25 Μαρ 2021

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ : Η τελευταία μέρα ενός Αρχαγγέλου - του Α. Γ. Καλλή


«Τι κάνω εγώ εδώ πέρα;
» αναρωτήθηκε, κι ένα δάκρυ κύλησε στο αυλακωμένο του πρόσωπο. Θυμήθηκε κάποιες άλλες μέρες …..μέρες του αγώνα, μέρες ευτυχίας, δόξας, εκεί όπου όλα έμοιαζαν να είναι μπορετά, άφθαρτα, αιώνια, απροσδιόριστα ωραία …

Θυμήθηκε τα χρόνια εκείνα (λες και είχαν περάσει αιώνες), κι ένα ακόμη δάκρυ ακολούθησε το δρόμο του πρώτου. 

«Γιατί Θεέ μου;» σκέφτηκε… Ανασήκωσε για λίγο το πρόσωπό του σαν να ήθελε να πιαστεί απ’ το γαλάζιο ενός ουρανού που τώρα πια δεν μπορούσε να δει, από τις σκόρπιες μνήμες, από το τίποτα της ζωής του που ένιωθε να έχει γίνει ένας μόνιμος εφιάλτης. 

Τίποτα πια δεν τον περίμενε στο άδειο και κρύο χαμόσπιτό του στη φτωχογειτονιά του Πειραιά. Σκοτάδι … ένα απέραντο σκοτάδι ο κόσμος του…

Άπλωσε το χέρι του έξω απ’ την εκκλησιά της Ευαγγελίστριας όπως κάθε Παρασκευή (δώρον της Πατρίδος … η άδεια επαιτείας), σα να έβγαινε η ψυχή του τη στερνή ώρα.

«Σας παρακαλώ … μια βοήθεια… μια βοήθεια» είπε, και συγχρόνως έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας τη ντροπή να κυριεύει το κουρασμένο του σώμα. «Μια βοήθεια», ξαναείπε, με μια φωνή τρεμάμενη που δεν έβγαινε τώρα πια … μια φωνή απόγνωσης.

Προσπερνούσαν … προσπερνούσαν αδιάφορα, κι άλλοι πετούσαν κάποια κέρματα μηδαμινής αξίας … ο καθένας εντέλει δίνει απ’ αυτό που είναι η φτιαξιά και το ριζικό του.

«Που να πήγαν όλοι … που να χάθηκαν;» σκέφτηκε. 

«Τι κάνω εγώ εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε ξανά και ανασηκώθηκε για το δρόμο του γυρισμού… Μετρημένα βήματα, σκουντήματα άτσαλα από βιαστικούς με άπρεπο λόγο … «Κάνε στην άκρη γέρο … εδώ είναι δρόμος». Λίγο πιο κάτω τον χαιρέτησαν με σεβασμό κάποιοι που ήξεραν … 

«Καλημέρα Στρατηγέ», «Καλημέρα σας» ανταπάντησε αποστρέφοντας το πρόσωπό του, «Καλημέρα σας» … 

Μετρούσε τα βήματα, δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο φτωχικό του. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια. Ψηλαφώντας το τοίχο έφτασε στη ξύλινη πόρτα, που άνοιξε μ’ έναν τριγμό σα να άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως. Περπάτησε αργά. Δεν έβλεπε τη στιγμή να φτάσει στο πρόχειρο ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι του με τις ξύλινες τάβλες, για να ξεκουράσει το πονεμένο του σώμα, τη βασανισμένη του ψυχή που γύρευε πια το λυτρωμό. Κι άμα ξάπλωσε, μέσα στο απέραντο σκοτάδι του σαν παρηγοριά άρχισε κατά πως το συνήθιζε, να ταξιδεύει μέσα απ’ τις μνήμες του πάνω στο άλογό του με την ωραία φορεσιά του, ενώ τα παλικάρια του αρματωμένα τον ακολουθούσαν. Ατρόμητος, αγέρωχος, λαμπερός να τον θαυμάζουν όλοι, απ’ όπου κι αν περνάει … ο Νικήτας έρχεται … ο Νικήτας πάνω στ’ άσπρο του άλογο, σαν Αρχάγγελος σταλμένος απ’ τον Θεό να λευτερώνει τους σκλαβωμένους αδελφούς του … ο Νικήτας …ο Νικήτας.

Κι άξαφνα μεσ’ την απόλυτη σιωπή, σα να ‘χε σκιστεί ο ουρανός στα δύο, τάγματα αγγέλων στα λευκά πλημμύρισαν τη σκοτεινή και άδεια κάμαρά του … ένα φως … ένα εκθαμβωτικό φως εκάλυψε τα πάντα … κι εκείνος παρασυρμένος όπως ένα φτερό που αιωρείται στου σύμπαντος τα βάθη έγειρε το κεφαλάκι του αργά στα βρώμικα στρωσίδια κι αφέθηκε η ψυχή του στα χέρια του Υψίστου …

Αντάμα του, οι δυο του κόρες, η κυρά του και ο γιος του με τις καλές τους φορεσιές της Αναστάσεως, τ’ άσπρο του άλογο αρματωμένο έτοιμο για νέες μάχες και λίγο παραπέρα τα σκοτωμένα παλικάρια του μ’ επουλωμένες τις πληγές τους σαν του Χριστού, μες τη χαρά να τον επευφημούν καλωσορίζοντάς τον … «Καλώς όρισες καπετάνιε … καλώς όρισες» όλο έλεγαν και ξανάλεγαν μη μπορώντας να συγκρατήσουν τα δάκρυα χαράς που σαν ποταμός διέσχιζαν τα τραχιά πρόσωπά τους.

Τραγική ειρωνεία η «ευγνωμονούσα», μα απούσα για χρόνια Πατρίς, έτοιμη τώρα ν’ ανταμείψει τον αγώνα του όπως πρέπει … αγάλματα, λόγοι, φανφάρες και «πατριώτες» εκ του ασφαλούς, να σκίζουν τα ιμάτιά τους για τον «άδικο» χαμό του ήρωος. Έτσι βλέπεις έχουν μάθει αυτοί από τους Βαυαρούς κι εντεύθεν, να τιμούν τους άξιους μετά θάνατον, και να τους εξευτελίζουν εν ζωή …έτσι έχουν μάθει αυτοί Καπετάνιε … έτσι … 


Αριστοτέλης Γ. Καλλής 

Επ. Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας

Πτ/χος Πολιτικού Τμήματος Νομικής

Nemeahistory.bloqspot.com

Υ.Γ. 1. Στη μνήμη του Στρατηγού Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά) και σ’ όλους εκείνους τους αγωνιστές που η πατρίδα «ευγνωμονούσα» … αγνόησε επιδεικτικά, όσο ακόμη ζούσαν καταδικάζοντάς τους σε αργόν και ατιμωτικόν θάνατον …

Υ.Γ. 2. Ο Νικηταράς πέθανε πάμφτωχος αφού το κράτος τον «τίμησε» εν ζωή επιτρέποντας τον να επαιτεί μια μέρα την εβδομάδα έξω από την εκκλησία της Ευαγγελιστρίας στο Πειραιά … κάθε Παρασκευή.