10 Σεπ 2020

Όταν κάηκε η κόλαση


Θάνος Καμήλαλης

Σε έναν κάπως καλύτερο κόσμο, στοιχειωδώς ανθρώπινο, η καταστροφή του κέντρου κράτησης της Μόριας, θα μπορούσε να είναι ένα ευτυχές γεγονός. Οι πρόσφυγες θα είχαν...


αποχωρήσει και ο χώρος είτε θα διατηρούνταν ως μνημείο ντροπής για την «πολιτισμένη Δύση», ή θα γίνονταν ερείπια, με σκοπό να χαθεί από τη Γη και να περάσει στη συλλογική λήθη, ως κακό όνειρο. 

Δεν ζούμε σε αυτόν τον κόσμο όμως. Ζούμε στον κόσμο, που η κόλαση κάηκε, 13.000 περίπου κολασμένοι ήταν μέσα και έτρεξαν να ξεφύγουν, ενώ τα καζάνια θα παραμείνουν. Αυτές οι πολιτικές όμως, αυτά τα γεγονότα βγάζουν.

Η κυρίαρχη άποψη λέει, ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται στο Προσφυγικό εδώ και χρόνια, είναι ο «ρεαλισμός», ενώ οτιδήποτε αντίθετο, οι φωνές και τα αιτήματα για ενσωμάτωση, για καλύτερες συνθήκες, για κλείσιμο των φυλακών αθώων είναι «ουτοπία», «συναισθηματισμοί». Κοινώς, «πατήστε στη Γη, πέστε από το συννεφάκι σας, αυτά που λέτε δεν γίνονται».

Ωραία, ας δούμε λοιπόν, τι «γίνεται» και τι δεν είναι «ιδεοληψία» ή «εκμετάλλευση». Οι Μόριες δημιουργήθηκαν, με την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, για να κάνουν τον βίο αβίωτο στους πρόσφυγες. Η επαίσχυντη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας μάλιστα, προέβλεψε, ότι δυνατότητα «επιστροφής» θα είχαν, μόνο οι πρόσφυγες που θα παρέμεναν στα κέντρα κράτησης των ελληνικών νησιών. Η «λογική» ήταν από απλοϊκή έως εγκληματική: Αν τους κάνουμε τον βίο – αβίωτο, θα σταματήσουν να έρχονται. Το εκατοντάδες ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου για την κόλαση, την «ντροπή της Ευρώπης», δεν αντιμετωπίζονταν ως μηνύματα αλλαγής. Διαφήμιση ήταν, στους επόμενους: «Μην έρθετε εδώ, κοιτάξτε τι σας περιμένει». Δεν επιβεβαιώθηκε ο ισχυρισμός, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι κάπως δύσκολο να συναγωνιστείς σε απάνθρωπη πολιτική τις βόμβες, που πέφτουν στα κεφάλια των ανθρώπων στις πατρίδες τους. Παράλληλα, τα προγράμματα μετεγκατάστασης της Ε.Ε. κατάντησαν θλιβερό ανέκδοτο, δεν υλοποιήθηκαν ούτε στο μισό, μας έμειναν τα κάλεσματα «αλληλεγγύης» του Αβραμόπουλου ως Επιτρόπου για τη Μετανάστευση.

Αλλά ή «ρεαλιστές», ή μη «ιδεοληπτικοί» είχαν έτοιμη λύση: Τους φέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, που εντωμεταξύ αποδεχόταν τα αίσχη των νέων φυλακών, η «κυρά Τασία», η λύση είναι περισσότερη «ασφάλεια» και στρατιωτικοποίηση. Οι όποιες ντροπές του ελληνικού κράτους σταδιακά ξεπεράστηκαν, το διεθνές Δίκαιο έγινε κουρελόχαρτο, με παράνομες επαναπροωθήσεις σε Έβρο και Αιγαίο. Το Προσφυγικό των δεκάδων χιλιάδων αιτούντων άσυλο έγινε εθνική κρίση σε μια χώρα 11 εκατομμυρίων. Πολιτικάντηδες σε κάθε επίπεδο πάτησαν σε ξενοφοβικά αντανακλαστικά και προσφέροντας εύκολες λύσεις κέρδισαν ψήφους, με ένα απλό «θα τους διώξω από εδώ». Η Μόρια, η ΒΙΑΛ και τα άλλα ΚΥΤ χτίστηκαν για την ασφάλεια και τη λύση. Μετά δεν τους έκαναν, οπότε έφεραν το θέμα των κλειστών κέντρων κράτησης, με ολίγον τι από σχέδια για ξερονήσια. Το υπουργείο Μετανάστευσης καταργήθηκε μόλις ανέλαβε η Νέα Δημοκρατία και ξαναδημιουργήθηκε έξι μήνες μετά. Παρακολουθήσαμε την απόβαση των ΜΑΤ σε Λέσβο και Χίο, για να καταστείλουν τις αντιδράσεις των κατοίκων. Προγράμματα οργανισμών όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης τερματίστηκαν, με αδιαφορία της κυβέρνησης, οδηγώντας χιλιάδες πρόσφυγες στους δρόμους. Όπου τους υποδέχονται τα ΜΑΤ, όπως στην πλατεία Βικτωρίας και τους στέλνουν σε Αμυγδαλέζες. Καταλήψεις που στέγαζαν πρόσφυγες εκκενώθηκαν η μία μετά την άλλη, γιατί η Νέα Δημοκρατία θέλει να προσφέρει θέαμα στο κοινό της. Τα κτίρια τσιμεντώθηκαν, οι πρόσφυγες αφέθηκαν στην τύχη τους.

Διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Λέσβο, υπό το βάρος επιθέσεων από ακροδεξιούς. Στα τέλη Ιουνίου κι ενώ όλοι οι ειδικοί προέβλεπαν το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το κέντρο απομόνωσης και περίθαλψης περιστατικών COVID-19 των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έκλεισε, λόγω της επιβολής προστίμου 60.000 ευρώ που επέβαλε ο δήμος Μυτιλήνης λόγω «πολεδομικών παραβάσεων». Μία δομή, δωρεά της ολλανδικής κυβέρνησης, που εγκαινιάστηκε πανηγυρικά από την κυβέρνηση, δεν ήταν στελεχωμένη με προσωπικό, όταν, όπως αναμενόταν, βρέθηκε κρούσμα μέσα στον καταυλισμό. Το υπουργείο Μετανάστευσης εντωμεταξύ πανηγύριζε, προ ολίγων ημερών, για τις ξενοδοχειακές δομές προσφύγων που κλείνει στην ενδοχώρα, επιστρέφοντας πρόσφυγες στα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ορίστε λοιπόν, τα αποτελέσματα όλης αυτής της πολιτικής. Που ξεκινάει από το 2015 και καταλήγει στο κάψιμο μιας κόλασης. Η μία αποτυχία διαδέχεται την άλλη. Μια ωρολογιακή βόμβα έσκασε. Πυρκαγιά, εν μέσω της πανδημίας, καταστρέφει τον καταυλισμό των 13.000 ανθρώπων. Υποθέτω, ότι όσοι αποφάσισαν και επικρότησαν όλα τα παραπάνω, έχουν έτοιμη την «υπεύθυνη» λύση. Πρώτον, θα φταίνε οι πρόσφυγες που «έβαλαν τη φωτιά». Μα πόσο απολίτιστοι, θα πουν, έκαψαν το ίδιο τους το σπίτι. Θα αποδέχονται αυτήν την «εξήγηση» άνθρωποι που δυσφόρησαν στην περίοδο της δίμηνης καραντίνας στα σπίτια τους και θα τους βρίζουν άτομα που θεωρούν πιεση και φίμωση το να φορέσουν μία μάσκα. Δεύτερον, τη Μόρια θα θελήσουν να την αντικαταστήσουν με τις «κλειστές δομές». Εμμονικοί, ξεροκέφαλοι, απάνθρωποι.

Στις στάχτες της Μόριας, η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν ένα ακόμα σταυροδρόμι, μια ακόμα ευκαιρία να σταματήσουν το διαχρονικό όνειδος. Να σώσουν ζωές ή να σκοτώσουν ψυχές. Το μόνο πραγματικό σχέδιο είναι οι πολιτικές της ενσωμάτωσης, της εκπαίδευσης και πρωτοβουλίες σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο για τον τερματισμό των ευρωπαϊκών Γκουαντάναμο. Οι χρηματοδοτήσεις που δίνονται για την «ασφάλεια», την «φύλαξη των συνόρων» και την στρατιωτικοποίηση να κατευθυνθούν σε προγράμματα ένταξης, σε σχολεία, σε περισσότερα διαμερίσματα, σε πραγματικά προγράμματα μετεγκατάστασης και σε πολύ γρηγορότερες διαδικασίες για την παροχή των απαραίτητων εγγράφων ασύλου. Με τη συνδρομή και όχι την στοχοποίηση, των μεγαλύτερων διεθνών οργανώσεων και των αρμόδιων οργάνων του ΟΗΕ.

Οτιδήποτε άλλο είναι συνταγή αποτυχίας, σε κάθε επίπεδο, ξεκινώντας από το στοιχειωδώς ανθρώπινο. Οτιδήποτε άλλο, είναι απλά η συνέχιση μιας ακραίας και ιδεοληπτικής πολιτικής, που παράγει μόνο φυλακισμένους, άστεγους, πνιγμένους, άψυχους και τραγωδίες. Φέρνει ψήφους, δεν λέω, ικανοποιεί έναν όχλο, που πάντα ικανοποιείται με τη δυστυχία του διπλανού του, ντύνεται με τον μανδύα του «ρεαλισμού» από κοντόφθαλμους αδιάφορους και μόνιμους χειροκροτητές. Αλλά αποτυγχάνει, ξανά και ξανά, με θύματα.

Η κόλαση κάηκε. Ζήτω η κόλαση;


ΠΗΓΗ: thepressproject.gr