Γιάννης Α. Μυλόπουλος
Η δυσαρέσκεια των πολιτών για την κυβερνητική διαχείριση τόσο της πανδημίας, όσο και της οικονομίας είναι πλέον έκδηλη, καταγεγραμμένη στις δημοσκοπήσεις και όπως συμβαίνει πάντοτε με την...
αναστροφή του κλίματος, ανεπίστρεπτη.
Όσοι θέλουν να μεταφράζουν τη δυσαρέσκεια που εκδηλώνει το 80% του εκλογικού σώματος απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς σαν εκδήλωση κοινωνικής κόπωσης από τα μέτρα της πανδημίας, δεν βλέπουν σωστά ή μάλλον βλέπουν αυτό που θα ήθελαν να δουν.
Δεν είναι τα μέτρα αυτά καθ’ εαυτά που κούρασαν τους πολίτες, αλλά η αναποτελεσματικότητά τους που εξάντλησε τις κοινωνικές αντοχές.
Αν τα μέτρα ήταν αποτελεσματικά και οι πολίτες έβλεπαν πράγματι φως στην άκρη του τούνελ τώρα, δεν θα υπήρχε κόπωση, αλλά θα ήταν διάχυτο ένα αίσθημα ευχάριστης προσμονής.
Η αλήθεια είναι, ότι η δυσαρέσκεια των πολιτών εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης της κυβερνητικής αποτυχίας και του αδιεξόδου στο οποίο οδηγεί η αναποτελεσματική διαχείριση πανδημίας και οικονομίας.
Η αιφνίδια εγκατάλειψη των απαγορευτικών μέτρων εν μέσω τρίτου και σφοδρότερου κύματος πανδημίας προδίδει την απόγνωση, στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση ως αποτέλεσμα των δικών της χειρισμών.
Το ρίσκο που αναλαμβάνει ανοίγοντας άκαιρα την αγορά και τα σχολεία, είναι πολύ μεγάλο και συνίσταται στο γεγονός, ότι όταν αποκαλυφθεί η αναμενόμενη από τους ειδικούς ανατροφοδότηση της υγειονομικής επιδείνωσης, τότε η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση θα ενταθεί.
Όμως η χαλάρωση σήμερα των μέτρων προσφέρει στην κυβέρνηση ένα πολιτικό πλεονέκτημα. Δημιουργεί, έστω και τεχνητά, μια πρόσκαιρη εντύπωση εξόδου από την υγειονομική κρίση. Που δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο και να επανασχεδιάσει πολιτικά τις επόμενες κινήσεις της.
Για μια κυβέρνηση που διαχειρίζεται την πολιτική με όρους επικοινωνίας και η οποία κινείται μεταξύ επίτευξης μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων, αυτό που έχει κάθε φορά σημασία, είναι οι εντυπώσεις που δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή και όχι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του πολιτικού κενού.
Άλλωστε, αν η κυβέρνηση ήθελε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση, είχε τον τρόπο. Θα θωράκιζε το εθνικό σύστημα υγείας αντί να προετοιμάζει την ιδιωτικοποίησή του και θα επένδυε στην πραγματική οικονομία, αντί να στηρίζει επιλεγμένες μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν το έκανε όμως, εξ αιτίας της προσήλωσής της σε νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες.
Έτσι, πιστή στην επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής, όταν θα έρθει η ώρα η χώρα να πληρώσει το τίμημα της άκαιρης εγκατάλειψης των περιοριστικών μέτρων, η κυβέρνηση θα επιστρατεύσει τη θεωρία της ατομικής ευθύνης. Οι ευθύνες θα εξατομικευθούν και θα επιρριφθούν στους μεμονωμένους πολίτες, που δεν πρόσεχαν και δεν τηρούσαν τους υγειονομικούς κανόνες.
Βοηθούσης και της επικοινωνιακής κυριαρχίας στα ΜΜΕ, η κυβέρνηση πιστεύει, ότι το πιθανό όφελος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τη βεβαιότητα του κόστους, αν τα μέτρα συνεχίζονταν μέχρι τέλους και αποδεικνύονταν η αποτυχία της πολιτικής της.
