Μαρίνα Αλεξανδρή
Το σκληρό, καθολικό lockdown στη δυτική Αττική εντάσσεται στο χρονικό ενός ακόμη προαναγγελθέντος εμπορικού και οικονομικού θανάτου εν μέσω εορταστικής περιόδου.
Και επιβεβαιώνει, επίσης, για μια ακόμη φορά, ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να τρέχει πίσω από την πανδημία, πολλαπλασιάζοντας, αντί να προλαμβάνει, τις συνέπειες.Μάλιστα ο αντιπεριφερειάρχης Δυτικης Αττικής, Λευτέρης Κοσμόπουλος, «καρφώνοντας» υπουργείο Υγείας και ΕΟΔΥ, δήλωσε, πως από τις 4 Νοέμβρη είχε ενημερώσει τον ΕΟΔΥ, σχετικά με τη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων στην περιοχή, ζητώντας παράλληλα από κλιμάκια του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας να πραγματοποιήσουν μαζικά τεστ. Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφερε, εστάλη μόλις ένα κλιμάκιο από τον ΕΟΔΥ, την ακριβώς επόμενη ημέρα, και έκτοτε δεν πραγματοποιήθηκαν άλλα τεστ.
Το ναρκοπέδιο της δυτικής Αττικής είναι εντοπισμένο εδώ και δύο εβδομάδες και από τους επιδημιολόγους. Τα ενεργά κρούσματα στην περιοχή ήταν ήδη 390 πριν από δέκα ημέρες, το Θριάσιο έχει εξελιχθεί σε cluster του κορονοϊού, και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι, πως εντοπίζονται συγκεκριμένες εστίες υπερσυγκέντρωσης και υπερμετάδοσης της πανδημίας σε Ασπρόπυργο, Μάνδρα και Ελευσίνα.
Η βασική πηγή ανησυχίας όμως δεν είναι αυτός καθαυτός ο αριθμός των κρουσμάτων, αλλά το ιδιαίτερα βαρύ επιδημιολογικό φορτίο που έχει συσσωρευτεί σε συγκεκριμένες ζώνες της περιοχής. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός, πως τα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους στη δυτική Αττική είναι 22,37, με τον αντίστοιχο δείκτη στον βόρειο τομέα να βρίσκεται στο 7,1, στην ανατολική Αττική στο 5,37, στον νότιο τομέα στο 2,45, και στο κέντρο της Αθήνας στο 5,63.
Οι επιδημιολόγοι αποδίδουν την μεγάλη αυτή επιβάρυνση σε σχέση με το υπόλοιπο λεκανοπέδιο σε δύο βασικούς παράγοντες, που αποτελούν και ιδιαιτερότητα της περιοχής:
* Στο γεγονός ότι πρόκειται για βιομηχανική ζώνη με μεγάλη συγκέντρωση εργοστασιακών μονάδων, βιοτεχνιών, μονάδων logistics, καθώς και με λιμάνι.
* Στην ύπαρξη στην περιοχή κοινοτήτων Ρομά όπου είναι πιο δύσκολη η εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Ως προς το δεύτερο υπάρχει ένα ανοιχτό ερώτημα, για το εάν ενεργοποιήθηκαν εγκαίρως οι διαμεσολαβητές με τις κοινότητες – ερώτημα, το οποίο δεν έχει απαντηθεί από την Πολιτική Προστασία. Η μεγάλη, και πιο επικίνδυνη όμως πηγή διασποράς διαπιστώνεται και από τους ίδιους τους κυβερνητικούς αρμοδίους, πλέον, πως είναι η βιομηχανική και βιοτεχνική ζώνη της περιοχής.
Εδώ, πέραν του ότι είναι αδύνατη η τηλε-εργασία, οι πληροφορίες αναφέρουν, ότι τόσο τοπικοί όσο και συνδικαλιστικοί φορείς είχαν εγκαίρως μεταφέρει αφενός σωρεία καταγγελιών για μη τήρηση των μέτρων και των πρωτοκόλλων προστασίας σε επαγγελματικούς χώρους με μαζική παρουσία εργαζομένων και, αφετέρου το επίμονο αίτημα για διεξαγωγή ελέγχων από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας.
Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες, υπάρχουν περιπτώσεις ακόμη και ανθρώπων που νόσησαν και συνέχισαν να εργάζονται υπό τον φόβο της αναστολής σύμβασης ή και της απόλυσης, όπως υπάρχει και η γνωστή πια παράκαμψη των μέτρων κατά της διασποράς του κορονοϊού με την μέθοδο των rapid tests.
Όπως καταγγέλλεται, αρκετές επιχειρήσεις (όπως έγινε και στη βόρεια Ελλάδα) όταν έχουν ύποπτα κρούσματα, στέλνουν τους εργαζόμενους όχι για μοριακό τεστ αλλά για rapid test. Σε περίπτωση που το μοριακό τεστ είναι θετικό, πρέπει να μπουν σε καραντίνα εκτός από τον φορέα του ιού και όλες του οι επαφές στον εργασιακό χώρο, να γίνουν απολυμάνσεις και να κλείσουν τμήματα. Στο θετικό rapid test ο φορέας απλώς πηγαίνει για καραντίνα στο σπίτι του και όλοι οι υπόλοιποι συνεχίζουν να εργάζονται χωρις καμία ιχνηλάτηση και χωρίς καμία διακοπή λειτουργίας τμημάτων.
Εν ολίγοις, το σκηνικό της δυτικής Αττικής παραπέμπει στις εγκληματικές παραλείψεις του μοντέλου του Μπέργκαμο. Την περασμένη Άνοιξη, παρά το γενικό lockdown στην βόρεια Ιταλία, η διασπορά του ιού και οι εκατόμβες των θανάτων δεν σταματούσαν επί εβδομάδες. Ενας από τους βασικούς λόγους, όπως αποκαλύφθηκε μετά, ήταν η μη τήρηση των μέτρων προστασίας και ασφαλείας στις μεγάλες μονάδες της βιομηχανικής ζώνης του Μπέργκαμο και της Μπρέσια, με συνέπεια οι εκεί εργαζόμενοι να διακινούν και να διασπείρουν τον κορονοϊό στις οικογένειές τους και στους πιο ηλικιωμένους και ευάλωτους πολίτες.