31 Οκτ 2020

Η χαραμάδα της αμέλειας


Μηνάς Κωνσταντίνου

Το τηλεοπτικό μήνυμα του Πρωθυπουργού το μεσημέρι του Σαββάτου ήταν το πιο καθαρό και σαφές, της πανδημιακής περιόδου που διανύουμε. Έπειτα από ένα πλήρες...

οκτάμηνο σχεδόν ολοκληρωτικής απουσίας ουσιαστικών μέτρων υποστήριξης της δημόσιας υγείας, προφύλαξης των εργαζόμενων και δραστικών παρεμβάσεων για την προστασία της υγείας ανηλίκων και ενηλίκων πολιτών της, η χώρα χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη. Το κόκκινο και το πράσινο κομμάτι της. Το απαραίτητο παραγωγικό και το αχρείαστο πολιτικό - πνευματικό - ψυχαγωγικό. Οι λογικοί που τηρούν το κυβερνητικό ευαγγέλιο από τη μία, οι «ψεκασμένοι» που δεν ταυτίζονται με αυτό από την άλλη. Στη μέση, ένας Ναπολεόντειος Μωυσής που διχάζει ποικιλοτρόπως έναν ολόκληρο λαό εν μέσω κατάστασης έκτακτης ανάγκης, για να περάσει από μέσα η θάλασσα της ανεπάρκειας και των συμφερόντων που εκπροσωπεί.

Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα μπορούσε κανείς να τα συνοψίσει στο επιτυχημένο, προεκλογικό του τρίπτυχο: Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Με την πανδημία ανεξέλεγκτη και με την κυβέρνηση να έχει κάνει, όσα η άρχουσα τάξη κρίνει απαραίτητα για να τιθασεύσει κάθε πιθανή οικονομική παρενέργεια της, το «ολοκληρωμένο σχέδιο» (κατά την άποψη του Πρωθυπουργού) περιλαμβάνει το κλείσιμο της εστίασης, του πολιτισμού και τελικά των ίδιων των πολιτών στο καβούκι τους, με την μετατροπή τους σε πολίτες δύο ταχυτήτων.

«Πριν έναν μήνα είχα εκφράσει την ελπίδα», «το σημερινό μου μήνυμα», «δεν επιτρέπεται να κλείσω τα μάτια στην σκληρή πραγματικότητα», «αυτό είναι το χρέος που έχω και υπηρετώ», «ήθελα να αποφύγω αυτό το μήνυμα», «ξέρω ότι τα μέτρα είναι δύσκολα», «σας παρακαλώ», «πρώτος εγώ». Ένα κείμενο 1.400 λέξεων, γεμάτο από προσωπικές αναφορές και «εγώ» (όπου χρησιμοποιήθηκε πληθυντικός ήταν και πάλι για να προσδιορίσει την κυβέρνησή του) και με παντελή απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης για τα πραγματικά και επιστημονικώς τεκμηριωμένα πεδία εξάπλωσης της πανδημίας στη χώρα.

Από το προηγούμενο τηλεοπτικό μήνυμα του Πρωθυπουργού και την ιδιότυπη παραίτησή του από τις ευθύνες του έχουν περάσει σχεδόν 40 ημέρες. Τότε, στη χώρα υπήρχαν 16.000 καταγεγραμμένα κρούσματα, 366 καταγεγραμμένοι θάνατοι από κορονοϊό και ένας μέσος όρος κρουσμάτων περί των 300 καθημερινά. Σήμερα, τα κρούσματα προσεγγίζουν τις 40.000, οι άνθρωποι που έχουν χάσει τη ζωή τους ξεπερνούν τους 620 και ο μέσος όρος των κρουσμάτων που ανακοινώνονται καθημερινά, αγγίζει τα 1.200. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.

Εάν στα «λόγια» των αριθμών προσθέσει κανείς την συνεχή αιμορραγία του μονίμως ανέτοιμου δημοσίου συστήματος υγείας, όπου όλο και περισσότεροι υγειονομικοί προσβάλλονται από τον ιό και υπηρεσίες όπως τα τακτικά χειρουργεία παροπλίζονται, μαζί με τις χιλιάδες λέξεις που αποτυπώνουν οι καθημερινές φωτογραφίες από ξέχειλα μέσα μαζικής μεταφοράς εργαζόμενων και άλλων πολιτών, η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή. Πιο ζοφερή, πριν σκοτεινιάσει εντελώς με την ατμόσφαιρα που διαμορφώνει η νομοθεσία που καθορίζει απλήρωτη υπερεργασία, κατάργηση του οκταώρου και αντικατάστασή του με δεκάωρη εργασία, μισθούς των 200 ευρώ, επιδότηση επιχειρήσεων χωρίς δεσμεύσεις για τους εργαζόμενους, έναν λεόντειο συνδικαλιστικό νόμο απαγόρευσης της απεργίας που έπεται και έναν που πρακτικά έχει ήδη απαγορεύσει τις διαδηλώσεις. Όλα τα παραπάνω, με ένταση της αστυνομικής καταστολής και κάθε φορά μία α λα καρτ στοχοποίηση διαφορετικής κοινωνικής ομάδας, με πρώτους τους νέους.

