2 Σεπ 2020

Η κόκκινη γραμμή της Αθήνας και η «στρατιωτική απάντηση»


Μαρίνα Αλεξανδρή

Κατά τη γαλλική Monde, η εν εξελίξει ελληνοτουρκική αντιπαράθεση αποτελεί μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία του («ανίκανου» όπως το χαρακτηρίζει) ΝΑΤΟ.


Παρά ταύτα, και σύμφωνα με διπλωματική πηγή που επικαλείται η εφημερίδα, η ενημέρωση που υπάρχει από την έδρα της Συμμαχίας είναι, πως η υψηλή ένταση μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας στη Μεσόγειο μπορεί ακόμη να ξεπεραστεί.

Κατά την ανάγνωση έμπειρων διπλωματικών παραγόντων στην Ελλάδα, ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος, να παίξει μέχρι τέλους στην γραμμή των μεγάλων αντιφάσεων. Την ώρα που το Oruc Reis οργώνει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, η Άγκυρα καταγγέλλει την Αθήνα για παραβίαση του… διεθνούς δικαίου. Και την ώρα που ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου λέει, πως «η Τουρκία είναι έτοιμη για διάλογο, εάν είναι έτοιμη και η Ελλάδα», ο Ταγίπ Ερντογάν εξαπολύει μύδρους κατά των δυτικών συμμάχων, που «χρησιμοποιούν την ανίκανη Ελλάδα ως δόλωμα εναντίον μίας περιφερειακής και παγκόσμιας δύναμης όπως η Τουρκία».

Κοινώς, όπως λέει χαρακτηριστικά διπλωματική πηγή, «ο Ερντογάν φωνάζει, γιατί παζαρεύει». Η ίδια πηγή λέει, πως παρά την επιχειρησιακή κλιμάκωση βρίσκεται σε εξέλιξη διαρκής παρασκηνιακή διαπραγμάτευση της Άγκυρας με τους Αμερικανούς και τους Γερμανούς (μια διαπραγμάτευση, με διακύβευμα την εκτόνωση και τον διάλογο με την Ελλάδα). Και προσθέτει, πως «όσο βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή η παρασκηνιακή διαβούλευση, τόσο πιο πολύ θα ακούγονται οι φωνές του Τούρκου προέδρου». 

Το ερώτημα είναι, τι θα συμβεί, εάν οι φωνές δεν αποδώσουν τα προσδοκώμενα για την Άγκυρα. Κι εάν ο Ερντογάν, εφόσον δεν πάρει ότι ζητά με την τακτική των απειλών και των εκβιασμών, θα πατήσει πάνω στην «κόκκινη γραμμή» - ήτοι, εάν θα προκαλέσει ευθέως το θερμό επεισόδιο.

Το μήνυμα που εκπέμπεται επ’ αυτού από το Μαξίμου είναι, πως το επόμενο διάστημα είναι άκρως επικίνδυνο για την έκβαση του μπρα ντε φερ. Πρόκειται για μια θέση στην οποία φέρεται να έχει καταλήξει το πρωθυπουργικό επιτελείο, εξαιτίας του προγραμματισμού ερευνών από την τουρκική εταιρία πετρελαίων (ΤΡΑΟ) σε θαλάσσιες περιοχές που βρίσκονται εντός της, οριοθετημένης πλέον, ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ. Η εκτίμηση που μεταφέρεται από το κυβερνητικό στρατόπεδο, άλλωστε, είναι, πως ο Ερντογάν επέλεξε την κατακόρυφη κλιμάκωση «επειδή έχει ενοχληθεί σφόδρα» ακριβώς από την συμφωνία Ελλάδας - Αιγύπτου για την ΑΟΖ.

Στην πραγματικότητα, η στρατηγική Ερντογάν έχει πολύ πιο ευρείες στοχεύσεις και απολήξεις. Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, τα τελευταία 24ωρα εκπέμπουν όλο και πιο έντονα το μήνυμα, πως μια επιχείρηση ερευνών εντός της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ - δηλαδή νοτιοδυτικά της Κρήτης - αποτελεί την «απόλυτη κόκκινη γραμμή». Και πως εάν αυτό συμβεί, η απάντηση θα είναι εκείνη της «απώθησης», θα είναι δηλαδή απάντηση στρατιωτική.

Το ίδιο ενδεχόμενο χαρακτηρίζεται ως «έσχατη κόκκινη γραμμή» και από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κρατούσα άποψη και στο διπλωματικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι, πως υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες, να επιχειρήσει ο Ερντογάν την τελική πρόκληση μέσα στο επόμενο διάστημα, κατά πάσα πιθανότητα πριν από την σύνοδο κορυφής της 24ης Σεπτεμβρίου. Και η εκτίμηση είναι, επίσης, πως, σε μια τέτοια περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει κανένα άλλο περιθώριο και καμία άλλη επιλογή, παρά «να απαντήσει στο πεδίο».

Αποτελεί ανοιχτό ζήτημα βεβαίως  (μετά και το αλλαλούμ κατά τις πρώτες δραστηριότητες του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα), πως ακριβώς ορίζει η κυβέρνηση την εν λόγω «κόκκινη γραμμή» και πότε θα θεωρήσει, ότι παραβιάζεται. Όπως αποτελεί ανοιχτό ζήτημα και το έως που είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει, σε ότι αφορά τους όρους του ελληνοτουρκικού διαλόγου, προκειμένου να επέλθει η καταλλαγή.  Διότι, όπως επισημαίνεται από πηγές της αντιπολίτευσης, η διαπραγμάτευση του διεθνούς παράγοντα με τον Ερντογάν δεν περιλαμβάνει την ατζέντα που θα έχει ένας πιθανός διάλογος: «Η Μέρκελ και ο Τραμπ», λένε χαρακτηριστικά, «ενδιαφέρονται μόνον να καθίσουν τις δύο πλευρές σε ένα τραπέζι διαλόγου, δεν ενδιαφέρονται για το τι θα περιλαμβάνει αυτός ο διάλογος. Αυτό είναι δουλειά της ελληνικής κυβέρνησης να το ορίσει, να το διασφαλίσει και να το υπερασπιστεί».