3 Οκτ 2020

Η «δίκη» της Χρυσής Αυγής δεν τελειώνει με την ετυμηγορία


Αν μετρήσουν καλά, ακόμα και οι πιο ενημερωμένοι, δεν ξέρουν ακριβώς τον αριθμό. Πόσοι, άραγε, είδαν την ζωή τους να αλλάζει εξαιτίας της Χρυσής Αυγής; Ανάμεσα στα ονόματα, βέβαια, υπάρχει ένα που δεν το ξεχνάει ποτέ κανείς: Παύλος Φύσσας.  Ο Φύσσας ήταν η αρχή του τέλους...

για μια κοινωνία που δεν ενδιαφέρθηκε για τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών της, αρνήθηκε να καταδικάσει την βία, δεν έδωσε σημασία στον ευτελισμό της δημοκρατίας, δεν νοιάστηκε για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η διαρκής δημόσια παρουσία του περιθωρίου. 

Συνειδητοποίησε τι συνέβαινε όταν το θύμα ήταν «δικό της»: ένας νεαρός άνδρας, Ελληνας, δολοφονήθηκε χωρίς λόγο. Εγινε σύμβολο, επιτρέποντάς μας να ελπίζουμε πως ακόμα κι αν αργήσουμε, μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. 

 Τελικά, μετά από επτά χρόνια, ήρθε η ώρα της δικαίωσης; 

Ακόμα και λίγα εικοσιτετράωρα πριν την τελική απόφαση, κανείς μας δεν είναι απόλυτα σίγουρος για την απόφαση –έχει προηγηθεί η εισήγηση της εισαγγελέως που μιλάει την απαλλαγή του αρχηγού, των πρώην πια βουλευτών και των επικεφαλής των τοπικών οργανώσεων Νίκαιας και Περάματος από την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. 

Μπορεί το δικαστήριο να μην την λάβει υπόψη του, όμως, για καλό και για κακό, πρέπει να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο. Η σωστή αντίδραση, ακόμα και σε μια κακή απόφαση, είναι πιο σημαντική απ’ όσο φαίνεται: το χειρότερο δεν είναι να γλιτώσουν την φυλακή οι χρυσαυγίτες, αλλά να θεωρηθούν δικαιωμένοι

Στην τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega, το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη φτάνει το 1,2%. Ακούγεται μικρό ως ποσοστό, αλλά ο Κασιδιάρης περιμένει την Τετάρτη όπως ο λύκος περιμένει να φύγει ο βοσκός. Και πλέον, φορώντας τον μανδύα του μετανοημένου, έχει στο πλάι του και ένα κομμάτι από τους ψεκασμένους αρνητές της μάσκας που νταντεύει αυτή την περίοδο. Παρότι η καταδίκη της δολοφονίας του Φύσσα είναι κοινός τόπος για όλο το δημοκρατικό τόξο, όταν η συζήτηση δεν επιστρέφει σε αυτόν, είναι απίστευτα εύκολο να ξεχάσουμε με τι έχουμε να κάνουμε. 

Η Χρυσή Αυγή είναι ένα κόμμα που δεν υπάρχει πια, που (θεωρητικά) δεν συνιστά απειλή. Η άνοδος και η πτώση της συνδέθηκαν με δέκα δύσκολα χρόνια που κανείς δεν θέλει να θυμάται –δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχασαν τον εαυτό τους εκείνη την περίοδο, είτε πανηγυρίζοντας για αποφάσεις για τις οποίες σήμερα ντρέπονται είτε ζώντας από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις της κοινωνικής ανωριμότητας. 

Σταθήκαμε τυχεροί, γιατί με τον Φύσσα οι χρυσαυγίτες έκαναν το μοιραίο λάθος.  

Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε ακόμα την σωστή απάντηση για την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς, πώς θωρακίζεται πραγματικά η δημοκρατία απέναντι σε έναν διαρκή κίνδυνο που μπορεί ανά πάσα στιγμή να βγει από το περιθώριο. Η αμηχανία του αν την μεταχειριζόμαστε ως κομμάτι της πολιτικής μας κανονικότητας φάνηκε στον διορισμό της Ελένης Ζαρούλια στην Βουλή λίγες μέρες πριν την τελική ετυμηγορία για την υπόθεση. Οι «κύκλοι» του Κώστα Τασούλα, υπερασπιζόμενοι την υπογραφή του στην απόφαση, δεν είχαν άδικο σε αυτό που είπαν: Ο Μιχαλολιάκος τυπικά είχε το δικαίωμα να διορίσει την γυναίκα του μετακλητή υπάλληλο της Βουλής.

 Το θέμα ήταν αν κάποιος θα επέλεγε να του το στερήσει ή όχι, περιμένοντας να μιλήσει πρώτα το δικαστήριο. 

Παρόμοια αμηχανία φάνηκε στο ντάντεμα της τοπικής αυτοδιοίκησης στους τάχα αγανακτισμένους στα Καμένα Βούρλα, που επειδή «δεν είχαν ενημερωθεί σωστά» θεώρησαν κίνδυνο για την ταυτότητά τους 39 ασυνόδευτα προσφυγάκια. 

Τόσο μεγάλο κίνδυνο, μάλιστα, που τα άφησαν χωρίς κρεβάτια και φαγητό –κανένας τοπικος παράγοντας, ωστόσο, δεν τους καταδίκασε.  

Ημασταν πολύ τυχεροί, πιο τυχεροί απ’ ό,τι μας χρωστούσε η πολιτική μοίρα, παρά τις πράξεις και τις επιλογές μας. Και αυτή η τύχη είναι, παραδόξως, άρρηκτα συνδεδεμένη με έναν φόνο.

Ο Φύσσας, το μόνο θύμα που κανείς δεν ξεχνά, μας ανάγκασε να κοιτάξουμε στον καθρέφτη μας.

 Η απόφαση της Τετάρτης είναι η υπενθύμιση ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει: η Χρυσή Αυγή δεν ξεπεράστηκε νομοτελειακά, αλλά με τη βία.

Δεν βλάπτει να συνεχίζουμε να κοιτάμε πού και πού το ειδωλό μας, μπας και πάρουμε χαμπάρι εγκαίρως την στιγμή που ξαναρχίσουμε να μοιάζουμε στο τέρας. 


Μυρτώ Λιαλιούτη