ του μαζοχισμού, τον οποίο είχε αναγάγει σε ένα είδος κουλτούρας, και της στωικότητας. Το σώμα όταν υποφέρει, αντιστέκεται και δεν αφήνεται, όπως το πνεύμα όταν καταλαμβάνεται από τον ολοκληρωτισμό. Γι’ αυτό στο «1984» ο O’ Brien βασανίζει πρώτα τον Winston, ώστε να τον αποξενώσει από το σώμα του κι ύστερα να τον αποευαισθητοποιήσει, δηλαδή να τον αποκτηνώσει. Στο τέλος του μυθιστορήματος θα τον καταστήσει μέσω της πλύσης εγκεφάλου ένα πιόνι, που αγαπά τον «Μεγάλο Αδελφό». Κάτι ανάλογο κάνουν όταν δημιουργούν τους μελλοντικούς βασανιστές. Δηλαδή πρώτα βασανίζουν άγρια τους ίδιους. Ο άνθρωπος του «1984» αποστερείται της ικανότητας να αγαπά, να ερωτεύεται, να έχει φίλους, να χαίρεται τη ζωή, να γελά, να είναι περίεργος, ενώ πιέζεται συνεχώς για να κενωθεί από κάθε προηγούμενη εμπειρία κι έπειτα πληρώνεται από αυτά που οι κυρίαρχοι θέλουν. Ακόμη και το βλέμμα του Winston θα αλλάξει, εκεί που υπάρχουν τέσσερα δάκτυλα, αυτός θα βλέπει πέντε. Αυτό συμβαίνει όχι λόγω της αλλοτρίωσης, αλλά επειδή επικρατεί ως αληθινή η «αλήθεια» του ισχυρότερου. Η ανθρώπινη εμπειρία, όταν εισπράττεται μέσω του σώματος, είναι πιο αληθινή από τις αναλύσεις και τους λόγους των ανθρώπων του κόμματος κάθε πτέρυγας σύμφωνα με τον Όργουελ.
Στην Ισπανία, επίσης, θα σταματήσει η συνήθης ροή της Ιστορίας και θα ξεκινήσει για πρώτη φορά η οργανωμένη κρατική συκοφαντία. «Έχω δει την Ιστορία να γράφεται όχι σε σχέση με αυτό που συνέβη στο παρελθόν, αλλά σε σχέση με αυτό που όφειλε να συμβεί σύμφωνα με τις αναλύσεις αυτού ή του άλλου πολιτικού κόμματος» έγραφε ο ίδιος.
ΠΗΓΗ: artinews.gr