Η σημερινή πρόβλεψη της Κομισιόν για ύφεση 9% το 2020 σημαίνει, ότι φέτος η ελληνική οικονομία θα χάσει 16,87 δις
(δηλαδή, το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί στα 170,6 δις ευρώ).
Η πρόβλεψη, επίσης, της Κομισιόν για ασθενέστερη ανάκαμψη, με ρυθμό ανάπτυξης 6%, τον επόμενο χρόνο σημαίνει, ότι το 2021 το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 10,236 δις και θα φθάσει στα 180,8 δις ευρώ.
Μικρό, ή έστω διαχειρίσιμο, το κακό, θα μπορούσαν να υποστηρίξουν οι αισιόδοξοι του κυβερνητικού επιτελείου, εάν ληφθεί ως μέτρο, το γεγονός ότι σε τέσσερις άλλες χώρες της ευρωζώνης η ύφεση του κορονοϊού φέτος θα είναι μεγαλύτερη απ’ ότι στην Ελλάδα: Με βάση τις ίδιες προβλέψεις της Κομισιόν οι οικονομίες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας θα συρρικνωθούν σε ποσοστά από 10% έως 11,2% του ΑΕΠ, ενώ η ύφεση στην Πορτογαλία θα φθάσει στο 9,8%.
Ατυχώς, η εν λόγω αισιόδοξη οπτική δύσκολα στέκει για τρεις λόγους: Διότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη ανανήψει από μια ιστορικών διαστάσεων ύφεση, διότι η κρίση του κορονοϊού χτυπά κυρίως δομικούς άξονες της οικονομίας της, όπως ο τουρισμός, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία και διότι παραμένει σε ισχύ (έστω και υπό προσωρινή αναστολή) ο «γύψος» των πλεονασμάτων του 3,5%.
Η βασική, άλλωστε, ανάγνωση της έκθεσης της Κομισιόν δείχνει, ότι ακόμη και στο καλό σενάριο (εκείνο της «υφεσιακής παρένθεσης» και της επιστροφής στην ανάπτυξη με ρυθμό 6% τον επόμενο χρόνο) το 2021 η οικονομία θα έχει επιστρέψει πίσω, στο επίπεδο του 2017. Κοινώς, όλος ο πλούτος που δημιουργήθηκε την περασμένη τριετία, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός που παρήγαγε η χώρα στην δεκαετία των Μνημονίων, θα έχει χαθεί.
Μια δεύτερη, πιο βαθιά ανάγνωση οδηγεί λίγο πιο πίσω κι από το 2017, στην πενταετία του μεγάλου δράματος: Το 2009 είχε χαθεί το 4,4% του ελληνικού ΑΕΠ, το 2010 η ύφεση ήταν 5,4%, το 2011 έγινε η μεγάλη βουτιά με οικονομική συρρίκνωση 8,9%, το 2012 είχαμε ύφεση 6,6% και το 2013 3,9%. Απλά και συνολικά, μέσα στην πενταετία 2009-2013 χάθηκε το 29,2% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Μπορεί μια χώρα που τόσο πρόσφατα, έζησε μια τέτοια, πολεμικών διαστάσεων, οικονομική συρρίκνωση, να αντέξει μια νέα ύφεση της τάξης του 9%; Κι εάν την αντέξει η οικονομία, μπορεί να την αντέξει η κοινωνία;
H απάντηση, τουλάχιστον με τα τρέχοντα πολιτικά εργαλεία άμυνας, δύσκολα βγαίνει καταφατική. Μόνον τον Ιούνιο και, σύμφωνα με την «Εργάνη», είχαμε 200.000 απολύσεις, το 20% των επιχειρήσεων που κλείδωσαν με το lockdown παραμένει ακόμη κλειστό με εργαζομένους-ζόμπι των 530 ευρώ, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ προειδοποιεί, ότι η ελληνική κοινωνία έχει την πιο βαθιά εξάρτηση σε όλη την Ευρώπη από τις πιο ευάλωτες μορφές εργασίας και η Grant Thorton υπολογίζει τις απώλειες του τζίρου στην τουριστική αγορά (χωρίς την εστίαση και τις συναφείς δραστηριότητες) στο 52%.
Η εικόνα αυτή μάλλον απέχει κατά τι από τις σημερινές διαπιστώσεις του πρωθυπουργού, στην συνέντευξή του στον Σκάϊ: «Η δυνατότητα ανάκαμψης», είπε, «αναμένεται να επιβεβαιωθεί, ωστόσο, η χώρα είναι πιο ισχυρή, από ότι ήταν πριν, παρά την ύφεση. Αυτό αποτυπώνεται και στις μετρήσεις – κι αυτό που με ενδιαφέρει στις μετρήσεις είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι μετρήσεις δείχνουν, ότι η χώρα πάει πολύ καλά».
Το πρώτο ερώτημα ίσως είναι, σε ποιες ακριβώς μετρήσεις αναφέρεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το δεύτερο είναι, τι θα συμβεί στην περίπτωση, που η χώρα όντως «πάει πολύ καλά», αλλά οι ασθενείς κάτοικοί της εκπνεύσουν και δεν αντέξουν να (ξανα)περιμένουν την ανάκαμψη. Και τι αξία θα έχουν τότε οι «εφεδρείες», που κρατά η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Και το τρίτο ερώτημα είναι, τι θα συμβεί, εάν όντως, όπως έχουμε δεσμευτεί στο Eurogroup, επανέλθει το 2021 ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%. Στην περίπτωση αυτή, του χρόνου η οικονομία δεν θα έχει γυρίσει πίσω μόνον στα επίπεδα του 2017, αλλά θα φλερτάρει με εκείνα του 2015. Διότι, πέραν των χαμένων 16,8 δις της φετινής ύφεσης, θα πρέπει να βρεθούν και επιπλέον 7 δις για να καλυφθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Και αντί για «εφεδρείες» τόνωσης, η κυβέρνηση μπορεί να κληθεί να ανακαλέσει εφεδρείες μνημονιακής λιτότητας…
ΠΗΓΗ: tvxs.gr