Σε αυτό και μόνο το πλαίσιο θα πρέπει λοιπόν να εξεταστούν τα μέτρα της κυβέρνησης, που επί της ουσίας δημιουργούν μία ζωή δουλοπάροικων, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να εργάζονται και να επιστρέφουν στις εστίες τους, χωρίς δικαίωμα να διαμαρτύρονται και να ζητούν περαιτέρω παροχές. Ακόμα χειρότερα, για όσους δεν έχουν ή μένουν χωρίς δουλειά μετά τις αποφάσεις, με τραγική φιγούρα τους εργαζόμενους στην εστίαση, τους καλλιτέχνες και τους ανθρώπους του Πολιτισμού, που σήμερα άκουσαν το σχεδόν απειλητικό «όπως και την περασμένη άνοιξη θα είμαστε κοντά σας». Ειδικά για τους τελευταίους, που γνωρίζουν καλά όπως και όλοι μας, πως αποτελούν μέρος ενός είδους βασικής ανάγκης για τις ζωές όλων μας, και όλο το προηγούμενο διάστημα δεν αποτέλεσαν επ΄ουδενί υγειονομικό κίνδυνο. Κανένα επιδημιολογικό στοιχείο δεν τεκμηριώνει το λουκέτο σε θέατρα και σινεμά, σε αντιδιαστολή με την αδιατάραχτή συνέχιση της λειτουργίας χώρων όπως τα ξενοδοχεία.

Η κυβέρνηση αποφασίζει να κρατήσει ανοιχτούς και χωρίς παρεμβάσεις χώρους μόνιμου συνωστισμού όπως οι βιομηχανίες, τα εργοστάσια και φυσικά οι εκκλησίες, το ίδιο και με τα σχολεία και τα μέσα μαζικής μεταφοράς που επίσης δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για την οποιαδήποτε παρέμβαση, αλλά και το δημόσιο σύστημα υγείας που στρέφεται σε λύσεις που θυμίζουν το πρώτο κύμα της πανδημίας. Αποφασίζει τα τελευταία μέτρα προ του «ύστατου βήματος» ενός καθολικού lockdown, δηλώνοντας ανερυθρίαστα πως ο στόχος της παραμένει η διασκέδαση και η κινητικότητα των πολιτών, στριμώχνοντας την κανονική ζωή στη «χαραμάδα της αμέλειας κάποιων λίγων».

Όλα τα παραπάνω βαφτίζονται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη συνέχιση του «πολέμου» κατά του κορονοϊού, την ώρα που από την κυβέρνησή του μαίνεται εδώ και μήνες και έχει ενταθεί μέσα στην πανδημία ένας ανοιχτός πόλεμος κατά της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου της εργασίας και των απλών πολιτών της χώρας.

Κερασάκι στην τούρτα, η συνέχιση της χυδαιότητας που εκφράστηκε και μέσα από την επαίσχυντη δημοσίευση της κυβερνητικής γραμμής από φιλικά μέσα ενημέρωσης. Αυτή η αθλιότητα του «τείχους γύρω από τους επιστήμονες», που δεν είναι τίποτε άλλο από το προστατευτικό τείχος που η κυβέρνηση επίμονα συνεχίζει να αποζητά από το κύρος των κυβερνητικών (για να μην ξεχνιόμαστε) επιστημόνων στις ανάλγητες πολιτικές της, έτσι ακριβώς όπως εκφράστηκε από τον «συγκοινωνιολόγο» Σωτήρη Τσιόδρα. Ένα προστατευτικό τείχος, που για να συνεχίσει να φιλοτεχνείται, μία επιστημονική επιτροπή που «συστήνει» πολιτικές και μέτρα στην κυβέρνηση συνεχίζει να συνεδριάζει μόνο τύποις και δίχως καν την παρουσίαση πρακτικών για τις συζητήσεις της. Είναι ακριβώς αυτή η τακτική που απαξιώνει συνολικά «τους ειδικούς» στα μάτια μέρους του κόσμου, σπρώχνοντας στην αδιαφορία ή στην ψευδοεπιστήμη.

Η κατακλείδα του Πρωθυπουργού στο μήνυμά του δίνει τον τόνο της άγριας επικοινωνιακής (και όχι μόνο) επίθεσης, που αναμένεται το προσεχές διάστημα και σκιαγραφεί την μεγαλύτερη απειλή για τον δημόσιο διάλογο.

«Οι λέξεις τελειώνουν» κατέληξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Με τις πράξεις του, η επικράτεια χωρίζεται σε δύο μέρη, κόκκινα και πράσινα, μέχρι τα δεύτερα να κοκκινήσουν κι αυτά. Η οικονομία χωρίζεται σε δύο μέρη, σε αυτά που η κυβέρνηση δεν τολμά να κοντράρει και σε αυτά που απειλεί με αντίδωρο 500 ευρώ, ή και καθόλου. Οι πολίτες χωρισμένοι σε δύο μέρη, αυτοί που ορκίζονται στο κυβερνητικό ευαγγέλιο, και στους άλλους, τους «ψεκασμένους – κουρασμένους». Ο διαχωρισμός στους συνετούς πολίτες που αποδέχονται συνολικά την κυβερνητική πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας, και στους «άλλους», πετάει στο περιθώριο κάθε πολιτική και επιστημονική (πολλές φορές) κριτική στη διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, σε ένα κρεσέντο διχασμού, αισχρότερου από αυτόν που υιοθέτησε κατά την μακεδονομαχική αντιπολιτευτική του περίοδο.

Φιλικά ΜΜΕ έχουν παρομοιάσει τον Πρωθυπουργό με «Μωυσή», εκείνον δηλαδή που χώρισε τη θάλασσα στα δύο, για να περάσει από μέσα έναν ολόκληρο λαό. Ήταν «Αυτός που Ανασύρθηκε, που Σώθηκε από το Νερό». Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διχάζει έναν ολόκληρο λαό ποικιλοτρόπως. Στο όνομα μιας θάλασσας συμφερόντων που εξυπηρετεί ο ίδιος, βουτά το δικό του κεφάλι στην άμμο, και των πολιτών στη θεία κοινωνία.


ΠΗΓΗ: thepressproject.gr