«Καυτό» αναμένεται να είναι το επόμενο διήμερο στις Βρυξέλλες, όπου οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντώνται σε τεταμένη ατμόσφαιρα με στόχο να βρεθεί..
λύση στον γόρδιο δεσμό του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παρά τις όποιες παρασκηνιακές επαφές μέχρι και την τελευταία στιγμή, τα τωρινά δεδομένα δείχνουν ότι οι «27» δύσκολα να καλύψουν το χάος που τους χωρίζει ώστε να λάβουν συγκεκριμένες αποφάσεις για τα 750 δισ. ευρώ που προορίζονται ως απάντηση στην οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού.
Αυτή θα είναι η πρώτη Σύνοδος Κορυφής με φυσική παρουσία των ηγετών από τον Φεβρουάριο, όμως, πιθανότατα δεν θα είναι η τελευταία
Οι πρωταγωνιστές και τα εμπόδια
Σε κεντρικό ρόλο παραμένει η Γερμανίδα καγκελάριος, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το Βερολίνο έχει αναλάβει και την προεδρία της Ε.Ε. για αυτό το εξάμηνο.
Η Άνγκελα Μέρκελ προσπαθεί να πείσει τους ομολόγους της να υιοθετήσουν το σχέδιο της Κομισιόν που προβλέπει 500 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. σε δάνεια. Το σχέδιο αυτό «ακουμπά» στον μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό του 1,074 τρισεκατομμυρίου ευρώ.
Το σχέδιο των Βρυξελλών, άλλωστε, είναι εμπνευσμένο από την πρωτοβουλία Μέρκελ-Μακρόν, η οποία είχε χαιρετιστεί αρχικά ως ιστορική πρόταση για αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους.
Ένας από τους «νέους» σημαντικούς παίκτες είναι ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, ο οποίος εκμεταλλεύεται την αποχώρηση της Βρετανίας ώστε να θέσει τη χώρα του στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων εντός Ε.Ε.
Ο Μαρκ Ρούτε εμφανίζεται ως ηγέτης των «σκληρών» (η Ολλανδία, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και σε μικρότερο βαθμό η Φινλανδία), οι οποίοι συνεχίζουν να διατυπώνουν σημαντικές αντιρρήσεις προς το σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης.
Βασική διαφωνία τους είναι το υψηλό ποσό των επιχορηγήσεων, ενώ αντιπροτείνουν περισσότερα δάνεια, που θα συνδυάζονται και με δομικές μεταρρυθμίσεις μνημονιακού τύπου.
Ο Ρούτε, ο οποίος ευθύνεται εν μέρει για την αποτυχία της συνόδου του Φεβρουαρίου για τον προϋπολογισμό, θα είναι ο άνθρωπος που θα πρέπει να πεισθεί. Αρκετοί ηγέτες ταξίδεψαν τις τελευταίες ημέρες στη Χάγη.
Η Σύνοδος των επόμενων δύο ημερών αποτελεί και σημαντικό τεστ για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο οποίος είναι βασικός μεσολαβητής ανάμεσα στις χώρες που διαφωνούν, ενώ τον Φεβρουάριο είχε δεχθεί έντονες επικρίσεις για την τότε αποτυχία.
Σήμερα, ο Μισέλ προχώρησε σε έκκληση της τελευταίας στιγμής, ζητώντας από τους ηγέτες συνεργασία για την εξεύρεση εφαρμόσιμων λύσεων.
Σε δύσκολη θέση παραμένουν οι Εμανουέλ Μακρόν, Πέδρο Σάντσεθ και Τζουζέπε Κόντε, ηγέτες τριών χωρών που πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα από τον COVID19 εντός Ε.Ε. Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία πιέζουν ασφυκτικά για την εφαρμογή του πλάνου της Κομισιόν με περισσότερες επιχορηγήσεις παρότι δάνεια, ενώ και οι τρεις ηγέτες επενδύουν πολλά για το μέλλον της πολιτικής του καριέρας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός, ο οποίος αναχώρησε σήμερα για τις Βρυξέλλες, έχει ήδη ανακοινώσει πως θα συναντηθεί άμεσα με τον Γάλλο πρόεδρο.
Η απειλή του βέτο
Σε μία εξέλιξη της τελευταίας στιγμή, ο πρωθυπουργός της Σουηδίας απείλησε σήμερα ακόμη και με βέτο εάν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της χώρας του και του μπλοκ των «φειδωλών»
«Ναι, χρειαζόμαστε το Ταμείο Ανασυγκρότησης», είπε ο Στέφαν Λέβεν, «αλλά πρέπει οι πόροι του να καλύψουν πραγματικές ανάγκες και να στηριχθεί σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους, όχι σε χορηγήσεις», εκφράζοντας την πάγια θέση των τεσσάρων για τα 750 δισ. του Ταμείου που πρότειναν Γαλλία και Γερμανία και έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες ημέρες οι δηλώσεις του Ολλανδού ομολόγου του, Μαρκ Ρούτε, που είχε πει ότι δεν διαβλέπει πιθανότητες για συμφωνία, αλλά και του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ, που είχε υποστηρίξει ότι «αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι μια ευρωπαϊκή κρίση, μια κρίση θεσμών που θα προσετίθετο στην κρίση του κορονοϊού».
Σημειώνεται, ότι πριν από αρκετές εβδομάδες και η Φινλανδία είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να επιβάλει βέτο σε μια τελική συμφωνία.
Μία έρευνα που ανάβει φωτιές
Μέσα σε αυτό το κλίμα, έρευνα του think tank Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών ZEW που δημοσίευσε η γερμανική Handelsblatt έρχεται να βάλει φωτιά στις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με αυτήν, το Ταμείο Ανάκαμψης όχι μόνο δεν στηρίζει τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο, αλλά δεν προσφέρει καν κίνητρα για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
«Η ανάλυση δείχνει ότι ως προς την προοπτική σταθεροποίησης το Next-Generation-Fonds έχει χτιστεί σε λάθος βάσεις» αναφέρει ο οικονομικός αναλυτής του ZEW Φρίντριχ Χάινεμαν. «Η διάθεση των 750 δις με αυτό τον τρόπο δεν συνιστά ούτε στοχευμένη στήριξη των χωρών-μελών που έχουν πληγεί περισσότερο, ούτε δίνει αξιόλογα κίνητρα για την […] υλοποίηση μεταρρυθμίσεων».
Αυτό που επικρίνουν πολλοί οικονομολόγοι -μεταξύ αυτών και ο πρώην υπ. Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης στη σημερινή Berliner Zeitung- είναι το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη διάθεση των κονδυλίων από την Κομισιόν θα γίνει στη βάση οικονομικών στοιχείων προ κορωνοϊού.
Συγκεκριμένα βασικό κριτήριο είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες-μέλη σε αναλογία προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2019 καθώς και η εξέλιξη της ανεργίας μεταξύ 2015 και 2019 σε σχέση με τον μέσο όρο στην ΕΕ. «Το πραγματικό βάρος της ύφεσης που προκάλεσε ο κορωνοϊός […] δεν παίζει λοιπόν κανέναν απολύτως ρόλο» σχολιάζει ο Χάινεμαν. Όπως εξηγεί ο ειδικός, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επωφελούνται περισσότερο από το Ταμείο Ανάκαμψης χώρες που έχουν πληγεί ελάχιστα από την κρίση του κορωνοϊού, όπως η Πολωνία, και την ίδια ώρα να έχουν μικρότερο όφελος χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία που αναμένουν συρρίκνωση των οικονομικών τους επιδόσεων μεγαλύτερη των 10 ποσοστιαίων μονάδων.
Η Κομισιόν αιτιολόγησε το σκεπτικό της με το επιχείρημα ότι κατά την έναρξη του προγράμματος στις αρχές του 2021 δεν θα υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα στοιχεία για τις συνέπειες της πανδημίας. Ωστόσο το επιχείρημα αυτό δεν έπεισε ούτε την γερμανική κυβέρνηση, αναγκάζοντας την Επιτροπή να αναθεωρήσει. Στην νέα συμβιβαστική πρόταση που κατέθεσε την περασμένη Παρασκευή ο Σαρλ Μισέλ αναφέρεται ότι τα προτεινόμενα από την Κομισιόν κριτήρια για τη διάθεση των πόρων θα ισχύσουν μόνον για το 70% των κονδυλίων. Τα υπόλοιπα θα διατεθούν στις χώρες που θα καταγράψουν το 2021 και 2022 τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες.
Η ελληνική θέση
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας δήλωσε ότι θέση της κυβέρνησης είναι να εφαρμοστεί η πρόταση της Επιτροπής και το μεγαλύτερο μέρος των ποσών που θα διατεθούν να είναι χορηγήσεις και όχι δάνεια συνοδευόμενα από όρους.
«Από την πρώτη στιγμή της πανδημίας, ο πρωθυπουργός σε συνεργασία με άλλους 8 ηγέτες της ΕΕ ανέλαβε πρωτοβουλία με στόχο την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων και κυρίως την ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων για τη στήριξη των οικονομιών και της απασχόλησης στα κράτη μέλη της Ένωσης» τόνισε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. «Υποστηρίζει ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να κάνει για άλλη μια φορά πολύ λίγα, πολύ αργά» πρόσθεσε.
Προς αυτή την κατεύθυνση πιέζει και η ελληνική αντιπολίτευση, η οποία εξέφρασε τον φόβο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα «παρασυρθεί» από τους ηγέτες του ΕΛΚ και θα υποχωρήσει στη διαπραγμάτευση.
efsyn.gr