Όλη η κυβερνητική προσπάθεια σήμερα επικεντρώνεται στο να κερδηθεί χρόνος. Να ανοίξει η αγορά, να αμβλυνθεί η δυσαρέσκεια του εμπορικού κόσμου και να δοθεί μια εντύπωση επιστροφής στην κανονικότητα. Έτσι ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να φτάσει, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, οπότε και σχεδιάζει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Πιστεύοντας ότι όσο νωρίτερα γίνουν, τόσο περισσότερο θα διατηρηθούν οι ελπίδες μιας έστω και μικρότερης έκτασης εκλογικής επικράτησης.
Αφού από το φθινόπωρο και μετά, όταν το οικονομικό τσουνάμι χτυπήσει την κοινωνία και την αγορά, τότε θα είναι πολύ αργά πλέον για την κυβέρνηση να αναστρέψει τη φθορά.
Λογαριάζουν όμως χωρίς τον ξενοδόχο.
Πρώτα γιατί η κοινωνική δυσαρέσκεια όταν ξεκινήσει, είναι απρόβλεπτο το πως θα εξελιχθεί. Οι δημοσκοπήσεις δηλώνουν την εικόνα της στιγμής, όχι την δυναμική που μπορεί να πάρουν οι εξελίξεις στο μέλλον. Έτσι, υπάρχει κίνδυνος με την επιδείνωση της υγειονομικής κατάστασης, η δυσαρέσκεια να πυροδοτηθεί. Οι πολίτες, όσο κι αν επηρεάζονται από τα ΜΜΕ, έχουν το δικό τους κριτήριο να αντιλαμβάνονται την εξαπάτηση.
Δεύτερον γιατί δεν είναι μόνο η διαχείριση της πανδημίας που προκαλεί δυσαρέσκεια, αλλά και η αρνητική πορεία της οικονομίας. Το άνοιγμα της αγοράς θα αποκαλύψει, ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν η καραντίνα, αλλά η μη λήψη επαρκών μέτρων για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και των εργαζομένων.
Τρίτον γιατί σύντομα θα αποκαλυφθούν οι καταστροφικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που από τη μια δεν επενδύει στο κοινωνικό κράτος και από την άλλη ευνοεί επιλεκτικά μια ολιγαρχία του πλούτου.
Και τέλος σε λίγο, όταν αρχίσουν να εκδηλώνονται και στην Ευρώπη οι συνέπειες της μεγάλης πολιτικής αλλαγής, που ο Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ανισότητες του νεοφιλελευθερισμού και τις φοροαπαλλαγές των μεγάλων πολυεθνικών, οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του κ. Μητσοτάκη θα ανήκουν πια στο παρελθόν. Η νέα πολιτική αντίληψη που θα επικρατήσει, θα φέρει σειρά πολιτικών εξελίξεων και στην Ευρωπαϊκή πολιτική, που θα περιλαμβάνουν ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και της εργασίας και θα ορίσουν το τέλος της εποχής των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό το New Deal θα δικαιώσει τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μια εξέλιξη που θα στριμώξει άσχημα τον μέχρι πρότινος ευνοούμενο από τη διεθνή συγκυρία οικονομικό φιλελευθερισμό της ΝΔ.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και να καθυστερήσει όσο γίνεται την πολιτική της φθορά, προκειμένου να προκηρύξει πρόωρες εκλογές έχοντας τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Ο πολιτικός χρόνος όμως είναι πυκνός και δεν αφήνει περιθώρια για βεβαιότητες.
Η αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής και η κοινωνική δυσαρέσκεια αφενός και η διεθνής καταδίκη του οικονομικού φιλελευθερισμού από τον οποίο εμφορείται η κυβέρνηση της ΝΔ αφετέρου, ανοίγουν το δρόμο για μια προοδευτική πολιτική αλλαγή στην κατεύθυνση των θέσεων που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
tvxs.gr