Άρης Χατζηστεφάνου
Αναλυτές προέβλεπαν εδώ και χρόνια τρομακτική αύξηση κοινωνικών συγκρούσεων και βίαιων λαϊκών εξεγέρσεων σε όλο τον κόσμο.
Οι μελέτες τους όμως...
έφταναν στα μάτια λίγων αξιωματούχων και επιχειρηματιών, που συνέχιζαν να υποστηρίζουν δημοσίως, ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Και η Ελλάδα είχε και πάλι την τιμητική της.
Η πανδημία του κορονοϊού και τα ρατσιστικά εγκλήματα της αμερικανικής αστυνομίας, που τροφοδότησαν την εξέγερση στις ΗΠΑ, αποτέλεσαν μια εύκολη δικαιολογία, για όσους αναζητούσαν εξηγήσεις στο κύμα μαχητικών και συχνά βίαιων κινητοποιήσεων που εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο. Οι υποστηρικτές, όμως, της θεωρίας ότι ζούμε στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» (ο οποίος ταράζεται μόνο από τυχαία περιστατικά), απλώς δεν ήθελαν να δουν την πραγματικότητα. Για την ακρίβεια δεν ήθελαν να παρουσιάσουν στο ευρύ κοινό τις προβλέψεις, που τους παρουσίαζαν τα δικά τους Think Tank σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ειρήνης (Global Peace Index), τον οποίο παρουσιάζει το Institute for Economics & Peace (IEP) στην Αυστραλία, οι κοινωνικές συγκρούσεις αυξάνονται διαρκώς εδώ και μια δεκαετία, ακολουθούν δηλαδή τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008.
Σε παγκόσμιο επίπεδο οι συγκρούσεις με την αστυνομία αυξήθηκαν σε αυτή την περίοδο κατά 282%, ενώ οι απεργίες κατά 821%. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των εξελίξεων καταγράφεται στην Ευρώπη, όπου το 35% των κινητοποιήσεων οδηγεί σε βίαιες συγκρούσεις (ποσοστό το οποίο είναι πάντως χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο).
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η βρετανική εταιρεία αναλύσεων Maplecroft, που προσφέρει σε μεγάλες επιχειρήσεις προβλέψεις, για το ενδεχόμενο να επηρεαστούν οι δραστηριότητές τους από λαϊκές κινητοποιήσεις, προέβλεπε την ένταση στις ΗΠΑ πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού και τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία. Σήμερα δίνει 65,2% πιθανότητα αναταραχών στην Αμερική για το τελευταίο τέταρτο του 2020 και 64,9 για το πρώτο τέταρτο του 2021. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει πλέον στην κατηγορία των χωρών «υψηλού ρίσκου», από τη στιγμή που οι λαϊκές κινητοποιήσεις αυξήθηκαν κατά 186%.
Σε διεθνές επίπεδο μεγάλες εντάσεις αναμένονται σε χώρες με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως δηλαδή η Αργεντινή ή η Βραζιλία. Παρ' όλα αυτά σύμφωνα με τον ιδρυτή του IEP, Στιβ Κιλέλεα, η μεγαλύτερη αύξηση των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων αναμένεται τους επόμενους μήνες στην Ευρώπη και δεν πρόκειται να αφήσει ανεπηρέαστες ούτε τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Να σημειωθεί, ότι, αν και η έκθεση του ΙΕP δημοσιεύτηκε πριν από περίπου ένα μήνα, αρκετά ελληνικά ΜΜΕ που την αναμετέδωσαν, παρέλειψαν μια σημαντική λεπτομέρεια: ότι η Ελλάδα μαζί με τη Λετονία και την Πολωνία θεωρούνται «οι χώρες με τη χαμηλότερη ικανότητα, να αντεπεξέλθουν στη δοκιμασία του Covid-19 και συνεπώς πιο επιρρεπείς σε κοινωνικές αναταραχές».
Πάντως, όσο και αν προσπαθούν, να κρύψουν αυτές τις αναλύσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν τα δομικά χαρακτηριστικά του προβλήματος, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προετοιμάζονται πυρετωδώς, για να αντιπαρατεθούν με τους πολίτες τους.
Ο ελληνικός νόμος για τις διαδηλώσεις αποτελεί μόνο μια μικρή πτυχή της προετοιμασίας, που συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ερώτημα είναι, αν με αυτή την προετοιμασία θα καταφέρουν να αποτρέψουν ή τελικά θα κλιμακώσουν την αντιπαράθεση. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν, ότι οι αστυνομικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο δεν χρησιμοποιούν αναγκαστικά μεθόδους που θα μπορούσαν να μετριάσουν τα βίαια χαρακτηριστικά των κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά συχνά τις υποδαυλίζουν.
Με αφορμή την εξέγερση για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ επανήλθαν στο φως μελέτες, που αποδεικνύουν, ότι η πρόωρη προσφυγή σε ειδικές δυνάμεις καταστολής, η προκλητική παρουσία αστυνομικών δυνάμεων και η χρήση δακρυγόνων και ανάλογων μέσων ελέγχου πλήθους, μετατρέπουν ειρηνικές διαδηλώσεις σε πεδίο μάχης. Μελέτη του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης για τα επεισόδια του Φέργκιουσον το 2014 έδειξε, ότι η επιδεικτική ανάπτυξη στρατιωτικών οχημάτων και οπλισμού, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη χρήση δακρυγόνων από την αστυνομία «είχαν ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση των βίαιων συγκρούσεων αντί για τον περιορισμό τους».
Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο λοιπόν αποκρύπτουν τα πραγματικά δεδομένα της κρίσης και της αγανάκτησης που την ακολουθεί, ενώ προετοιμάζονται να την αντιμετωπίσουν με μεθόδους, που θα προσδώσουν ακόμα πιο βίαια χαρακτηριστικά στις συγκρούσεις. Όλα αυτά όμως θα συμβαίνουν, ενώ θα επιχειρούν, να αποδώσουν όλες τις εξελίξεις σε εξωγενείς παράγοντες όπως ο κορονοϊός. Κι όμως αυτό που πραγματικά αλλάζει με τον κορονοϊό, εξηγούσε πρόσφατα ο μεγάλος διανοητής Ντέιβιντ Χάρβεϊ, δεν είναι οι αντικειμενικές συνθήκες, αλλά «ότι τα πράγματα γίνονται πολύ προφανή, ενώ στο παρελθόν διέφευγαν της προσοχής μας».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχιζε ο ίδιος, «όταν χτύπησε η πανδημία και τέθηκε το ερώτημα, ποιοι θα κρατήσουν την πόλη εν κινήσει, ποιοι θα κρατήσουν λειτουργικές τις βασικές υπηρεσίες, ποιοι θα κάνουν τα πάντα, η απάντηση ήταν: η ίδια εργατική τάξη. Αυτή η εργατική τάξη ξεκινά να συνειδητοποιεί, τα επίπεδα εκμετάλλευσης και της δυσκολίας που αντιμετωπίζει».
Τα στρατόπεδα έχουν λοιπόν χαραχτεί και οι δύο πλευρές προετοιμάζονται πυρετωδώς για τις μάχες τού αύριο.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr